Ένα ωραίο διήγημα μιας ανεπανάληπτης εποχής από τον συμπατριώτη συγγραφέα Κώστα Ι. Περδίκη
ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ ΛΟΓΟΥ & ΤΕΧΝΗΣ
“Ντομάτα Ζαχάρως”
ένα θρυλικό προϊόν
Γράφει ο συγγραφέας Κώστας Ι. Περδίκης
Βρισκόμαστε στα μέσα της δεκαετίας του ’50.
Όλος ο κάμπος μας, τότε, μια απέραντη πράσινη θάλασσα.
Όλη η εύφορη γη, παραδομένη αποκλειστικά στην καλλιέργεια της μαύρης κορινθιακής σταφίδας, του “μαύρου χρυσού” της εποχής.
Για χάρη της, μέχρι και εθνικό πρόβλημα προέκυψε, το λεγόμενο “σταφιδικό ζήτημα”, όταν για κάποια συνεχόμενα χρόνια, η τιμή της είχε κατρακυλήσει στα τάρταρα.
Πότε από τα καπρίτσια του καιρού και πότε από την εξευτελιστική τιμή, το όφελος της μιας χρονιάς, την άλλη γινόταν καπνός.
Οι έρμοι αγρότες είδαν κι απόειδαν και τελικά πείστηκαν ότι από τη σταφίδα, όσο και να πάλευαν, δεν θα ’χαν προκοπή.
Έτσι, μέσα σε μια πενταετία, χρόνο με το χρόνο, τις ξερίζωσαν απ’ άκρη σ’ άκρη και τις αντικατέστησαν με το νέο είδος της εποχής, την όψιμη ντομάτα, που υποσχότανε πολλά.
Η καλλιέργεια της όψιμης ντομάτας άρχιζε στα τέλη του Μάη με τα φυτώρια.
Έσπερναν τον σπόρο σε ειδικά διαμορφωμένα μικρά ορθογώνια παρτέρια, με εύφορο κοσκινισμένο χώμα, στα λεγόμενα “τηγάνια”, ποτίζοντάς τα τακτικά.
Σε κανά δυο, τρεις βδομάδες και αφού τα νέα φυτάδια έφταναν, περίπου, τους είκοσι πόντους ύψος, τα μεταφύτευαν στο χωράφι, που ήταν χωρισμένο σε συμμετρικές αυλακιές.
Από το φύτεμα στο χωράφι και μετά, καθώς οι ντοματιές μεγάλωναν θέλανε συνεχή φροντίδα και κόπο.
Πότισμα, περίπου, κάθε τρίτη μέρα, τειάφισμα, ρέντισμα με γαλαζόπετρα, σκάλισμα και δέσιμο στις καλαμένιες φουρκάδες, καθώς ψήλωναν και κλάρωναν πάνω τους.
Αρχές του Αυγούστου άρχιζε το κόψιμο των πρώτων ώριμων καρπών.
Τα πρώτα χρόνια, στο ξεκίνημα της καλλιέργειας, οι παραγόμενες ντομάτες ήσαν μεγάλες με ακανόνιστο σχήμα και τις λέγανε “μπατάλες”.
Αργότερα, όσο η παραγωγή και η ζήτηση μεγάλωναν επικράτησε ο νέος σπόρος, που έδινε ομοιόμορφες και στρογγυλές ντομάτες, τα “μήλα”.
Το νερό ήταν εκείνο, που οι ντοματιές το είχαν ανάγκη, πιο πολύ απ’ όλα.
Κάθε χωράφι είχε το δικό του πηγάδι ή το δικό του αρτεσιανό.
Ο κάμπος είχε γίνει διάτρητος, σαν κεφαλοτύρι, από τα πολλά πηγάδια και τα αρτεσιανά, που έδιναν το πολύτιμο νερό τους.
Το πότισμα άρχιζε το απόγευμα, μόλις έφευγε η καλοκαιριάτικη κάψα και τέλειωνε με το πρώτο σκοτάδι.
Η υγρασία, τότε, σε ολόκληρη την περιοχή ανέβαινε στα ύψη.
Άνοιγες για να διαβάσεις την εφημερίδα και τα φύλλα της ήσαν σαν να τα ’χεις μουσκέψει.
Την παραγωγή της ντομάτας την απορροφούσε, σχεδόν αποκλειστικά, η κεντρική λαχαναγορά του Ρέντη, στη Αθήνα.
Για το σκοπό αυτό φτάνανε, νωρίτερα, κάθε χρόνο, οι χοντρέμποροι για να βρουν τοπικούς αντιπρόσωπους και να οργανώσουν το μάζεμα, τη συσκευασία και την αποστολή του προϊόντος στην Αθήνα.
Ο Γιάννης ο Ζαχαρόπουλος, ο Κοτσανάδας, ο Γιάννης ο Τσόπελας, αλλά και ο περίφημος Τέλης της Μαριγώς ήσαν μερικοί απ’ αυτούς.
