Ένα ευχάριστο διήγημα με τίτλο *Ο επίμονος συνταξιδιώτης* του συμπατριώτη συγγραφέα – λογοτέχνη Κώστα Ι. Περδίκη
Το Διήγημα της Κυριακής από τον συγγραφέα – λογοτέχνη Κώστα Ι. Περδίκη
Ο επίμονος συνταξιδιώτης
Μικρός ήμουνα πολύ ξεχασιάρης, σαν να λέμε η προσωποποίηση της αφηρημάδας. Έφευγα από το θερινό σινεμά και το ζιλέ μου έμενε ξεχασμένο στο μπράτσο της πάνινης πολυθρόνας. Έφταιγε βέβαια και η μάνα μου, που με σταύρωνε να παίρνω κάτι μαζί μου για τη βραδινή υγρασία. Γύριζα από τη θάλασσα και ξαναθυμόμουνα το μαγιό και την πετσέτα μου μόλις έμπαινα στο σπίτι.
Στις σχολικές εκδρομές άλλες λυπημένες ιστορίες. Σε μια απ’ αυτές, είχαμε ήδη ξεκινήσει την επιστροφή μας, όταν θυμήθηκα την καινούργια μου ζακέτα, που είχα κρεμάσει σε μια ελιά, πριν αρχίσουμε τη μπάλα. Από τη πολλή μου λαχτάρα να προλάβω να τη μαζέψω, πριν απομακρυνθούν οι άλλοι, έτρεξα πηδώντας σαν κατσίκι τις πεζούλες και ό,τι άλλο έβρισκα μπροστά μου. Περνώντας πάνω από μια βατιόνα έπεσα, κτυπώντας στο στήθος, δυο μέτρα πιο χαμηλά και μου κόπηκε η ανάσα. Μ’ έλουσε κρύος ιδρώτας. Με το ζόρι σηκώθηκα και κούτσα, κούτσα πρόλαβα τους άλλους στη στροφή.
Όμως, αυτά τα γεγονότα, αλλά και άλλα δεν έλεγαν να μου γίνουν μάθημα. Μεγάλωνα και συνέχιζα λίγο πολύ το ίδιο βιολί. Έπρεπε φαίνεται να μου συμβεί κάτι ακόμα για να ξεχειλίσει το ποτήρι και να βάλλω επί τέλους μυαλό.
Ήμουνα τότε στην Αθήνα, στην τελευταία τάξη του λυκείου, κάνοντας παράλληλα φροντιστήριο για τις εισαγωγικές εξετάσεις. Από το καλοκαίρι, που είχα κατέβει για διακοπές, το ενδιαφέρον μου επικεντρώθηκε σε ένα «πρόσωπο», με το οποίο, βοηθούντων και των μπάνιων στη θάλασσα, είχα αρχίσει ένα φλερτ. Ήθελα να πιστεύω ότι το ενδιαφέρον ήταν αμοιβαίο. Επακολούθησαν κάποια τηλεφωνήματα, αλλά το πράγμα δεν έβλεπα να παίρνει τα πάνω του.
Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, που θα πήγαινα στους δικούς μου για τις γιορτές και έγκαιρα είχα βγάλει εισιτήριο με το πρωινό τρένο, που αναχωρούσε από τον σταθμό Πελοποννήσου. Κανόνισα να συνταξιδέψω με το «πρόσωπο», φροντίζοντας με τρόπο, να πληροφορηθώ τη μέρα, την ώρα ακόμα και τη θέση του εισιτηρίου της. Είχα ο έρμος την κρυφή ελπίδα ότι συνταξιδεύοντας, καθισμένοι τόσες ώρες πλάι-πλάι, το ποθητό για μένα αποτέλεσμα θα ερχόταν έτσι πιο εύκολα.
Από βραδύς ετοίμασα τη τσάντα μου και έβαλα το ξυπνητήρι, γιατί έπρεπε να σηκωθώ πολύ πρωί. Ξύπνησα στην ώρα μου, ετοιμάστηκα και πίνοντας στο πόδι δυο γουλιές καφέ έκλεισα πίσω μου την πόρτα. Στα επόμενα λεπτά καθόμουν δίπλα στον οδηγό του ταξί.
