Ένα εξαιρετικό άρθρο του Νίκου Τσούλια για τη μισανθρωπία και βαρβαρότητα του Φασισμού!
Πώς έγινε το Νταχάου;
Του συνεργάτη μας Εκπαιδευτικού κ. Νίκου Τσούλια
Πώς έγινε το Νταχάου; Πώς μπορεί ο άνθρωπος να φτάσει σ’ αυτό το σημείο της έσχατης βαρβαρότητας; Γιατί δεν εξεγείρονταν οι κρατούμενοι, αφού έτσι κι αλλιώς η ζωή τους ήταν χαμένη για να μη ζουν τον πλήρη ευτελισμό και το διαρκή πόνο της ψυχής και του σώματος; Πώς δεν κατάλαβαν οι Γερμανοί πολίτες το έγκλημα του μαζικού θανάτου; Η Καθολική εκκλησία γιατί δεν εναντιώθηκε, πώς μπορούσε να μιλάει για Θεό όταν ήταν το Νταχάου;
Είναι ερωτήματα που μου έρχονται συχνά στη σκέψη μου και παίρνουν θέση κοντά στα πρώτα των πρώτων ερωτημάτων κάθε ανθρώπου, στα υπαρξιακά ερωτήματα. Και είναι φυσικό, γιατί ο προβληματισμός ανάμεσα στα μείζονα υπαρξιακά ερωτήματα και σ’ αυτά που προκαλεί η φρίκη των κρεματορίων είναι αν όχι κοινός σίγουρα πολλαπλά τεμνόμενος. Γιατί αφορούν κοινές απορίες του νου μας.
Γιατί, ποια ήταν η πραγματικότητα; Οι Ναζί έπεσαν από τον ουρανό; «Οι περισσότεροι Γερμανοί δεν προέβαλαν αντίσταση στο καθεστώς… Υποστήριζαν τους περιορισμούς που επέβαλαν οι Ναζί στους Εβραίους… Η υποδοχή που επεφύλαξαν οι Αυστριακοί πολίτες στον Χίτλερ (12.3.1938) ήταν ενθουσιώδης». (Rees L, Οι Ναζί).
Τι είναι ο άνθρωπος και ποια είναι τα όρια των πράξεών του; Τι είναι ηθική και ποια η σχέση μας με αυτή; Ποιο είναι το περιεχόμενο του κακού και πώς μπορούμε να είμαστε μόνιμα και σταθερά αντίπαλοί του; Τι είναι το τυφλό μίσος; Μπορεί ο άνθρωπος να σκοτώνει ανθρώπους, χωρίς να τον έχουν καν ενοχλήσει; Μπορεί μια κοσμοθεωρία ή μια ιδεολογία – όπως εκείνη του εθνικοσοσιαλισμού – να τυφλώνει τον άνθρωπο και να του στερεί τη δυνατότητα να σκεφτεί ορθολογικά; Αν καθετί κακό που κάνει ένας άνθρωπος βαραίνει την ίδια την ανθρώπινη υπόσταση, αυτό σημαίνει ότι υπό συγκεκριμένες συνθήκες όλοι θα φτάναμε στο ίδιο κακό; Και σ’ αυτή την εκδοχή ποια είναι τα όρια της ελευθερίας μας και ποια η έννοια της προσωπικής ευθύνης;
Αλλά – αν και είναι δύσκολο – θα πρέπει να εγκαταλείψουμε τα ερωτήματα και τις απορίες και να θέσουμε έναν θετικό προβληματισμό. Θεωρώ ότι κάθε άνθρωπος – μέσω του εξανθρωπισμού του, της κοινωνικοποίησής του και της παιδείας του – κατακτά την ανθρώπινη κατάσταση, η οποία χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένες σταθερές: την αξιοπρέπεια, το σεβασμό στη ζωή και στον άνθρωπο, τον προσδιορισμό ενός επιπέδου ηθικής και αισθητικής σύλληψης του Κόσμου και της ζωής, την εναντίωση σε κάθε όψη κακού.