Στην αρχή, πριν περάσει ο εθνικός δρόμος, η αποστολή της μικρής ακόμη ποσότητας ντομάτας, γινόταν σιδηροδρομικώς, με τα κάρα να μεταφέρουν και να φορτώνουν τα τελάρα στα βαγόνια των τραίνων των ΣΠΑΠ.
Αργότερα, με τη διάνοιξη του εθνικού δρόμου, την μεταφορά της στη Αθήνα ανέλαβαν τα φορτηγά.
Το τελάριασμα της ντομάτας γινόταν, αμέσως μετά το κόψιμό της, επί τόπου στο χωράφι.
Οι ντομάτες έμπαιναν στα τελάρα σε δυο στρώσεις, με τις πιο μικρές στην κάτω στρώση και τις πιο μεγάλες στην πάνω, για μόστρα.
Τα τελάρα τυλίγονταν με χαρτί χρωματιστό και δένονταν με σπάγκο.
Μετά, είχε σειρά το ζύγισμα με το καντάρι και το φόρτωμα στα κάρα.
Από τα κάρα, γινόταν η μεταφόρτωση στα φορτηγά, που ήσαν αραγμένα στον κεντρικό δρόμου του σταθμού, το ένα πίσω από το άλλο, έξω από το γυμνάσιο.
Αριστερά και δεξιά του δρόμου, από το Μπιλιωναίικο και κάτω, οι ντάνες από τα άδεια τελάρα σχημάτιζαν τείχος, τέσσερα μέτρα ύψος.
Καθώς σουρούπωνε, όλο το σχετικό νταραβέρι, συνεννοήσεις, παζάρια, παραγγελίες ,πληρωμές, κ.λ.π. γινότανε εκεί, στο κομμάτι της αγοράς, από την Ηλεκτρική και κάτω, μέχρι το Γυμνάσιο.
Έμποροι, εργάτες, καρολόγοι και οδηγοί είχαν για στέκι τους το μαγέρικο της Λουκουματζούς και εκείνο των αδελφών Φώτη και Βλάση Μπολιάρη, λίγο παραπάνω.
Μόλις έπεφτε το σκοτάδι, τα τεράστια φορτηγά, ΜΑΝ, Βόλβο και Σκάνια φορτωμένα, μέχρι πάνω, με τα τελάρα, ξεκίναγαν το μεγάλο ταξίδι για την Αθήνα.
Ο παλιός δρόμος, τότε, πέρναγε από την Κακιά Σκάλα, που ήταν ένα πολύ επικίνδυνο σημείο.
Δυο φορές πρωί, πρωί, έφτασε και σε μας, το κακό μαντάτο, ότι γκρεμίστηκε στην Κακιά Σκάλα ένα φορτηγό, από τα δικά μας και σκοτώθηκε ο οδηγός του.
Η ποιότητα της παραγόμενης όψιμης ντομάτας μας, όπως και η νοστιμιά της ήταν άριστη.
Το ήπιο κλίμα της περιοχής μας σε συνδυασμό , με το εύφορο έδαφός της βοηθούσαν, φαίνεται, σ’ αυτό.
Δεν άργησε η φήμη της να τιναχθεί στα ύψη.
Σε όλη την κεντρική λαχαναγορά, στις συνοικιακές λαϊκές αγορές και στα μανάβικα αντιλαλούσε η φράση “ντομάτα Ζαχάρως”, προσδίνοντας στο προϊόν μας μυθικές διαστάσεις.
Η τιμή της, όμως, δεν ακολούθαγε πάντα τη φήμη της.
Υπήρχαν φορές, που λόγω της μεγάλης προσφοράς, η τιμή της έπεφτε χαμηλά και ο κόπος μιας χρονιάς πήγαινε, σχεδόν, χαμένος.
Η μαζική καλλιέργεια της ντομάτας κράτησε μέχρι τις αρχές του ’70.
Η αναπόφευκτη κόπωση των χωραφιών έκανε, χρόνο με το χρόνο, την απόδοσή τους να φθίνει, με αποτέλεσμα η παραγωγή της όψιμης ντομάτας, σχεδόν, να μηδενιστεί.
Στην αποθήκη του εξοχικού μας σπιτιού, στο κτήμα που φυτεύαμε ντομάτα, έχουν ξεμείνει από τότε, δυο, τρία τελάρα.
Τα φυλάμε για να μας θυμίζουν εκείνα τα χρόνια και μαζί τους την περίφημη “ντομάτα Ζαχάρως”, με την υπέροχη γεύση, χρώμα και άρωμα.
Όπως, άλλωστε, κρατάμε ακόμη άσβηστη και τη μυρουδιά, πού ’παιρναν τα χέρια μας, μόλις ακουμπάγαμε τα φύλλα μιας από κείνες τις ντοματιές…