Το διήγημα του συνεργάτη μας συγγραφέα λογοτέχνη κ. Κώστα Ι. Περδίκη
ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ ΛΟΓΟΥ & ΤΕΧΝΗΣ
Γράφει ο συγγραφέας λογοτέχνης κ. Κώστας Ι. Περδίκης
Βόλτα με τον θείο μου
Κρατώντας με απ’ το χέρι αρχίσαμε να κατηφορίζουμε την Ηρώδου Αττικού.
Αρχές Ιουλίου, με έναν καταγάλανο ουρανό πάνω μας και με εκείνο το φως, που έκανε τα πάντα να λάμπουν. Είχαμε ξεκινήσει σχετικά νωρίς για να προλάβουμε την πολλή ζέστη. Το πρόγραμμα εκτός από την ξενάγηση στο κέντρο, είχε και μπάνιο στο Φάληρο. Με τζόκεϊ, σορτσάκι και πέδιλα, έμπλεος χαράς, ανυπομονούσα για ό,τι καινούργιο θα ’βλεπα εκείνη τη μέρα.
Λίγο παρακάτω κάναμε την πρώτη μας στάση, για να μου δείξει το παλάτι του Βασιλιά. Δεν μου έκανε μεγάλη εντύπωση, απ’ τα τόσα πολλά που είχα διαβάσει στα παραμύθια αλλιώς το περίμενα. Οι εύζωνοι, όμως, που καμαρωτοί βημάτιζαν πάνω κάτω, στο πεζοδρόμιο μπροστά από την είσοδο, ήσαν πράγματι ζηλευτοί. Στα δεξιά μας και σ’ όλο το μήκος του δρόμου είχαμε τον Βασιλικό κήπο. Μέσα από τα ψηλά κάγκελα έμοιαζε με αληθινό δάσος. Οι φωνούλες των πουλιών και ο σαματάς από τα τζιτζίκια έφταναν μέχρι έξω.
Στο τέλος του δρόμου η ασπράδα από τα μάρμαρα του Σταδίου με θάμπωσε, καθώς τα έλουζε ο ήλιος. Ήταν όπως το είχα φανταστεί, τεράστιο. Απέναντι, απ’ την άλλη πλευρά της λεωφόρου, ο Δισκοβόλος πάνω στο βάθρο του, έμοιαζε ολοζώντανος, έτοιμος να πετάξει μακριά τον δίσκο. Τέλεια ομορφιά, όπως εκείνη του Ερμή, που είχα δει στο μουσείο της Ολυμπίας.
Θαυμάζαμε τα πέριξ, όταν ακούστηκε το καμπανάκι και από μπροστά μας πέρασε με θόρυβο το τραμ, που γύριζε απ’ το Παγκράτι, πηγαίνοντας προς το κέντρο. Δεν ανεβήκαμε, αλλά συνεχίσαμε με τα πόδια στο φαρδύ πεζοδρόμιο, πλάι στον κήπο. Ήταν στα κέφια του, άρχισε να μου σιγοτραγουδάει:
«Στο Ζάππειο μια μέρα περιπατούσα, συνάντησα μια νέα ξανθομαλλούσα».
Θα ’μουν, δεν θα ’μουν επτά χρονών.
Εκείνος περασμένα τα πενήντα, σχετικά ψηλός, κομψός, με ανοιχτά γαλάζια μάτια. Ένας τύπος έξω καρδιά. Ο θείος μου ο Μήτσος, αδελφός του πατέρα μου. Βίος και πολιτεία! Απόφοιτος της σχολής Ευελπίδων, πήρε μέρος σαν ανθυπολοχαγός στην Μικρασιατική εκστρατεία και η χάρη του έφθασε μέχρι το Εσκί Σεχίρ. Γύρισε, ευτυχώς, ζωντανός από κείνο τον χαμό, κουβαλώντας στη ψυχή του όλα όσα είδε και έζησε από κοντά.
Ο χαμένος πόλεμος και η καταστροφή τον σημάδεψαν, στάθηκαν καθοριστικά για την υπόλοιπη ζωή του. Παράτησε το στράτευμα και ξενιτεύτηκε στην Αφρική, στο τότε Βελγικό Κονγκό, αναζητώντας εκεί μακριά την τύχη του.
Φτωχός πήγε και φτωχός γύρισε.
