Η Μεγάλη Εβδομάδα των Παθών μέσα από τις τοιχογραφίες βυζαντινών ναών της Σερβίας *** Γράφει η Κωνσταντίνα Νικολακοπούλου, Αρχαιολόγος
Η Μεγάλη Εβδομάδα των Παθών μέσα από τις τοιχογραφίες βυζαντινών ναών της Σερβίας
Γράφει η Κωνσταντίνα Νικολακοπούλου, Αρχαιολόγος
Το Πάσχα, η Μεγάλη Εβδομάδα των Παθών, η περιγραφή του Θείου Πάθους, η σημαντικότερη στιγμή του Χριστιανισμού, κατά την οποία συντελείται το συγκλονιστικό πέρασμα από το θάνατο και την αμαρτία, στη ζωή και τη λύτρωση, δεν ήταν δυνατό να αφήσει ανεπηρέαστη την τέχνη και μάλιστα την εκκλησιαστική ζωγραφική.
Κάθε ορθόδοξη εκκλησία έχει αποτυπωμένα στους τοίχους της τα Θεία Πάθη. Κάθε πιστός έχει τη δυνατότητα με την είσοδό του στο ναό, να διαβάσει την ιστορία του Θείου Παιδιού, του Σωτήρα του κόσμου, μέσα από τις ζωγραφικές συνθέσεις των τοίχων. Η ζωγραφική άλλωστε ήταν πάντα η πιο προσιτή από τις τέχνες αφού γίνεται πιο εύκολα κατανοητή.
Θα προσπαθήσουμε να ζήσουμε τη συναρπαστική εμπειρία της βίωσης των σκηνών της πιο συγκλονιστικής ιστορίας του κόσμου, μέσα από τις τοιχογραφίες τεσσάρων βυζαντινών εκκλησιών που βρίσκονται στη Σερβία. Οι τοιχογραφίες που κοσμούν τους ναούς της Σερβίας και μάλιστα της περιόδου 1204-1261 θεωρούνται αριστουργήματα και αποτελούν σταθμό για τη μεταγενέστερη ζωγραφική τέχνη.
Θα δούμε τη μονή της Στουντένιτσα, που είναι αφιερωμένη στην Παναγία, την
εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα στο Νέρεζι, το Καθολικό της Μιλέσεβα και τέλος το ναό του Αγίου Γεωργίου στο Κουρμπίνοβο.
Η μονή της Στουντένιτσα χτίστηκε ανάμεσα στα 1183 και 1191 από τον Στέφανο Νεμάνια, τον ιδρυτή της δυναστείας των Νεμανιδών. Πρόκειται για σταυρόσχημη τρουλαία βασιλική με Ρωμανικές επιδράσεις. Σύμφωνα με τη μαρτυρία των επιγραφών που δθασώθηκαν, ο παλαιότερος ζωγραφικός διάκοσμος του ναού ανάγεται στα χρόνια 1208-1209 κι έγινε από τον Έλληνα ζωγράφο Νικόλαο, που προέρχεται είτε από την Κωνσταντινούπολη είτε από τη Θεσσαλονίκη. Στη φάση της τοιχογράφησης αυτής ανήκει η «Σταύρωση» στο δυτικό τοίχο. Ο Χριστός υψώνεται νεκρός στο βαρύ σταυρό. Κάτω από το σταυρό η Παναγία με τις γυναίκες της συνοδείας Της, σε στάση αξιοπρέπειας, θρηνεί πικραμένη, ενώ ο Ιωάννης από την άλλη πλευρά αντέχει τη λύπη σεμνός. Με φωτοστέφανο ο εκατόνταρχος, έχοντας πίσω του τους Ιουδαίους, μαρτυρεί την αλήθεια του Υιού του Θεού. Το τείχος της Ιερουσαλήμ στο βάθος δηλώνει τη διάκριση μεταξύ πνευματικού και γήινου κόσμου. Σε μικρή κλίμακα αποδίδονται οι προσωποποιήσεις της εκκλησίας- Καινής Διαθήκης και της Συναγωγής- Παλαιάς Διαθήκης, την οποία απομακρύνει ο άγγελος. Ο Μωυσής και ο Ησαΐας με ειλητάρια στις άκρες της παράστασης και οι άγγελοι στο πλάι του σταυρού εντείνουν το νόημα της σταύρωσης. Η σκηνή είναι ιστορημένη με εξαίρετη συμμετρία μνημειακού ιερατικού χαρακτήρα και θεοπρεπή ευγένεια πάθους, στο βαθύ γαλάζιο διάστικτου με χρυσά άστρα ουρανού. Ο ζωγράφος έχει κατορθώσει μέσα από την ήρεμη στάση των μορφών να αποδώσει το θείο δράμα. Παραστατικά αποτυπώνεται στην εικόνα η στιγμή της θυσίας και του θορύβου.
