‘Ενα ωραίο διήγημα του συνεργάτη μας συγγραφέα λογοτέχνη Κώστα Ι. Περδίκη
‘Ενα ωραίο διήγημα του συνεργάτη μας συγγραφέα λογοτέχνη Κώστα Ι. Περδίκη
Το φίδι
Η άνοιξη είχε μπει για τα καλά.
Το περασμένο βράδυ, από νωρίς, είχε ρίξει μια σύντομη μπόρα. Η επομένη, όμως, ξημέρωσε εντελώς διαφορετική. Ένας λαμπρός ήλιος ξεμύτισε από την κορυφή της Βουνούκας, υποσχόμενος μια εξ ίσου λαμπρή μέρα.
Ήταν Κυριακή.
Ο πατέρας, όπως πάντα, είχε σηκωθεί πρώτος. Ξυρίστηκε, ετοιμάστηκε και πήρε την ανηφοριά για τον Άγιο Σπυρίδωνα. Κάθε Κυριακή εκκλησιαζόταν ανελλιπώς, φορώντας τα καλά του ρούχα και την ακριβή του γκρι ρεπούμπλικα.
Η μητέρα ετοίμασε σβέλτα το φαϊ για το μεσημέρι, κατσικάκι με πατάτες στο ταψί και το μόνο που είχε να κάνει, αργότερα, ήταν να το ψήσει στη μπουγάνα[1]. Ήρθε για να με ξυπνήσει, δείχνοντας να έχει πολύ καλή διάθεση.
«Για σήκω», μου λέει, «Σήμερα με τέτοια μέρα και μετά τη χθεσινή βροχούλα, θα σκαρίσανε τα σαλίγκια[2]. Τι λες πάμε μια βόλτα στο αμπέλι, μπας και βρούμε μερικά»; Μου μίλαγε για τα άσπρα σαλίγκια, εκείνα τα μεγάλα, που βγαίνανε κάθε χρόνο, τέτοια εποχή, σε χαλικωτά συνήθως μέρη και έκαναν πολύ νόστιμο μεζέ. Καμιά σχέση με τα άλλα, τα σκούρα, που τα βρίσκεις παντού, αλλά είναι βρώμικα και δεν τρώγονται.
Αφήσαμε την αδελφή μου να τεμπελιάζει, χουζουρεύοντας κάτω από τα ζεστά της σκεπάσματα και ξεκινήσαμε για το αμπέλι μας.
Στο πλάι της μακριάς πλευράς του αμπελιού πέρναγε η Ξεροχωρίτικη γράνα[3]. Για μερικούς μήνες του χρόνου κατέβαζε νερό, ενώ τους υπόλοιπους ήταν εντελώς ξερή. Εκεί που τέλειωναν τα κλίματα άρχιζε απαλά να ανηφορίζει η όχθη, στρωμένη με μικρά χαλίκια, που ανάμεσά τους ξεφύτρωναν τα καινούργια βλαστάρια των καλαμιών.
Πήγαμε προς τα κει, περνώντας ανάμεσα από τα κλίματα, με προσοχή να μη χαλάσουμε τα τρυφερά “μάτια”, που μόλις είχαν ανοίξει, ύστερα από το κλάδεμα. Η μητέρα βάδιζε μπροστά και πίσω της ακολούθαγα εγώ κρατώντας μια κανίστρα.
Φθάνοντας στην αρχή της όχθης, η μητέρα για να βοηθηθεί λιγάκι στο ανέβασμα, πιάστηκε από μια ψηλή μαραθιά. Ένα παράξενο σσσσσς ακούστηκε τότε. Θα ’ναι ιδέα μου θα σκέφτηκε και κούνησε ξανά τη μαραθιά. Ένα πιο δυνατό, αυτή τη φορά, σσσσσς ακούστηκε, μαζί με τη τρομαγμένη κραυγή της.
«Φίιιιιιδι».