Το μόνο που κατόρθωσε εκεί ήταν να βρει την Αρχοντία. Μια άσχημη και μεγαλύτερή του γυναίκα, που ο πατέρας μου και τα άλλα αδέλφια του δεν κατάλαβαν ποτέ τι της βρήκε και την παντρεύτηκε.
Αυτός που, αν πιστέψω τα λόγια μιας θείας μου, όταν ερχόταν με άδεια και βολτάριζε στην αγορά με τη στολή του εύελπι, ανύπαντρες και παντρεμένες τον κρυφοκοίταζαν από τις γρίλιες των παραθύρων. Δεν απόκτησαν παιδιά και μέχρι που πέθαναν ζούσαν πολύ φτωχικά σε ένα παλιό διώροφο νεοκλασικό, στην πλατεία Κουμουνδούρου. Παρ’ όλα αυτά όμως, ποτέ του δεν έχασε την αρχοντιά και το χιούμορ του.
Με κατεύθυνση το Ζάππειο, φτάσαμε στο πλατύ ξέφωτο και στρίψαμε δεξιά. Περάσαμε το μεγάλο σιντριβάνι και ανεβήκαμε τη φαρδιά σκάλα, με τις δυο τεράστιες γλάστρες στις άκρες της. Το κτίριο του Ζαππείου με τα μαρμάρινα σκαλιά, τις ψηλές κολώνες και το αέτωμα, μας παρουσιάστηκε μεγαλόπρεπο.
Στη μεγάλη αλάνα κόσμος πολύς έκανε τη βόλτα του και δεκάδες πιτσιρίκια, σαν και μένα, με ολοκαίνουργια ποδήλατα και πατίνια πέρναγαν με δαιμονισμένη ταχύτητα, κάνοντας ελιγμούς ανάμεσά μας. Πόσο ζήλεψα εκείνα τα παιδάκια με τα ποδήλατα και τα πατίνια.
Κάτσαμε μετά στην Αίγλη και ο θείος παράγγειλε καφέ και για μένα παγωτό. Η δροσερή του γλύκα στο χάρτινο κυπελλάκι, δυστυχώς, τέλειωσε πολύ γρήγορα και μου απόμεινε το ξύλινο κουταλάκι, να το γλύφω για πολύ ώρα μετά. Απέναντί μας, στο βάθος, ο Παρθενώνας άστραφτε στο πρωινό φως, πάνω στον βράχο.
Στο Σύνταγμα, στη μεγάλη άπλα μπροστά από τη Βουλή, χαζέψαμε τους φρουρούς του άγνωστου στρατιώτη, που έστεκαν ακίνητοι σαν μαρμαρωμένοι, έξω από τα μικρά τους φυλάκια.
Κοπάδια από περιστέρια πετούσαν από δω κι από κει τσιμπολογώντας λαίμαργα τα σπόρια απ’ τις χούφτες, όσων είχαν τον καημό να τους αποθανατίσει ο υπαίθριος φωτογράφος. Ο θείος, δοθείσης της ευκαιρίας, δεν παρέλειψε να μου επισημάνει ότι η Μεγάλη Βρετάνια ήταν το πιο μεγάλο ξενοδοχείο σ’ ολόκληρη τη χώρα.
Πήραμε ύστερα το τραμ, που πέρναγε μπροστά από την πύλη του Αδριανού, για να πάμε στο Παλιό Φάληρο. Στο τέρμα της λεωφόρου Συγγρού, λίγα μέτρα πιο πέρα άρχιζε η πλαζ. Με το που αφήσαμε κάτω τα πράγματά μας, έβαλα το μαγιό μου και ξαμολήθηκα στη θάλασσα.
Τόση ήταν η λαχτάρα μου να πέσω στο νερό, που πατώντας, απρόσεχτα, πάνω στα πράσινα μούσκλια γλίστρησα, με κίνδυνο να χτυπήσω πολύ άσχημα. Η μόλυνση του Σαρωνικού είχε ήδη από τότε αρχίσει. Ο θείος μου, συνειδητοποιώντας τι μπορούσα να είχα πάθει, συγχύστηκε ο φουκαράς τόσο πολύ, που του κόπηκε η όρεξη για μπάνιο. Τελικά, μπήκαμε μαζί στη θάλασσα, αλλά για λίγο.
Είχε μεσημεριάσει για τα καλά, όταν κατηφορίζοντας την Πανεπιστημίου μου έδειξε και μου είπε δυο λόγια για τα κτίρια που συναντήσαμε, την Ακαδημία, το Πανεπιστήμιο και τη Βιβλιοθήκη. Στο πεζοδρόμιο κόσμος πολύς ανεβοκατέβαινε βιαστικός, μπαϊλντισμένος από την πολλή ζέστη.
