Το ποίημα της Κυριακής : Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΙΓΚΑΣ *** Γράφει η Καλλιόπη Ι. Δημητροπούλου Φιλόλογος, συγγραφέας
Το ποίημα της Κυριακής
Γράφει η Καλλιόπη Ι. Δημητροπούλου
Φιλόλογος, συγγραφέας
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΙΓΚΑΣ
Ο Γιάννης Στίγκας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977. Σπούδασε ιατρική. Εμφανίστηκε στην ποίηση το 2004 με την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο “Η αλητεία του αίματος”. Έχει συνεργαστεί με διάφορα περιοδικά. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, γερμανικά, αγγλικά, βουλγάρικα και σέρβικα.
“Σε μια εποχή λογοτεχνικής φλυαρίας και, παρά την κρίση, εκδοτικής υπερπαραγωγής, κατά την οποία πολλοί «μπαίνουν αξύριστοι στην ποίηση να βόσκουν τα σκοτάδια τους» [«Μεγάλο μποτιλιάρισμα από τις δύο μεριές του τρόμου» (Ισόπαλο τραύμα)], ο ποιητής Γιάννης Στίγκας έκανε το μεγάλο βήμα, απόλυτα προπαρασκευασμένος και σαν έτοιμος από καιρό. Ο φόβος και ο τρόμος στο λαβύρινθο του χρόνου, η αγωνία και ο πανικός ως συνώνυμα της ζωής, ξεχειλίζουν από τις βαρυφορτωμένες βαλίτσες του, γεμάτες από τις πιο μαύρες και, γι’ αυτό, βαθιά ανθρώπινες σελίδες της παγκόσμιας ποίησης…” γράφει ο Αριστοτέλης Σαΐνης.
Ας μελετήσουμε δύο ποιήματα του Γ. Στίγκα
ΜΕΓΑΛΟ ΜΠΟΤΙΛΙΑΡΙΣΜΑ
ΚΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΥΟ ΜΕΡΙΕΣ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ
Έτσι όπως μπαίνουν όλοι τους
αξύριστοι στην ποίηση
να βόσκουν τα σκοτάδια τους
και καρδαμώνει η συμφορά
το λίγο λίγο τρώει τα θεμέλια
εγώ κορνάρω βέβαια
Τον Όμηρο τον κάνανε
χιλιάδες ξοφλημένα σύννεφα
έχω μεγάλη δυσκολία να χρυσώσω την πνοή
ευτυχώς που υπάρχεις κι εσύ
δηλαδή το κασκόλ σου
μαγκωμένα γερά
στα γρανάζια της πόλης
για να σ’ έχουμε εδώ
με ξενύχτια
κι ό,τι άλλο αιχμηρό
να ανοίγουμε τρύπες στο γέλιο σου
και να παίρνουμε
ολόχρυσες τζούρες
ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΠΟΥ ΧΑΙΡΕΤΑΙ ΤΟΥΣ ΑΦΡΟΥΣ ΤΗΣ
Τη φωνή μου ρε
κι ας μην έχω να φάω
γιατί είναι ωραία η παλινδρόμηση των σωμάτων
(από τον ενικό στον πληθυντικό τους
κι αντίστροφα)
ωραίο το γεφύρωμα των πνοών
(σαθρό ή στέρεο – αδιάφορο τι –
διπλά ωραίο για την αδιαφορία του)
ωραίο αίνιγμα τα λουλούδια
Αλλά θα ’ρθουν καιροί
με στυφά δευτερόλεπτα
να ερημώσουν την όραση
να την κάνουνε Σιβηρία
Αυτά, για όσους ταξιδεύουνε προς το θέρος
Οι υπόλοιποι, θα την πάθουμε αλλιώς
Μια μέρα
κάποιος θα βρει ένα ξέφτι στον ουρανό
θα το τραβήξει και
θα πέσουν όλα τα ποδήλατα των αγγέλων
