Εικόνες και περιγραφή από τα παλιά στο εξαίρετο διήγημα του συνεργάτη μας λογοτέχνη Κ.Ι. Περδίκη
ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ Λόγου και Τέχνης
Γράφει ο συνεργάτης μας λογοτέχνης συγγραφέας Κώστας Ι. Περδίκης
Τα παπαδάκια
Τις Κυριακές, μετά τη λειτουργία, μόλις τέλειωνε και το μοίρασμα των αντίδωρων, τρέχαμε μέσα στο ιερό και ζητάγαμε από τον παπα Μήτσο ή τον παπα Γιάννη να μας επιτρέψει να ντυθούμε την άλλη Κυριακή παπαδάκια.
Εκείνοι, κρατώντας μια σειρά για να μην υπάρχουν μεταξύ μας παράπονα και ζήλιες, όριζαν τα δυο παιδιά και τους παρέδιναν τις στολές. Έπρεπε οι μητέρες μας να τις πλύνουν και να τις σιδερώσουν, ώστε να είναι έτοιμες για την επόμενη λειτουργία.
Οι στολές συνήθως ήσαν άσπρες με γαλάζιους μεγάλους σταυρούς κεντημένους πάνω τους. Ήσαν φαρδιοί χιτώνες, σαν φουστάνια, που ’φταναν μέχρι κάτω. Το πιο όμως ενδιαφέρον στοιχείο της στολής ήταν η μακριά ζώνη, από το ίδιο ύφασμα, που είχε ένα αρκετά πολύπλοκο δέσιμο και χρειαζόταν το ένα παιδί τη βοήθεια του άλλου για να την περάσει και να τη δέσει σωστά.
Εννοείται ότι από το βράδυ του Σαββάτου έπρεπε να έχουμε λουστεί και μπανιαριστεί στην τσίγκινη σκάφη της μάνας μας, για να είμαστε καθαροί και να μπορούμε έτσι να φέρουμε εις πέρας το ιερόν καθήκον, που μας είχε ανατεθεί. Με το πρώτο χτύπημα της καμπάνας πεταγόμαστε, όλο αγωνία, από τα κρεβάτια μας και τρέχαμε να προλάβουμε να δώσουμε το παρόν στους παπάδες, όταν εκείνοι άρχιζαν τη λειτουργία.
Τα παπαδάκια είχαν συγκεκριμένα πράγματα να κάνουν κατά τη διάρκεια της λειτουργίας. Να ανάβουν και να ετοιμάζουν το θυμιατό και να το δίνουν στον παπά για να θυμιατίσει πρώτα την Αγία Τράπεζα, μετά τις εικόνες του τέμπλου και τελευταία το εκκλησίασμα. Να κρατούν τις λαμπάδες, δεξιά και αριστερά, όταν ο παπάς έβγαινε στην Ωραία Πύλη για να διαβάσει το ευαγγέλιο. Να βαδίζουν κρατώντας τις λαμπάδες, μπροστά, μπροστά, όταν έβγαιναν τα Άγια και ο παπάς έλεγε την μακρόσυρτη δέηση υπέρ πάντων, ζώντων και τεθνεώτων.
Να ετοιμάζουν και να δίνουν στον παπά το Ζέον για τη Θεία Κοινωνία και να τον πλαισιώνουν όταν εκείνος μεταλάβαινε τους πιστούς. Τέλος, να κρατούν το ψάθινο πανέρι με τα αντίδωρα, για να παίρνει ένα, ένα ο ιερέας και να το προσφέρει σε όσους έσπευδαν με κατάνυξη να το πάρουν, φιλώντας του το χέρι.
Το να ντυθείς, όμως, παπαδάκι και να λάβεις μέρος στην περιφορά του Επιταφίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, ήταν σίγουρα κάτι πολύ πιο σημαντικό. Στον επιτάφιο ντυνόμαστε πολλά παιδιά παπαδάκια κι αυτό γιατί έπρεπε να βρεθούνε χέρια για να κρατούν μια σειρά από ιερά αντικείμενα. Τον Σταυρό, τα εξαπτέρυγα, τα ιερά λάβαρα, τις λαμπάδες και τα χρωματιστά φανάρια.
Το ποιος θα κράταγε τι στην περιφορά του Επιταφίου το κανόνιζε κατ’ αποκλειστικότητα εκείνη τη βραδιά ο γιος του παπα Γιάννη, ο Γιώργος. Ο Γιώργος, ήταν αρκετά πιο μεγάλος από μας και μαγκάκι. Διάλεγε και ανέθετε καθήκοντα σύμφωνα με τις προσωπικές του συμπάθειες.
