Δύο ποιήματα του συμπολίτη Οδοντίατρου Γιώργου Σταθόπουλου από το νέο βιβλίο του
Το ταξίδι μας
Πλέουμε στη θάλασσα των αναμνήσεων,
αγκυροβολώντας στους όρμους των σκέψεων.
Αναμασώντας διάφορες θεωρίες, προχωρούμε,
ξετυλίγοντας τις πτυχές των ίσκιων.
Και συνεχίζουμε να πλέουμε,
με τη γεύση της ομίχλης στο στόμα
και με οδηγό τον πολικό αστέρα,
ψάχνουμε το αδύνατο σημείο του σκότους.
Σημείο απ’ όπου μετά την διάρρηξη του,
άπλετο φως θα ξεχυθεί παντού,
φως που θα γίνει πυξίδα
και σκοπός της ζωής μας.
Τυλιγμένο μέσα σε χρυσή αχλή,
θα ανακαλύψουμε να προβάλλει,
μέσα από τα κεραυνοστολισμένα σύννεφα,
με ύμνους αγγέλων, το θείο χέρι.
Χέρι, που προσπαθεί με το τεντωμένο του δάχτυλο,
να ακουμπήσει το δικό μας.
Και τότε μέγα ρίγος θα διαπεράσει την ύπαρξή μας
και η καρδιά μας θα πάλλει με τη μεγίστη της ταλάντωση.
Σπέρνουμε τη ζωή μας σε χωράφια άγονα, με γεύση αλμύρας,
προσπαθούμε να αιχμαλωτίσουμε στη χούφτα μας το φως
και να σταματήσουμε το χρόνο στην επιθυμητή στιγμή,
μα πάντα μας ξεφεύγουν στο συνεχές μας ονειροπόλημα.
Βλέπουμε τις λέξεις να διαλύονται σε γράμματα,
στη σύγκρουση του είναι με τα πρέπει
και προσπαθώντας να πιαστούμε απ’ αυτές,
γλιστράμε στο χάος πιασμένοι χέρι-χέρι.
*********************************************************
Αναμνήσεις αγάπης
Αγαπημένη μου συνταξιδιώτισσα,
πολλοί τόποι μ’ εντυπωσίασαν,
μα πιο πολύ αυτοί που συνδέονται με μαγικές στιγμές,
στιγμές που μας συντρόφευσαν.
Θυμάσαι στη πόλη Φω ντο Ιγκουασού
ένα πουλί τουκάν που κρατούσε το ίσιο,
χτυπώντας το μεγάλο του ράμφος,
σ’ ένα της ζούγκλας κλαδί.
Ταυτόχρονα ένα πουλί κολίμπρι, πετούσε
και ενώ πάγωσε τη ροή του χρόνου,
αψηφώντας το θάνατο,
έμοιαζε σα να τραγουδούσε.
«Στη πόλη του Ιγκουαζού,
είσαι το πιο λαμπρό μπιζού.
Στη γλώσσα των Γκουαρανί,
είσαι το χρώμα τ΄ ουρανί.»
Θυμάσαι, όταν πλέαμε τον Κίτρινο Ποταμό
και έσκυψες να πιάσεις, το αγορασμένο,
από παραπλέοντα βαρκάρη,
σκαλισμένο σε μπαμπού, άγαλμα.
Στο κάδρο του τοπίου, έμοιαζες με νεράιδα,
όταν το αεράκι που φυσούσε νωχελικά,
σου ανακάτεψε τα μεταξένια σου μαλλιά
και το πρόσωπο σου φωτίστηκε μ’ ένα φως παράξενο.
Μεγάλες χαρές μου έδωσες, πολλές,
μα οι μικροχαρές είναι οι πιο μεγάλες
και μακάρι να τις μοιραζόμαστε πάντα,
γιατί χαρές που δεν μοιράζονται, δεν είναι χαρές.