Με το που ακούω εγώ φίδι, πηδώντας πάνω από τα κλίματα, σαν άλτης του ύψους, σκαπετάω[4] την άλλη στιγμή τριάντα τουλάχιστον μέτρα μακριά, φωνάζοντας έντρομος στη μητέρα μου να φύγει από κει. Εκείνη, κάπως διστακτική, με άκουσε και ήρθε κοντά μου.
Είδαμε, τότε, στο γειτονικό μας χωράφι ένα παιδί πιο μεγάλο από μένα, γύρω στα δεκάξι, που είχε φέρει τις δυο γίδες του για βόσκημα. Η μητέρα μου κάνοντάς του νόημα του φώναξε.
«Γεια σου ρε λεβεντόπαιδο. Έχεις τα κότσια να σκοτώσεις ένα φίδι, γιατί εγώ φοβάμαι»; Το παιδί δεν της απάντησε, αλλά σε λίγο το είδαμε να μας πλησιάζει κρατώντας στο χέρι του μια μακριά φουρκάδα[5]. «Που είναι ρε θεια το φίδι»; Ρώτησε τη μητέρα μου. Εκείνη του ’δειξε τη μαραθιά και πήγανε οι δυο τους προς τα κει. Εγώ από την τρομάρα μου, για σιγουριά, έμεινα αρκετά πιο πίσω. Πλησιάζοντας το παιδί έπιασε τη μαραθιά και την κούνησε με δύναμη.
Και τότε το είδαμε.
Ήταν μια μεγάλη δεντρογαλιά, πρασινοκίτρινη, αγουροξυπνημένη, κάπως, από τη νάρκη της. Άρχισε να σέρνεται αργά, αργά ανηφορίζοντας την όχθη, που εκείνη την ώρα την ζέσταινε ο πρωινός ήλιος.
Το παιδί σήκωσε ψηλά τη φουρκάδα και ήταν έτοιμο για το πρώτο κτύπημα, όταν η μητέρα μόλις που πρόλαβε να του φωνάξει. «Όχι, άστο, μην το σκοτώνεις» και συνέχισε για να δικαιολογηθεί «είναι τόσο όμορφο και δεν είναι από τα κακά φίδια».
Εκείνο παραξενεμένο, κάπως, της έκανε το χατίρι. Κατέβασε ήσυχα τη φουρκάδα και την πέταξε πιο πέρα. Το φίδι συνέχισε με το πάσο του να ανεβαίνει όλο και πιο πάνω στην όχθη, μέχρι που το χάσαμε. Ούτε που έδωσε καμιά σημασία στην παρουσία μας.
Δεν θυμάμαι αν μετά συνεχίσαμε να ψάχνουμε για σαλίγκια ή αν γυρίσαμε με την κανίστρα αδειανή. Ένα όμως είναι το σίγουρο. Από τότε μου έμεινε ο τρόμος για τα φίδια.
Τις λίγες φορές, που έτυχε να ξαναδώ φίδι η τρομάρα μου ήταν ίδια και απαράλλακτη με την πρώτη. Ακόμα και στο άκουσμα της λέξης “φίδι” φρικάρω. Ο συνδυασμός αυτών των δυο συλλαβών, φι και δι, βγάζει για μένα έναν ήχο, που μου κόβει τα ήπατα.
Υπάρχει, όμως και ένα φίδι, που δεν με τρομάζει κι ας είναι τεράστιο. Κάθε άλλο μάλιστα. Είναι εκείνο το πολύχρωμο, το φανταχτερό, που ο Μέγας Αλέξανδρος κατορθώνει στο τέλος να το σκοτώσει. Το συμβάν λαμβάνει χώρα , στο θρυλικό πλέον έργο “Ο Μέγας Αλέξανδρος και ο κατηραμένος όφις”, που παίζεται και ξαναπαίζεται για μικρούς και για μεγάλους στον φωτισμένο μπερντέ του Καραγκιόζη…
[1] μπουγάνα = μεταλλική γάστρα
[2] σαλίγκια = σαλιγκάρια
[3] γράνα = ρέμα
[4] σκαπετάω = φεύγω μακριά
[5] φουρκάδα = ξύλο για στήριξη φυτού, κ.λ.π.