Εμένα, εκείνη τη χρονιά, ευτύχησα να μου αναθέσει να κρατάω ένα από τα φανάρια. Λέω ευτύχησα γιατί ο Σταυρός, όπως και τα εξαπτέρυγα και τα λάβαρα με τα μακριά κοντάρια είχαν μεγαλύτερο βάρος και κόπο να τα κρατάς τόση ώρα. Οι λαμπάδες και τα φανάρια είχαν μικρά κοντάρια και ήσαν πολύ πιο ελαφριά.
Το φανάρι μάλιστα είχε και μια ξεχωριστή γοητεία. Το φως, από τη φλόγα του κεριού του, περνώντας μέσα από τα χρωματιστά τζαμάκια του, δημιουργούσε μια μοναδική, μαγική ατμόσφαιρα.
Η περιφορά του Επιταφίου άρχιζε από τον Άγιο Σπυρίδωνα και κατηφόριζε τον κεντρικό δρόμο. Φτάνοντας στην πλατειούλα, κάτω από το παλιό Δημαρχείο, έκανε την πρώτη στάση και οι παπάδες έψελναν τη σχετική δέηση. Συνέχιζε, ύστερα, διασχίζοντας την πάνω αγορά, με πολλούς να έχουν βγει στα μπαλκόνια, αριστερά και δεξιά και να έχουν ανάψει κεριά.
Λίγο πριν φτάσει μπροστά από το σπίτι μας, η μάνα μας έσπευδε να στρώσει στον δρόμο το πιο καλό της αντρομίδι, για να περάσει πάνω του ο Επιτάφιος και να πάρει το σπιτικό μας την ευχή του. Να έχει υγεία και προκοπή.
Λίγο πιο κάτω, μπροστά στο περίπτερο του μπάρμπα Γιάννη, του Μπελέκα, έκανε άλλη μια στάση για μια ακόμη δέηση. Μετά, έστριβε αριστερά και ανηφόριζε τον δρόμο μέχρι την Κορδόρουγα, περνώντας μπροστά από το παλιό Τηλεγραφείο, το Ειρηνοδικείο και τη Χωροφυλακή.
Ήταν λίγο πριν φτάσουμε στο τέλος της ανηφόρας, όταν ο φουκαράς έπαθα εκείνο το χουνέρι.
Κράταγα όλο καμάρι το φανάρι μου, όταν ξαφνικά ένιωσα ένα δυνατό φύσημα να ’ρχεται από τη μεριά της γράνας και να προσπαθεί να μου το αρπάξει από τα χέρια. Μπόρεσα, βάζοντας τα δυνατά μου να το συγκρατήσω, όχι όμως και να γλιτώσω και τη φλόγα του κεριού του, που έσβησε πάραυτα.
Μαύρο σκοτάδι έπεσε γύρω μου, εκεί που λίγο πριν απλωνόταν το πολύχρωμο φως του φαναριού. Τα χρειάστηκα, ένιωσα ντροπιασμένος και άχρηστος. Ευτυχώς, για καλή μου τύχη, με πλησίασε τότε ένας άντρας και με σβέλτες κινήσεις ξανάναψε με τον αναπτήρα του το κερί του φαναριού. Ήρθε η καρδιά μου στη θέση της.
Όμως μετά, μέχρι να κάνουμε την επόμενη στάση, μια σκέψη και απορία βασάνιζαν το μυαλό μου. Το φως του κεριού, ύστερα από το άναμμά του με τον αναπτήρα, να ήταν άραγε το ίδιο ιερό και άγιο με κείνο που είχε βγαίνοντας από την εκκλησία;
Με αναπάντητη την απορία μου, ύστερα και από την τελευταία στάση που κάναμε στο σταυροδρόμι της Κορδόρουγας, μπροστά στο τρίφατσο σπίτι της Συλογιαννούλας, ο Επιτάφιος έφτανε και έμπαινε στην εκκλησία μας.
Πριν γυρίσουμε στα σπίτια μας έπρεπε να κάνουμε κάτι ακόμη, σαν τάμα, που σύμφωνα με τα λόγια των γονιών μας θα μας προστάτευε όλη τη χρονιά. Να περάσουμε κάτω από τον επιτάφιο. Μπουσουλώντας, αγόρια και κορίτσια σμίγαμε εκεί αποκάτω, ανταλλάσοντας με νόημα φευγαλέες ματιές. Μια διαφορετική, παράξενη, αλλά και τόσο γλυκιά αίσθηση νιώθαμε τότε μέσα μας.
Η άνοιξη, που είχε μπει για τα καλά, μαζί με τα χρώματα και τα αρώματα έφερνε, αναπόφευκτα, στις παιδικές μας καρδιές και τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα…