*αλισίβα και λουλάκι* *** Ένα εξαιρετικό διήγημα του συνεργάτη της *Αυγής* Πύργου Κώστα Ι. Περδίκη
ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ ΛΟΓΟΥ & ΤΕΧΝΗΣ
Γράφει ο συγγραφέας – λογοτέχης Κώστας Ι. Περδίκης
αλισίβα και λουλάκι
Μπαίνοντας στην αυλή έβλεπες, αριστερά, το δίπατο σπίτι και δεξιά, ακριβώς απέναντί του, την παλιά χαμοκέλα. Στο σπίτι ανέβαινες από μια ίσια ξύλινη σκάλα, στη δυτική του πλευρά. Λίγο πιο κει, ήταν το πηγάδι με την ανέμη και η μεγάλη μουριά. Το πηγάδι ήταν βαθύ, πέτρινο, καλοχτισμένο, με ψηλό φίλιαντρο[1]. Για να δω μέσα, σηκωνόμουνα στις μύτες των ποδιών μου. Ο παππούς καμάρωνε για το δροσερό και νόστιμο νερό του.
Από το πηγάδι ξεκίναγε το γρανί[2], που είχε φτιάξει για να ποτίζει το μικρό του περιβόλι. Ήταν λίγο κατηφορικό και από τα πολλά ποτίσματα, το χώμα του είχε πετρώσει σαν τσιμέντο. Έβγαζε ο παππούς νερό με την ανέμη και τον μεγάλο σούγλο[3] και το έχυνε στο γρανί. Εκείνο πέρναγε από δέντρο σε δέντρο ποτίζοντάς τα και έφθανε μέχρι την άκρη του περιβολιού. Οι λίγες πορτοκαλιές, οι λεμονιές και οι μεσκουλιές[4] χόρταιναν νεράκι, τις μέρες που έπιαναν οι ζέστες και δίψαγαν. Η μουριά και η μεγάλη κληματαριά, δίπλα στο πηγάδι, δεν είχαν ανάγκη από πότισμα, ρούφαγαν με τις βαθιές τους ρίζες νερό από μόνες τους.
Περίπου κάθε δυο βδομάδες και αν βέβαια άφηνε ο καιρός, η γιαγιά με τη μητέρα μας έβαζαν μπουγάδα. Βόλευε τη μητέρα να πλένει τα ρούχα μας εκεί, γιατί το νερό από το πηγάδι ήταν άφθονο, αλλά και γιατί μπορούσε να απλώσει στα μακριά σύρματα, που ήσαν τεντωμένα στις ψηλές φουρκάδες, τα σεντόνια και τα άλλα φρεσκοπλυμένα ρούχα, για στέγνωμα. Ζέσταιναν το νερό στο μεγάλο χαρανί[5], πάνω στη γερή σιδερωστιά, ανάβοντας από κάτω φωτιά με ξύλα.
Πάλευαν και οι δυο τους από το πρωί μέχρι το μεσημέρι, τρίβοντας μέσα στις σκάφες τα ρούχα, με τα χέρια τους να φαφατιάζουν[6], στο τέλος, από το ζεστό νερό και το σαπούνι. Τα ασπρόρουχα, σεντόνια, εσώρουχα κ.λ.π., μετά το πλύσιμο, τα πόστιαζαν μέσα στη πλατιά κόφα, ένα μεγάλο καλάθι πλεγμένο από καλάμι και βέργες λυγιάς[7]. Ετοίμαζαν, στη συνέχεια, αλισίβα από τη στάχτη των καμένων ξύλων και μ’ αυτήν πότιζαν τα ρούχα. Ακολουθούσε το ξέβγαλμα με μπόλικο καθαρό νερό, που μέσα είχαν διαλύσει λίγο λουλάκι. Η αλισίβα και το λουλάκι έδιναν λάμψη στα ασπρόρουχα και τα έκαναν να αστράφτουν. Με τον ήλιο να είναι στο ζενίθ, ντάλα μεσημέρι και με το ελαφρό βοριαδάκι, σε δυο-τρεις ώρες το πολύ, τα ρούχα είχαν στεγνώσει, έτοιμα για μάζεμα.
Στα μέσα της άνοιξης, η μητέρα μας είχε κι άλλη μια δουλειά, αφημένη για κείνη την εποχή. Είχε να πλύνει τα λιόπανα, που περίμεναν στοιβαγμένα από τότε που τέλειωνε το μάζεμα των ελιών μας, λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Ήταν βαριά δουλειά και την έκανε πάντα μαζί με την κυρα Μαρούλα, όχι όμως στο πηγάδι του παππού, αλλά πηγαίνοντας στο ποτάμι, το Μπισχιναίικο.
