Ένα εξαιρετικό νατουραλιστικόδιήγημα του συνεργάτη μαςΕκπαιδευτικού κ.Νίκου Τσούλια
Το άλογο και το πηγάδι…
Του συνεργάτη μας Εκπαιδευτικού κ. Νίκου Τσούλια
Ήταν αρκετές ημέρες που έβρισκε το άλογό του έξω από την περίφραξη κάθε πρωί που πήγαινε στα χωράφια του. “Θα πρέπει να παίρνει φόρα, για να μπορεί να πηδάει τον φράχτη”, σκεπτόταν, “αλλά τότε κάπου θέλει να πηγαίνει”.
Είχε ρωτήσει όλο το χωριό αν το έβλεπαν πουθενά, για να καταλάβει τι ακριβώς γινόταν. Κανένας δεν ήξερε τίποτα. Άλλωστε, τα βράδια οι χωριανοί όλοι ήταν στα σπιτικά τους – αποκαμωμένοι από τις σκληρές δουλειές εκείνων των καιρών. Περνούσαν οι ημέρες και απάντηση δεν μπορούσε να βρει.
Σαν αυτό συνεχιζόταν, σηκώθηκε ένα πρωινό, πολύ νωρίς, αχάραγο ακόμα, και τράβηξε για τα χωράφια – έτσι και αλλιώς πάντα πρωί σηκωνόταν μια ζωή, “ας πάω με τα τελευταία αστέρια σήμερα”, σκέφτηκε. Το άλογο δεν ήταν εκεί. Κάθισε και το περίμενε. Αφού κάθε ημέρα το έβρισκε, σίγουρα θα ερχόταν.
Η σκοτεινιά έκανε παρέα με την πρωινή ομίχλη και δύσκολα έβλεπε μακριά. Σαν έφευγαν τα αστέρια, η ανατολή φώτιζε όλο και πιο γρήγορα. Κοίταζε προς τους πιθανούς δρόμους από όπου μπορούσε να φανεί. Είδε τη φιγούρα του να ξεπροβάλλει όλο και πιο έντονα. Έτρεχε απαλά, ανάλαφρα, γεωργά, έτσι όπως το συνήθιζαν οι καβαλάρηδες στην περιοχή του. Ήλθε, τον πλησίασε, τον μύρισε με τη μουσούδα του και κάθισε να ξεκουραστεί. “Σαν να μην συμβαίνει τίποτα”, συλλογίστηκε.
Ένα βράδυ τον φώναξαν στο τηλέφωνο του χωριού. Ήταν ο Θοδωρής, γείτονάς του στα χωράφια μακριά στο διπλανό χωριό, γύρω στα πέντε χιλιόμετρα μακριά. Εκεί πήγαινε η μισή και βάλε οικογένειά του τα καλοκαίρια με όλα τους τα ζωντανά, γιατί είχε πολλά χωράφια, σταροχώραφα τα περισσότερα που ήταν θερισμένα από νωρίς τον Ιούνιο, και κάπου – κάπου χέρσα. Όλα ελεύθερα για βοσκές.
“Ντίνο, βλέπω αλογοπατημασιές κάθε πρωί στο πηγάδι μου και τα κιούπια που γεμίζω το βράδυ φεύγοντας, για να έχουν νερό τα πουλιά αν τυχόν και αργήσω καμιά φορά, είναι αδειανά, στεγνωμένα. Ξέρεις τι μου πέρασε από το μυαλό μου; Γιατί άλλη λύση δεν μπορώ να βρω…”
Τον διέκοψε. Είχε κάνει την ίδια σκέψη κι αυτός από τη στιγμή που του είπαν για το τηλέφωνο από το διπλανό χωριό. “Ναι Θοδωρή, ξέρω τι σκέπτεσαι”.
Έγινε κουβέντα στο καφενείο. Όλοι απορούσαν. “Μα πώς γίνεται να πηγαίνει τόσο μακριά, μόνο και μόνο για να πιει νερό; Γιατί, δεν το ποτίζεις και διψάει μέσα στη νύχτα”; Ήταν σκεπτικός. Είχε απορροφηθεί από μια σκέψη, αλλά δεν τολμούσε να την πει.
“Ρε Ντίνο, που το ποτίζεις το άλογό σου”, τον ρώτησε επιτακτικά ο Νιόνιος ο καφετζής.
“Το πάω στη λίμνη αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν το βλέπω να καλοπίνει. Χώνει τη μουσούδα του στο νερό και το ανακατώνει”.
“Ε, αυτό είναι. Δεν του αρέσει το νερό. Θέλει φρέσκο νερό από πηγάδι. Του μυρίζει το νερό της λίμνης, άλλωστε στην άκρη της λίμνης που είναι ξέβαθα έχει λασπόνερα”.
“Ναι”, ομολόγησε ο Ντίνος, “εδώ τα άλογα δεν πίνουν από τον κουβά νερό, αν πρώτα έχει πιει με το στόμα χωρίς κύπελο κάποιος άνθρωπος. Θα πιει από τη λίμνη”?