Πρόκειται για μια κοσμοθεωρία και μια αντίληψη ζωής, η οποία δεν απευθύνεται πρωτίστως στον άλλον αλλά στον ίδιο τον εαυτό μας. Γιατί χωρίς αυτό το γαλαξία των θεωριών και πιο συγκεκριμένα χωρίς μια ανάλογη στάση ζωής δεν μπορεί κανένας άνθρωπος να εξασφαλίσει όχι μόνο την ευζωία του αλλά και την ίδια την ύπαρξή του. Πρόκειται δηλαδή για έναν κώδικα αυτοσυντήρησης και εξασφάλισης της ίδιας της ζωής του. Δεν είναι μια παραχώρηση στον άλλον αλλά μια επιβεβαίωση του εαυτού του, της αξιοπρέπειάς του και της ελευθερίας του.
Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση ο άνθρωπος είναι δούλος και δεν έχει εξέλθει από τη ζωική κατάσταση. Ένας βασανιστής, ένας ναζιστής, ένας φασίστας δεν μπορεί να νιώθει την αίσθηση της ανθρώπινης φύσης. Δεν μπορεί να αγαπήσει ούτε και να χαϊδέψει ένα παιδί. Δεν μπορεί να ερωτευθεί ούτε και να αγγίξει μια γυναίκα. Δεν μπορεί να κοιτάξει τον εαυτό του στον καθρέφτη, γιατί δεν θα δει πρόσωπο ανθρώπου.
Η απάντησή μου είναι απόλυτη στην ευθύνη του ανθρώπου, είναι σαφής. Μπορούσε ένας βασανιστής να αρνηθεί να γίνεται άγγελος της κόλασης. Στη αντίθετη περίπτωση δεχόμαστε μια ωμή ανάγνωση της ιστορίας, ότι ο άνθρωπος δεν έχει καθόλου περιθώρια ελευθερίας και αυτονομίας και ότι είναι φύλλο φτερό στους ανέμους των συνθηκών και της μαύρης πραγματικότητας που διαμορφώνεται ερήμην του και εις βάρος του.
Κάθε άνθρωπος – για να νοηθεί ως άνθρωπος – δεν μπορεί παρά να επιδιώκει και να κατακτά τουλάχιστον ως έναν βαθμό την ανεξαρτησία του πνεύματός του και εκείνη την ηθική και αισθητική αντίληψη που θα του δίνει τη δυνατότητα να ερμηνεύει τον κόσμο αλλά και να μπορεί να τοποθετεί τον εαυτό του μέσα σ’ αυτόν με τρόπο δημιουργικό και απόλυτα ουμανιστικό.
Ας δούμε μια μικρή αναφορά του Ε. Βιζέλ από το βιβλίο του: Η νύχτα
«Ναι, ναι το είδα με τα μάτια μου. Μικρά παιδιά μες στις φλόγες!
- Ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνη τη νύχτα, την πρώτη νύχτα που πέρασα στο στρατόπεδο, που μετέτρεψε όλη μου τη ζωή σε μια μακριά, επτασφράγιστη νύχτα.
- Ποτέ δεν θα ξεχάσω τα προσωπάκια των παιδιών που ‘χα δει τα κορμάκια τους να μετατρέπονται σε τουλίπες καπνού κάτω από το βουβό γαλάζιο τ’ ουρανού.
- Ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνες τις φλόγες που έκαψαν για πάντα την πίστη μου.
- Ποτέ δεν θα ξεχάσω τη σιωπή εκείνης της νύχτας που μου στέρησε για πάντα την επιθυμία για ζωή.
- Ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνες τις στιγμές που σκότωσαν το Θεό μου, την ψυχή μου και τα όνειρά μου, τα οποία πήραν την όψη της ερήμου.
- Ποτέ δεν θα ξεχάσω όλα αυτά, ακόμα κι αν με καταδικάσουν να ζήσω όσους αιώνες ζει και ο Θεός. Ποτέ».