Ένα εξαιρετικά συμβολικό και με βαθύ νόημα άρθρο του συνεργάτη μας κ. Νίκου Τσούλια
Στους καιρούς της επιθυμίας και της πολιορκίας
Του συνεργάτη μας Εκπαιδευτικού κ. Νίκου Τσούλια
Για πολλούς καιρούς η πόλη της ιστορίας μας …περνούσε μια χαρά. Οι κάτοικοί της ικανοποιούσαν την μια επιθυμία μετά την άλλη, και ήταν οι επιθυμίες το νόημα της ζωής τους. Και όχι μόνο αυτό αλλά γεννούσαν και συλλογικές επιθυμίες, αφού τα πράγματα πήγαιναν καταπώς ήθελαν – και ακόμα καλύτερα.
Α, όχι. Δεν ικανοποιούσαν όλοι τις επιθυμίες τους. Όποιοι προλάβαιναν ή, μάλλον, όποιοι ήξεραν πώς γίνονται οι επιθυμίες. Και μάλιστα όσες περισσότερες επιθυμίες είχες, τόσο περισσότερες ικανοποιούσες. Υπήρχαν και πολλοί που δεν προλάβαιναν, γιατί πάντα υπήρχε ένα όριο ικανοποίησης των επιθυμιών που το κάλυπταν οι άλλοι, οι πιο ανταγωνιστικοί. Όσοι δεν προλάβαιναν δεν έχαναν μόνο τη συγκεκριμένη επιθυμία αλλά έμεναν πίσω και για τις άλλες επιθυμίες. Δηλαδή όσοι δεν ήξεραν ή δεν ήταν ανταγωνιστικοί και γρήγοροι, έμεναν στο περιθώριο και οι άλλοι φυσικά δεν τους εκτιμούσαν.
Η πόλη ήταν περίκλειστη. Διπλά, τεράστια τείχη με τάφρους ενδιάμεσα και απ’ έξω. Πραγματικό φρούριο. Οι εχθροί το ήξεραν ότι δεν μπορούσαν καν να σκεφτούν την άλωση της πόλης. Αλλά δεν φάνηκαν και ποτέ στον ορίζοντα. Και κάποια στιγμή οι άρχοντες της πόλης σταμάτησαν τις φρουρές. Βέβαια η πόλη δεν ήταν όπως οι σημερινές, ενιαία και με την ίδια ταυτότητα. Στην πραγματικότητα ήταν πολλές πόλεις και με διαφορές μεταξύ τους αλλά είχαν ένα κοινό στοιχείο, που γεφύρωνε τις αντιθέσεις: τις επιθυμίες.
Και όλοι οι κάτοικοι είχαν και κάποια άλλη κοινή αντίληψη, που την απέκτησαν με την πάροδο του χρόνου, με την απόκτηση μιας μεγάλης κατάκτησης επιθυμιών. Θεωρούσαν και πίστευαν ότι καθετί που υπάρχει ή που μπορεί να εμφανιστεί μόνο του ή που μπορεί να επινοηθεί από τους ίδιους ήταν προορισμένο γι’ αυτούς και μόνο. Όλος ο κόσμος ήταν φτιαγμένος γι’ αυτούς!
Κάποια στιγμή εμφανίστηκαν δυσκολίες και χωρίς να το καταλάβουν οι επιθυμίες έμεναν επιθυμίες. Θορυβήθηκαν. Αναρωτήθηκαν. Όλοι έκαναν τις ίδιες σκέψεις. “Μάλλον φταίνε αυτοί που δεν έχουν επιθυμίες ή που δεν τις πραγματοποιούν”. Αλλά από αλληλεγγύη και από συμπόνια δεν τους ενοχοποίησαν. Άλλωστε, είχε αρχίσει να φαίνεται μια κάποια πρόοδος. Κάποιοι άλλοι, αυτοί που είχαν επιτύχει πολλές πραγματοποιημένες επιθυμίες, άρχισαν να ξανακάνουν και να τα καταφέρνουν. “Αυτοί θα μας σώσουν”, σκέφτονταν οι υπόλοιποι και έκαναν τα χατίρια τους, για να τους ξαναμάθουν τη τέχνη της επιθυμίας.
Σαν πέρασαν λίγοι καιροί και ενώ κάποιο φως είχε φανεί, άλλο κακό φάνηκε. Είχαν αρχίσει να ξεθωριάζουν και οι παλιές τους επιθυμίες και δεν μπορούσαν να καταλάβουν το πώς γίνεται να χάνεις αυτά που έχεις. Μα το κακό πήγαινε ακόμα πιο πέρα. Έκοβε την επιθυμία της επιθυμίας. Μα δεν σταμάτησε ούτε εκεί. Διάβρωνε την ύπαρξη των ίδιων των ανθρώπων.
Βγήκαν στα τείχη. Κοιτούσαν πέρα μακριά. Εχθροί πουθενά. Δεν έχαναν απλά και μόνο τον κόσμο των αγαθών, που τον είχαν κατακτήσει με κόπο μέσα από τις επιθυμίες τους, αλλά άρχισαν να μαραζώνουν και να χάνουν και τη ζωή τους. Σαν παρατηρητικοί που ήταν κάτι ανακάλυψαν. Δεν έφτανε η απομόνωση από τους εχθρούς – που άλλωστε ποτέ δεν είχαν εμφανιστεί – αλλά αν η απομόνωση ήταν απόλυτη, δηλαδή ο καθένας μόνος του, τότε τουλάχιστον δεν έχαναν τη ζωή τους και μάλιστα μπορούσαν να κάνουν και επιθυμίες.
Και έψαχναν και αναρωτιούνταν και ερευνούσαν να βρουν τι φταίει. Όλοι οι κάτοικοι αναζητούσαν την αιτία του κακού, όπως σε εκείνη την αρχαία πόλη των Θηβών. Μόνο που εδώ δεν εμφανίστηκε κάποιος ξένος επισκέπτης, για να βρει τη λύση. Σαν είδαν και απόειδαν ότι ο εχθρός δεν ήλθε απ’ έξω, το μυαλό τους βρήκε έναν κάποιο χώρο απελευθερωμένο από τις επιθυμίες. Και τι τελικά βρήκε; Ήταν, λέει, κάτι απροσδιόριστο, που τους διαμήνυσε ότι “ο κόσμος όλος δεν είναι φτιαγμένος για εσάς και οι συνολικές επιθυμίες της πόλης έχουν όριο”. Όλα έπρεπε να αλλάξουν…