*Ο λόφος του Άη – Δημήτρη* Ένα ωραίο κείμενο με λογοτεχνικές πτυχές από τον συνεργάτη μας κ. Νίκο Τσούλια
Ο λόφος του Άη – Δημήτρη
Του συνεργάτη μας εκπαιδευτικού και συγγραφέα Νίκου Τσούλια
«Εσύ μπορείς να πας τα βράδυ μοναχός σου στον Άη- Δημήτρη»; Ήταν η πιο ηρωική ερώτηση που έπεφτε στην πιτσιρικαρία για όποιον έκανε τον παλικαρά και δεν φοβόταν τον διάβολο και τα ξωτικά. Αυτοί που έκαναν ότι είχαν μεγαλώσει έπρεπε να αποδείξουν ότι μπορούν να πάνε βράδυ σε μέρη που άκουγαν (μάλλον που νόμιζαν ότι άκουγαν) από τους μεγάλους ότι «βαστάει».
Ακόμα και στον κεντρικό δρόμο που έβγαζε από το χωριό στη δημοσιά για τη στάση του λεωφορείου στο μέρος που υπήρχε η θεόρατη βελανιδιά και δημιουργούσε τα βαθιά σκοτάδια ακόμα και όταν είχε φεγγαράδα, έτρεχαν του σκοτωμού από το φόβο τους κοπανώντας και τα πόδια τους στο χαλίκι για να κάνουν δυνατούς κτύπους μην τυχόν και άκουγαν κανέναν άλλο ήχο και κοβότανε η ανάσα τους από την τρομάρα.
Ο λόφος του Αη – Δημήτρη ήταν το άβατο για τα παιδιά του σχολείου με τις τόσες και τόσες ιστορίες που έπλαθαν μόνα τους ότι δήθεν κάπου άκουσαν να το λένε κρυφά. Έκαναν πλάκα οι μεγάλοι, αλλά πού να πάρουν χαμπάρι οι μικροί. Ίσως γιατί εκείνες τις εποχές οι μικροί δεν ήσαν μικροί, γιατί ήταν ζυμωμένοι με πολλές δουλειές.
Ήταν και κάτι άλλο που είχε δημιουργήσει τα παιδικά φαντάσματα. Στον Άη – Δημήτρη δεν γινόταν ποτέ λειτουργία παρά μόνο όταν γιόρταζε. Ακόμα και στις κηδείες η λειτουργία γινόταν στον Αη – Χαράλαμπο και μετά τους πήγαιναν στο νεκροταφείο. Μόνο τις μανάδες τους έβλεπαν να πηγαίνουν κατά καιρούς κατά εκεί. Ήταν το μόνο μέρος που δεν απλωνόταν η πιτσιρικαρία ακόμα και στα πιο φευγάτα παιχνίδια.
Τα πράγματα άλλαξαν στο μικρό χωριό όταν το νερό του μακρινού ποταμιού άρχισε να ανεβαίνει και να πλημμυρίζει όλα τα μέρη που ήταν τα ποτιστικά χωράφια και τα σταφιδάμπελα. Ποτέ δεν είχαν φανταστεί ότι το χωριό τους θα γινόταν παραλίμνιο, ότι θα το έζωνε το νερό γύρω – γύρω αφήνοντας τους λόφους σαν μοναχικούς μάρτυρες των παλιών καιρών. Οι κάτοικοι πήραν των ομματιών τους και τράβηξαν σε άλλη γη, σε άλλα μέρη.
Το χωριό δεν ερήμωνε σαν τα άλλα χωριά, σιγά – σιγά με το φευγιό των νέων προς τη μεγάλη πρωτεύουσα για να φτιάξουν τη ζωή τους. Η ερήμωσή του ήταν απότομη. Έφυγαν όλοι, νέοι και μεγάλοι. Κάποιοι λιγοστοί απέμειναν για να βαστάνε τις θύμησες ζωντανές, για να υπάρχει λίγη ζωή. Τα περισσότερα σπίτια ερήμωσαν, τα έτρωγε η κακοκαιρία και η μοναξιά.
Τα καλοκαίρια ξαναποκτούσε λίγη κίνηση, αλλά με το που πέρναγε της Παναγίας το χωριό ξαναερήμωνε ακολουθώντας το μοιραίο δρόμο. Καφενεία δεν υπήρχαν από τότε. Δύο – τρεις βοσκοί ξέμειναν γιατί τα βοσκοτόπια ήταν ελεύθερα, αφού οι λιγοστές περιουσίες στις πλαγιές των λόφων γινόσαντε ένα με τους λόγγους. Τους χωριανούς τους «συναντούσες» πια στον Άη – Δημήτρη. Εκεί έκανες τη βόλτα ανάμεσα στα μνήματα και κοντοστεκόσουνα για να διαβάζεις την ηλικία των θανόντων και έκανες κάποια μικρή αφήγηση, αφού η μνήμη είχε το πάνω χέρι.
«Ξέρεις, εδώ θέλω να με φέρουνε», γύρισε και μου είπε απότομα ο κυρ – Νίκος, ο θείος μου, «δεν ξέρω τι θα κάνετε εσείς οι νεότεροι, εγώ εδώ θα αναπαυτώ. Έχεις δει πώς είναι τα νεκροταφεία στην Αθήνα, ο ένας πάνω στον άλλον, χαμός, μια ατέλειωτη νεκρόπολη. Εδώ δεν σε πειράζει κανένας, έχεις το χώρο σου. Βλέπεις πόσο όμορφα είναι… Από τη μια πλευρά προς την ανατολή βλέπεις τον Ερύμανθο και γύρω – γύρω από το λόφο απλώνεται το νερό της λίμνης. Έχω προσέξει ότι τα βραδάκια ο ήλιος που βασιλεύει καθρεφτίζεται στης λίμνης τα νερά και απλώνει τα πορτοκαλιά του χρώματα παντού… Λίγο το έχεις να ξέρεις από τα πριν ότι θα έχεις αυτές τις μαγευτικές εικόνες να σε συνοδεύουν πάντα… Και αυτοί που θα έρχονται να ανάψουν κανένα κεράκι, θα βλέπουν την ομορφιά του τόπου γύρω τους και δεν θα πιάνεται η ψυχή τους»…
Χρόνια και χρόνια αρκετά μετά από την επιθυμία του θείου μου πάω προς τα εκεί και κάνω τις γνωστές βόλτες ανάμεσα στα μνήματα. Κάθομαι εκεί στα ριζά της παλιάς εκκλησίας του Άη – Δημήτρη και απλώνω το βλέμμα μου πότε προς την ανατολή του Ερύμανθου και πότε προς τη δύση της λίμνης και ηρεμεί ο πόνος της απώλειας των δικών μου ανθρώπων και των χωριανών μου.
Εκείνο το καλοκαίρι του 2015 πρόσεξα κάτι άλλο. Κοίταζα και ξανακοίταζα την εικόνα της καινούργιας εκκλησίας του Άη – Δημήτρη, που ήταν αντίγραφο της παλιάς εκκλησίας. Μου κόλλησε αυτή η εικόνα, με πήγε πολύ μακριά στο παρελθόν. Ναι, αυτό είναι. Όταν ζητούσε ο δάσκαλος να ζωγραφίσουμε κάτι, οι περισσότεροι σαν να είμαστε συνεννοημένοι φτιάχναμε ένα εξωκκλήσι πάνω σε ένα λόφο, με ένα κυπαρίσσι δίπλα στην πόρτα του και έναν δρόμο να σέρνεται από την πόρτα του προς το χωριό. Ναι, ήταν ο λόφος του Άη – Δημήτρη.