Ένα συγκλονιστικό κείμενο της συγγραφέα ποιήτριας Λίτσας Δημητροπούλου
ΤΟ ΑΜΠΕΧΟΝΟ
Γράφει η συγγραφέας ποιήτρια Λίτσα Δημητροπούλου, φιλόλογος
Όλο του το βιός σε ένα σακάτικο ποδήλατο το φόρτωσε. Και το ‘στησε σιμά στον ετοιμόρροπο τον τοίχο. Ένα αμπέχονο βαρύ για στρώμα, ένα απάνεμο αμπέχονο να το ‘χει τις νύχτες τις ατέλειωτες για προσκεφάλι.
Πάει καιρός που κάνει την ίδια διαδρομή. Απ’ το φιλόξενο παγκάκι στον διπλανό τον σιδερένιο στύλο, δεκανίκι του και τίμιο αποκούμπι. Δεν είναι νέος, δεν είναι γέρος, δεν είναι μοναχικός. Είναι μόνος. Κατάμονος. Και μοιάζει να είναι άνθρωπος.
Τις μέρες μετρά αδιάφορους πελάτες στης παρακείμενης πολυεθνικής αγοράς τα αφιλόξενα προαύλια. Τις νύχτες μιλά με τα καλόκαρδα τα άστρα. Κάτι από τον Όμηρο για τον πολύπαθο Δυσσέα τούς ψιθυρίζει ευλαβικά, κάτι απ’ τον λυρικό Στησίχορο και την παλινωδία του με έμφαση τούς γνέφει.
Δειλά δειλά στάθηκα κοντά του κι ανάγνωσα απ’ τα χείλη του μοιραίους στίχους τους.
Τον κοίταξα κατάβαθα στα ατσάλινα, τα γκριζωπά του μάτια. Συνάντησα το απλανές του βλέμμα και βούλιαξα στο απύθμενό του δέλεαρ. Πόσα χαμόγελα στρίμωξε στα ανθρακόρυχα τα έγκατα κρυμμένα, πόσες πληγές αλμύρας, πόσα παλιά δυσβάσταχτα ναυάγια!
Κάτι από τη χώρα τη «Λυπιού» της Ρουκ προσπάθησα να θυμηθώ, κάτι από εκείνο το πλατύ βαθύ χαμόγελο της κυρίας Κατερίνας μού θύμισαν τα χείλη του, κάτι από το δικό της πονεμένο σώμα έσερνε μαζί του.
«Αγάπησα τον άνεμο», μου εκμυστηρεύτηκε. «Και της βροχής τη στράτα. Αγάπησα και το ταξίδι της ζωής, μα δεν κατάφερα να της αποπληρώσω τα ακριβά της ναύλα. Κι έτσι αμείλικτα με πέταξε σε τούτο το παγκάκι».
Τον λένε Οδυσσέα.
Και είναι Άνθρωπος.
Και στέκει εκεί, σ’ ένα φιλόξενο παγκάκι του Αλίμου.
Και στέκω εδώ, ασφαλής στα ένοχά μου τα ασπροσέντονα και γράφω φαρδιές πλατιές κουβέντες.