Ένα θαυμάσιο διήγημα του συνεργάτη μας λογοτέχνη Κώστα Ι. Περδίκη *Ξυλάκι, κρέμα σοκολάτα*
Ωραίες εικόνες μιας αλλοτινής εποχής με τον περιφερόμενο παγωτατζή!
Του συγγραφέα – λογοτέχνη Κώστα Ι. Περδίκη
Ξυλάκι, κρέμα σοκολάτα
Ο Χρήστος, ο Καρτινός, είχε ένα μικρό μανάβικο στην κάτω αγορά. Για να τα βγάζει όμως πέρα, έκανε κι άλλα πράγματα. Τον χειμώνα, ερχόταν στο σχολείο στα διαλείμματα και μας πούλαγε σάμαλι με το κομμάτι, από μια φαρδιά λαμαρίνα.
Μόλις έμπαινε το καλοκαίρι, που η κίνηση μεγάλωνε, άφηνε στο μανάβικο τον γερο-Νέγκα, ένα συγγενή του και ο ίδιος έκανε τον παγωτατζή. Γύριζε σ’ όλη την πόλη με το «όχημά» του και πούλαγε το παγωτό, που ο ίδιος έφτιαχνε. Ένα μόνο είδος, κρέμα βανίλια, που την σέρβιρε μέσα σε μικρά χωνάκια.
Το «όχημά» ήταν επινόηση δική του. Ένα παλιό ποδήλατο, που στη θέση της μπροστινής ρόδας είχε προσαρμόσει ένα άσπρο ξύλινο κιβώτιο με δύο ρόδες. Στις τρεις πλαϊνές πλευρές, στο κιβώτιο, ήταν γραμμένη η ρεκλάμα: Παγωτά «Ταϋγετος».
Στη πάνω του πλευρά είχε ένα πορτάκι, που από κει ο Χρήστος έχωνε το χέρι του και με ένα κουτάλι έβγαζε παγωτό και γέμιζε τα χωνάκια. Η γεύση της κρέμας, με άρωμα βανίλιας, αλλά και το τραγανιστό χωνάκι μας τρέλαιναν.
Το τσίγκινο δοχείο με το παγωτό ήταν πάντα βυθισμένο στο βάθος του κιβωτίου μέσα σε τριμμένο πάγο. Για να λειώνει μάλλον πιο καλά ο πάγος, ο Χρήστος του έριχνε λίγο χοντρό αλάτι, του μονοπωλίου.
Μια φορά, καθώς αρχίσαμε να γλείφουμε με βουλιμία τα χωνάκια, μας φάνηκε η γεύση τους κάπως αρμυρή. Στην αρχή νομίσαμε ότι ήταν η ιδέα μας. Τελικά πειστήκαμε ότι το παγωτό του Χρήστου ήταν αλατισμένο. Το δοχείο με την κρέμα κάπου φαίνεται είχε τρυπήσει και το λιωμένο αλάτι είχε αλλοιώσει τη γεύση της. Ακόμη όμως κι έτσι, αλατισμένο, το καταβροχθίσαμε…
Αργότερα, ήρθαν και τα πρώτα παγωτά της ΕΒΓΑ. Από την πρωτομαγιά και ύστερα, μια δυο φορές τη βδομάδα, κατέφτανε ένα μεγάλο φορτηγό-ψυγείο και άραζε στην πάνω αγορά, κάτω από το παλιό Δημαρχείο. Μικροί και μεγάλοι έσπευδαν, τότε, να δοκιμάσουν τον νέο εκείνο δροσερό πειρασμό.
Εγώ και η αδελφή μου, παιδάκια τότε, μίζερα στο φαγητό, είμαστε μια ζωή καχεκτικά. Κάθε τόσο και λιγάκι αρρωσταίναμε από τις αμυγδαλές μας, τα «λαιμά» μας, όπως έλεγε η μητέρα μας. Εκείνη, με τον φόβο μην ξαναρρωστήσουμε, με το ζόρι μας έδινε κάπου-κάπου λεφτά, αλλά για ένα μόνο παγωτό. Μιάμιση δραχμή.
Έτρεχα τότε όλο λαχτάρα κι αγόραζα ένα ξυλάκι, κρέμα σοκολάτα και τρέχοντας πάλι μη μου λιώσει, το έφερνα στο σπίτι. Φούσκωνα, φυσώντας με το στόμα μου, το χάρτινο σακουλάκι, έβγαζα το παγωτό και της το παρέδινα. Η μητέρα, μας το μοίραζε ακριβοδίκαια, κόβοντάς το κατά μήκος.
Απολαμβάναμε στη συνέχεια ο καθένας το μερίδιό του, λίγο-λίγο με το κουταλάκι, όσο πιο αργά για να μη μας τελειώσει. Η κρέμα, αλλά και η σοκολάτα του από τότε έχουν σφηνωθεί στο μυαλό μου. Τόσα χρόνια έχουν περάσει και δεν λένε να ξεχαστούν.
Από εκείνα τα παγωτά, ύστερα από τη μοιρασιά της μητέρας, περίσσευαν μονάχα τα ξυλάκια, που τα γλείφαμε, πότε εγώ και πότε η αδελφή μου για πολλή ώρα μετά, εκ περιτροπής…