Ένα άρθρο για την βιβλιοφίλία από τον συνεργάτη της Εφημερίδας μας κ. Νίκο Τσούλια
Φαντασιωμένος αναγνώστης
Του συνεργάτη μας Εκπαιδευτικού κ. Νίκου Τσούλια
Ταξιδεμένος και αλλοπαρμένος. Πίστευε ότι είχε βρει έναν ξεχωριστό κόσμο, αυτόνομο, μαγευτικό – τον κόσμο των βιβλίων. Όχι, δεν ήταν συμπλήρωμα του κανονικού του κόσμου. Ήταν ο δεύτερος, ο απόλυτα ξεχωριστός, κόσμος του – κάτι σαν παράλληλο σύμπαν. Ρουφούσε με παθιασμένο τρόπο τις αφηγήσεις του, τα μηνύματά του, τα ερωτήματά του.
Εύρισκε μια παράξενη γοητεία. Ένιωθε την ομορφιά να απλώνεται μέσα από τις αναγνώσεις. Να τον συνεπαίρνει. Απλωνόταν το «εγώ» του, χωρίς να αντιλαμβάνεται τι ακριβώς συμβαίνει και αισθάνεται διαστολή και, το πιο σημαντικό, πληρότητα του εαυτού του. Και όταν έβγαινε προσωρινά για τις καθημερινές ανάγκες του από αυτόν τον κόσμο, συνειδητοποιούσε ότι κουβαλούσε μαζί του πνευματικά κοσμήματα, που άλλαζαν την αισθητική πρόσληψη της πραγματικότητας και του γλύκαιναν την ψυχική του διάθεση.
Δεν στεκόταν στις μικρολεπτομέρειες της ζωής και στην ισοπεδωτική θεώρηση της καθημερινότητας. Δεν επιδρούσαν πάνω του τα τόσα και τόσα ασήμαντα πράγματα και γεγονότα. Δεν αντιδικούσε για ευτελείς υποθέσεις. Άκουγε περιστατικά και περιστατικά και τα άφηνε να τον προσπερνούν. «Τι αξία μπορεί να έχουν», άκουγε να του λέει ο εαυτός του, «γιατί συγχίζονται και αντιδικούν τόσο εύκολα οι άνθρωποι, γιατί δεν ασχολούνται με τα μεγάλα ζητήματα της ζωής»;
Στον κόσμο των βιβλίων οι κανόνες ήταν απλοί. Οι συγγραφείς παρουσίαζαν την κορύφωση του πνεύματός των, τη δημιουργικότητα του στοχασμού τους, το πεδίο των ιδεών τους και των προβληματισμών τους, το σκηνικό των αναζητήσεών τους και των αγωνιών τους και τον καλούσαν σε συνεχή διάλογο. Ατέλειωτες οι συζητήσεις. Συνεχίζονταν στο μυαλό του και όταν ήταν έξω απ’ αυτόν τον κόσμο.
Είτε ήταν μυθιστόρημα και ποίημα είτε επιστημονικό ή φιλοσοφικό δοκίμιο δεν το στεκόταν απέναντί τους ως ένας συνηθισμένος αναγνώστης. Αντίθετα, εισχωρούσε μέσα τους. Κουβέντιαζε με τους λογοτεχνικούς ήρωες, προοικονομούσε τα μελλούμενα στην πλοκή του έργου. Στα σχήματα της γραφής του συγγραφέα προσέθετε και δικά του. Στα δοκίμια κατέθετε τους δικούς του ατέλειωτους στοχασμούς, τις αντιλογίες του, τις συμφωνίες του, τις ταλαντεύσεις του.
Κρατούσε σημειώσεις. Επανερχόταν στο διάβασμα επικεντρώνοντας στα βασικά σημεία του βιβλίου. Ήξερε ότι ένα καλό βιβλίο δεν θέλει μια ανάγνωση και τέρμα. Μετά το όργωμα έπρεπε να σβαρνίσει. Πώς θα φύτρωναν οι τόσοι και τόσοι σπόροι που έπεφταν; Πώς θα καλλιεργούσε τις δικές του σκέψεις;
Ποτέ του δεν παραξένεψε. Δεν έγινε αντικοινωνικός. Το αντίθετο. Επιζητούσε πνευματική συνδιαλλαγή με τους φίλους του βάζοντας στο διάλογο «φορτία» των αναγνωσμάτων του. Έδινε ξεχωριστό χρώμα στις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους. Ήταν πάντα διαλλακτικός. Ήξερε ότι η μετριοπάθεια και η ταπεινότητα ήταν πηγές για να κατανοήσει τον άνθρωπο και τον εαυτό του.
Το λατρεμένο του διάβασμα του είχε κάνει ένα δώρο. Του έδινε ένα λαμπερό περιεχόμενο στη ζωή του. Του διαμόρφωνε έναν ξεχωριστό, έναν δημιουργικό τρόπο ζωής. Αναρωτιόταν που και που. «Τι θα γινόμουν αν δεν υπήρχε το διάβασμα»;
Αξιολογούσε και ιεραρχούσε τα βιβλία του. Προχωρούσε και σε αναθεωρήσεις αυτών ανάλογα με την εισαγωγή των νέων βιβλίων ή με τη διαφορετική ανάγνωση των παλιότερων – είτε λόγω ηλικίας είτε λόγω μεταβολών στην πνευματική του εξέλιξη.
Είχε και τους συμβολισμούς του ακόμα και στην χωρική τοποθέτηση των βιβλίων στις βιβλιοθήκες του. Τα εμβληματικά έργα ήταν πάντα μπροστά του είτε στην καλή βιβλιοθήκη του σαλονιού του είτε στην αντίστοιχη του γραφείου του.
Ένα ήταν το άγχος του ως προς τον βιβλιόκοσμό του. Αν θα προλάβει να διαβάσει αυτά τα επιλεγμένα που περιμένουν στη σειρά, αυτά που έχει υπόψη του για αγορά, αυτά που θα είναι σπουδαία και δεν έχουν ακόμα εμφανιστεί. Αναρωτιόταν. «Πώς θα είναι η ζωή μου χωρίς τα αναγνώσματά μου»; Και απάντηση δεν εύρισκε… Μόνο φοβόταν.