Έμενα, τότε, πιο πάνω από το πεδίο του Άρεως και κατηφορίσαμε τη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Μπήκαμε στην Ιουλιανού και σε λίγο είμαστε απ’ έξω από τον σταθμό.
Βγάζω το πορτοφόλι μου να πληρώσω τον ταξιτζή και διαπιστώνω την «πατάτα», που για άλλη μία φορά είχα διαπράξει. Το εισιτήριο έλειπε από το πορτοφόλι, ξεχασμένο προφανώς στο τραπεζάκι της κουζίνας, από τότε που ήπια βιαστικά τον καφέ. Μου ’ρθε ταμπλάς. Όχι τόσο για το εισιτήριο που θα πήγαινε χαμένο, όσο για τη σχεδιασμένη από καιρό συνταξίδευση με το «πρόσωπο».
Ο ταξιτζής, μάρκα με ’καψες, βρήκε πάραυτα λύση. «Κλείσε την πόρτα», μου λέει, «πάμε να πάρουμε το εισιτήριο και θα πιάσουμε το τρένο στους Αγίους». Ανάθεμα και αν κατάλαβα για ποιους Αγίους έλεγε. Φουριόζικα με πήγε στο σπίτι, πήρα το εισιτήριο και σε λίγα λεπτά γκάζωνε στη Λιοσίων.
Ήταν ακόμα πολύ πρωί και η κίνηση δεν είχε αρχίσει. Ο ταξιτζής ψύχραιμος και σίγουρος για την ιδέα του μου εξήγησε ότι το τρένο θα το προλαβαίναμε στον σταθμό των Αγίων Αναργύρων. «Κουλάρισε», μου πέταξε και άναψε τσιγάρο.
Έτσι και έγινε. Πρώτοι εμείς φτάσαμε στον σταθμό και μετά από λίγο ήρθε και το τρένο. Με άλλον αέρα, πλέον, ανέβηκα στο βαγόνι μου και βαδίζοντας στον διάδρομο αναζήτησα τη θέση μου.
Είδα τότε «το πρόσωπο», να έχει πιάσει κουβεντούλα με τους απέναντι και να είναι μες την καλή χαρά. Η θέση πλάι της άδεια. Βλέποντάς με το μόνο που είπε ήταν: «Γεια, ήρθες;».
Για την αδικαιολόγητη απουσία μου ούτε η παραμικρή αγωνία, ή ανησυχία. Και το πιο οδυνηρό για μένα. Μάταια προσπάθησα να διακρίνω κάποιο σημάδι αν όχι ενθουσιασμού τουλάχιστον μιας κάποιας ευχαρίστησης από την παρουσία μου. Άνθρακες ο θησαυρός.
Εκείνο λοιπόν το ταξίδι με το τρένο, το περιπετειώδες, έμελλε να αποβεί για μένα αξέχαστο αλλά και σημαδιακό. Και αυτό όχι γιατί η ταξιδιωτική συνύπαρξη με το «πρόσωπο»» δεν είχε το προσδοκώμενο από μένα αποτέλεσμα. Έτσι κι αλλιώς όσα αποκόμισα ήσαν ασήμαντα, λίγα ψίχουλα αγάπης που λέει και το άσμα.
Έφερε όμως ένα άλλο πεζό μεν, αλλά πολύ πρακτικό όφελος δε. Από τότε και έπειτα έπαψα για πάντα να είμαι ξεχασιάρης, καθιερώνοντας και εφαρμόζοντας μια δική μου μέθοδο. Πριν σηκωθώ από κάπου, πριν ξεκινήσω για κάπου, πριν κλείσω την πόρτα πίσω μου κάνω νοερά έναν έλεγχο για να πειστώ ότι δεν έχω ξεχάσει κάτι ή ότι δεν μου λείπει κάτι. Είναι δε η μέθοδός μου τόσο αποτελεσματική, που δυο τρεις φίλοι μου την έχουν υιοθετήσει…