όλα
το εννοώ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Γ. ΣΤΙΓΚΑ
Ο Πέτρος Γκολίτσης γράφει: “Πρόκειται για μια ποίηση εν βρασμώ, όχι δηλ. του αποστάγματος και της περισυλλογής (βλ. ενδεικτικά αυτή του Γ. Σεφέρη), σίγουρα μια ποίηση όχι της απομόνωσης και της άγονης εσωστρέφειας (της γραμμής Καρυωτάκη), αλλά μια ποίηση κατεβασμένη στο δρόμο και στην ιστορία, στον «δρόμο προς το περίπτερο» του σύγχρονου αστικού μας τοπίου. Μια ποίηση που κινείται πέρα από τις γνωστές συνταγές της συντεχνίας, κομίζοντας κάτι καινούργιο, που στις καλύτερες της στιγμές κινεί άμεσα την ύπαρξη σαν κραδασμός που ταυτόχρονα όμως δροσίζει −τελετουργώντας αστικά, εκεί που η εκκλησιά είναι ο ίδιος ο δρόμος και η γειτονιά− βγάζοντας ακαριαία έναν «σκοπό» που ξεπηδά αυτόματα ως «τραγούδι». Στίχοι που γράφονται ως γκράφιτι στους τοίχους των χαμόσπιτων και των εγκαταλειμμένων πλέον βιοτεχνικών χώρων. Έτσι ξαναβρίσκει και ενεργοποιεί το κινητήριο νεύρο της γλώσσας (ο Στίγκας είναι παρεμπιπτόντως νευρολόγος), το οποίο συντονισμένο με τον παλμό της εποχής, γκρεμίζει την τρέχουσα κατεστημένη «συντεχνιακή» πρακτική και μας επανα-εντάσσει στα γνήσια ποιητικά ρεύματα των προηγούμενων μας ποιητών, ξεκινώντας και πιάνοντας από την αρχή τον ποταμό και τους παραπόταμους, ας το επαναλάβουμε πιο αναλυτικά εδώ, από τη μια των Κάλβου, Καρούζου, Σινόπουλου, και εν μέρει της Μαστοράκη, και από την άλλη τη γραμμή των δημοτικών τραγουδιών, του Παλαμά, του Σικελιανού, αλλά και του Βάρναλη, κατορθώνοντας κάτι νέο, αλλά και «επικαιροποιημένο», πατώντας ταυτόχρονα σε διεθνείς κομβικές ποιητικές στιγμές όπως αυτές του Ντύλαν Τόμας και του Πάουλ Τσέλαν, πάντοτε ενδεικτικά.”
Γράφει ο Ε. Μύρων:
“Γράφει με το αίμα του να βράζει και την ποίησή του να μαρσάρει. Κι ο στίχος του που έγινε graffiti σε τοίχο της Αθήνας
“Τη φωνή μου ρε
Κι ας μην έχω να φάω”
Η ποίηση, η αληθινή ποίηση, νομίζω περισσότερο από κάθε άλλη τέχνη, στοχεύει κατευθείαν στο γνήσιο – εκεί μονάχα ανασαίνει. Ο ποιητής βιώνει την ανθρώπινη μοίρα «ποιητικά», περιφέρει την αγωνία του στην ουσία των πραγμάτων, ψάχνει θεούς και δαίμονες για να τους αναποδογυρίσει. Βουτηγμένος στο αίνιγμα αναζητάει την υπέρβαση. Δεν φωτογραφίζει τον Κόσμο, τον μεταμορφώνει καθαρίζοντας την αλήθεια του μέσα στην αποσπασματικότητά του. Η Ποίηση έχει μια διάπυρη διάρκεια· σπάζοντας τα όρια που θέτει η αιτιοκρατία ανοίγει χώρο για το απρόοπτο και το άλογο έτσι ώστε να αποφορτιστεί το αδιέξοδο μέσω της απαγκίστρωσης από το Εγώ.”