Μετά τη σταύρωση και το πέρασμα του Θεανθρώπου στον κόσμο των νεκρών ακολούθησε η αποκαθήλωση. Τα Σώμα του Χριστού κατέβηκε από το Σταυρό προκειμένου να ενταφιασθεί. Η σκηνή αποδίδεται αριστοτεχνικά στο ναό του Αγίου Παντελεήμονα στο Νέρεζι. Πρόκειται για ναό σταυροειδή εγγεγραμμένο, πεντάτρουλο με νάρθηκα. Αγιογραφήθηκε σύμφωνα με τη χαρακτή κτητορική επιγραφή το 1164 και αποτελεί σταθμό στην ιστορία της Κομνήνειας ζωγραφικής, αφού περιέχει εν σπέρματι όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που θα εξελιχθούν στις βασικές τεχνοτροπίες των δύο τελευταίων δεκαετιών του 12ου αιώνα. Για πρώτη φορά εδώ εκφράζεται πληρέστερα ο ανθρώπινος πόνος, οι μορφές εξανθρωπίζονται. Ξεφεύγουμε από την αυστηρότητα των μορφών του 11ου αιώνα. Η οδύνη διαφαίνεται στα πρόσωπα στο μέτρο πάντα που επιτρέπει ο υπερβατικός χαρακτήρας της βυζαντινής ζωγραφικής.
Όλα αυτά τα νεόφερτα χαρακτηριστικά συναντάμε στην υπέροχη «Αποκαθήλωση», στη δυτική πλευρά της βόρειας κεραίας του ναού. Η παράσταση αποδίδεται λιτά. Συμμετέχουν μόνο τα κύρια πρόσωπα του δράματος μέσα σε γαλάζιο κάμπο. Στη σιγή του γαλάζιου, το πάθος τονίζεται πιο πολύ. Ο ευσχήμων Ιωσήφ στη σκάλα κατεβάζει το άχραντο Σώμα του Ιησού, που άκαμπτο βαραίνει στα γεροντικά χέρια. Το υποβαστάζει η Θεοτόκος, που του φιλεί με οδύνη το πρόσωπο, ενώ ο Ιωάννης Του ασπάζεται το χέρι. Ο Νικόδημος κάτω αφαιρεί από τα καθηλωμένα στο σταυρό πόδια, τα καρφιά. Το βλέμμα του Ιωσήφ στον πιστό τον καθιστά κοινωνό της σκηνής. Με λεπτό λυρικό αίσθημα και βαθύ ανθρώπινο πόνο τελείται η Αποκαθήλωση, την οποία ακολουθεί στη βόρεια πλευρά της βόρειας κεραίας ο «ενταφιασμός» που συνυφαίνεται με τον «επιτάφιο θρήνο». Τα πρόσωπα της Παναγίας και του Αγίου Ιωάννου ακόμη και των αγγέλων που πετούν στον ουρανό είναι αλλοιωμένα από τη θλίψη. Κεντρική μορφή στη σύνθεση είναι ο Χριστός, τον οποίο κρατεί στη νεκρική σινδόνη, πεσμένη στο έδαφος η Παναγία που τον φιλεί και σπαράζει. Δάκρυα αυλακώνουν το πρόσωπό της. Στη μέση ο Ιωάννης προσκυνεί και ασπάζεται το χέρι του Ιησού ενώ γονατισμένοι δεξιά, ο Ιωσήφ Αριμαθαίας και ο Νικόδημος ανακρατούν ευλαβικά τα πόδια. Η απέραντη ερημιά του πόνου κατέχει τα σύμπαντα. Η τοιχογραφία του Νέρεζι αποδίδει την ελεγεία του θρήνου για τον Χριστό με πρωτόγνωρο πάθος και φιλανθρωπία ανείπωτη.