Περάσαμε έξω από το Σινεάκ και φτάνοντας στην Ομόνοια ανεβήκαμε στο τραμ, που από την Πειραιώς, όπως μου είπε, πήγαινε μέχρι το Ρουφ. Κατεβήκαμε στην πλατεία Κουμουνδούρου. Ούτε εκατό μέτρα από τη στάση, στην οδό Κριεζή 5, ήταν το σπίτι όπου έμεναν, με νοίκι.
Με το πού ξεκλείδωσε την εξώπορτα, άρχισε το δικό μου ψυχοπλάκωμα. Στο μισοσκόταδο, ανεβήκαμε την ξύλινη σκάλα που έτριζε στο κάθε μας βήμα, για τον πάνω όροφο. Η Αρχοντία, φορώντας τη μακριά της ρόμπα, με καλωσόρισε στο πλατύσκαλο με μια φωνή χοντρή, απ’ το τσιγάρο. Έδειχνε να με αγαπάει, αλλά εγώ δεν μπόρεσα ποτέ να πω το ίδιο για κείνη.
Όλα μέσα σε κείνο το σπίτι ήσαν μια παλιατζούρα. Περασμένες δόξες, έπιπλα, κουρτίνες, πίνακες. Βγήκα κατ’ ευθείαν στο μπαλκονάκι, που έβλεπε στην πλατεία και τουλάχιστον εκεί υπήρχε άπλετο φως. Μέχρι που σκοτείνιασε έμεινα εκεί να χαζεύω, κάτω, τ’ αυτοκίνητα και τον κόσμο.
Στη μέση της πλατείας, σε μια μεγάλη γούρνα με νερό, δεκάδες πιτσιρίκια πλατσούριζαν, τρελαμένα από χαρά, ενώ οι μανάδες τους, από τα κοντινά παγκάκια τους φώναζαν, σαν υστερικές, να προσέχουν. Λίγο πιο πέρα, πάνω από τις στέγες βλέπαμε το καμπαναριό της Αρμένικης εκκλησίας και ακούγαμε τις καμπάνες της.
Στο μπαλκόνι, την πιο πολλή ώρα, καθόταν μαζί μου κι ο θείος, λέγοντάς μου ιστορίες από το Κονγκό και ανέκδοτα, που με έκαναν να ξεκαρδίζομαι. Η Αρχοντία, παραμέσα, κοντά στο φως που έμπαινε από το του μπαλκόνι, πάλευε με τα ραψίματά της, καθότι μοδίστρα. Μπήκα μέσα όταν ήταν η ώρα να γευτώ τα εδέσματά της, άλλη μια πονεμένη ιστορία για μένα…Έκανα υπομονή να τελειώσει κι αυτό το μαρτύριο και να πάω αμέσως μετά για ύπνο.
Το ξύπνημα της επόμενης μέρας θα μου ξανάφερνε την καλή μου διάθεση. Όσο κι αν λάτρευα τον θείο μου, ήταν αδύνατον να μείνω κι άλλο σε κείνο το σπίτι. Ο μεγάλος μου ξάδελφος και οι παρέες του, τα μπάνια, το σινεμά, αλλά και η κατασκήνωση μετά από λίγο, με περίμεναν στην Ελευσίνα.
Πρωί-πρωί μάζεψα τα μπογαλάκια μου, ασπάστηκα την Αρχοντία, που μου κλαψούριζε να μείνω μαζί τους, λίγο ακόμη και πήγαμε στην πλατεία, στην αφετηρία των λεωφορείων της Ελευσίνας. «Α ρε μπαγάσα μου φεύγεις», μου πέταξε καθώς με αγκάλιαζε, «του χρόνου θα σε ξαναδώ». Βούρκωσα, κατάλαβα πόσο πολύ τον αγαπούσα…
Ανέβηκα και έπιασα θέση κοντά στο παράθυρο. Εκείνος, από κάτω, περίμενε μέχρι να ξεκινήσουμε. Του έκανα με το χέρι μου αντίο. Πριν το λεωφορείο στρίψει στην Πειραιώς, πρόλαβα να τον δω από πίσω, καθώς έφευγε. Μου φάνηκε, βαρύς, σαν να μην ήθελε να γυρίσει γρήγορα σε κείνο το παλιό, το σκοτεινό σπίτι…