«Ένας τάφος διερράγη σαν κρατήρας ηφαιστείου και τα πάντα πεπλήρωται φωτός» . Ο μονόχωρος σταυρικός με τρούλο ναός της Ανάληψης στη μονή της Μιλέσεβα, ιδρύθηκε από τον Στέφανο Βλαδισλάβο για να συμπεριλάβει τον τάφο του. Η πιο εντυπωσιακή σύνθεση στο εικονογραφικό του πρόγραμμα είναι η σκηνή των Μυροφόρων με την επιβλητική μορφή του αγγέλου μπροστά στον τάφο. Σύμφωνα με την αφήγηση του Ματθαίου, ο άγγελος καθισμένος στο λίθο δείχνει με ήρεμη αντικίνηση τον τάφο του Χριστού άδειο στις άγιες γυναίκες, που στη θέα του υποχωρούν φοβισμένες, και ορίζει να ανακοινώσουν το γεγονός στους μαθητές, «ο Κύριος ηγέρθη από των νεκρών». Στο έδαφος μπροστά οι φυλάσσοντες τον Χριστό σε μικρότερη κλίμακα, κατάφορτοι με πανοπλίες και ασπίδες αποτελούν ένα είδος βάσεως για την εικόνα.
Ο υπέροχος άγγελος, σαν αρχαίο άγαλμα, με κλασική απάθεια και ηρωικό μέγεθος ασπροντυμένος μέσα σε χρυσό φόντο καταυγάζει την εκκλησία.
Στο Κουρμπίνοβο, ο ναός του Αγίου Γεωργίου αντιθέτει στην αρχιτεκτονική του απλότητα, τη λαμπρή ζωγραφική του διακόσμηση. Στο βόρειο τοίχο του ιερού, η κάθοδος στον Άδη, με την οποία αποδίδεται πάντα στη βυζαντινή τέχνη, η Ανάσταση, είναι από τις ωραιότερες παραστάσεις του ναού και με στοιχεία της εικονογραφίας πρωτοποριακά. Το φιλάνθρωπο φως της ζωής αστραποβολεί νικητήριο στην παράσταση. Ο Χριστός ορμητικά κατεβαίνει κυκλώνοντας με ουράνιο φως τον Άδη και βαστάζοντας το σταυρό και το ακάνθινο στεφάνι όπου προσήλωσε τις αμαρτίες του κόσμου. Με το δεξί Του χέρι εγείρει τον Αδάμ για να τον λυτρώσει, για να τον φωτίσει, να του μεταδώσει τη δύναμη της ζωής. Η Εύα με τον Άβελ δεξιά, και αριστερά οι προφήτες Δαυίδ και Σολομών με τον Πρόδρομο μαρτυρούν την χάρη της λύτρωσης και προσδοκούν την αιωνιότητα.
Το μήνυμα της Ανάστασης στην τοιχογραφία του Κουρμπίνοβο είναι ολοφάνερο. Η ήττα του θανάτου είναι αναπόφευκτη, ο θρίαμβος της ζωής, μοιραίος. Η απελπισία δεν έχει λόγο ύπαρξης. Κι αν κάποτε καταλαμβάνει τους ανθρώπους σαν βλέπουν να κατατρύχονται από τα δεινά του πολέμου, της πείνας και της ανέχειας, όμως πάντα υπάρχει μέσα στον καθένα από μας το φως της Ανάστασης, η ελπίδα της ειρήνης.