Η κυρα Μαρούλα με τον κυρ Γιάννη, τον άντρα της και τα πέντε της παιδιά, τρεις θυγατέρες και δυο γιους, έμεναν στο διπλανό σπίτι από του παππού. Ήσαν πάμφτωχοι άνθρωποι, που βρέθηκαν στον τόπο μας, φερμένοι από την απέναντι Ζάκυνθο, μετά από τον μεγάλο σεισμό, που δεν άφησε τίποτα όρθιο εκεί πέρα.
Το παλιό εκείνο σπίτι που έμεναν και το μικρό περιβόλι ανήκαν σε ένα συγχωριανό μας, που ’χε φύγει από καιρό και ζούσε στην Αθήνα. Τους λυπήθηκε και τους το παραχώρησε για να κουρνιάσουν, με τη μοναδική απαίτηση να φροντίζουν τα δέντρα του περιβολιού. Το όποιο κέρδος από το περιβόλι θα ήταν δικό τους και θα τους βοηθούσε να πορεύονται. Ήσαν καλοί άνθρωποι, τίμιοι και δουλευταράδες. Για κάμποσα χρόνια τους είχαμε κι εμείς σέμπρους στις ελιές μας, μέχρι που πήραν τα μάτια τους και ξενιτεύτηκαν στην Αυστραλία, ψάχνοντας μια καλύτερη ζωή.
Τη μέρα, λοιπόν, που ήταν να πλύνουν τα λαδωμένα λιόπανα, τα φόρτωναν πρωί-πρωί στο γαϊδούρι μας και στη γέρικη γαϊδούρα της κυρα Μαρούλας και με τον Νιόνιο και μένα καβάλα πισωκάπουλα, παίρναμε τον δρόμο ντουγρού για το ποτάμι. Φθάνοντας εκεί, όλο και κάποια άλλη νοικοκυρά βρίσκαμε να πλένει.
Για ώρες πολλές κοπάναγαν τα λιόπανα με τους ξύλινους κόπανους, πάνω στα άσπρα βότσαλα, ρίχνοντας νερό από το ποτάμι, μέχρι να φύγει το λάδι και καθαρίσουν. Τελειώνοντας, τα άπλωναν στις όχθες για να στεγνώσουν και βρίσκανε, τότε, λίγο καιρό να πάρουν μιαν ανάσα. Θυμάμαι την καλοσύνη της κυρα Μαρούλας και τα καλαμπούρια της, αλλά και τις τρέλες του Νιόνιου. Ο Νιόνιος ήταν ο μικρός της γιος, έναν χρόνο μεγαλύτερός μου, πανέξυπνο παιδί και μέγα πειραχτήρι. Εκεί, εγώ κι εκείνος κάναμε την πρώτη μας βαρκάδα, μέσα στη μεγάλη ξύλινη σκάφη της μάνας του. Στ’ αφτιά μου είναι ακόμη οι φωνές που ’μπηξε η κυρα Μαρούλα στον κανακάρη της, μόλις μας πήρε χαμπάρι, ξέροντας πολύ καλά ότι η ιδέα της βαρκάδας ήταν δική του.
Από τη μακρινή Αυστραλία, η κυρα Μαρούλα έγραψε αρκετά γράμματα στη μακαρίτισσα τη μητέρα. Όλα στάζανε πίκρα και νοσταλγία για τα χώματα και τους ανθρώπους που άφησαν πίσω τους. Εκεί στα ξένα, ήταν γραφτό τους, μετά από χρόνια, να αφήσουν τα κόκαλά τους. Πρόλαβαν τουλάχιστον, πριν πεθάνουν, να έλθουν ένα-δυο καλοκαίρια στην Ελλάδα. Τα παιδιά τους πρόκοψαν στη νέα πατρίδα, έκαναν δικές τους δουλειές και οικογένειες, παιδιά και εγγόνια.
Τα ξαναθυμήθηκα όλα τούτα, γιατί εδώ και λίγες μέρες παραλάβαμε το νέο μας απόκτημα. Ένα υπεραυτόματο και αθόρυβο πλυντήριο, σε αντικατάσταση του παλιού, που μας άφησε χρόνους. Όλα τα κάνει μόνο του. Το ζέσταμα του νερού, το πλύσιμο, το μαλάκωμα των ρούχων, το στύψιμο και το στέγνωμα. Το μόνο που δεν κάνει είναι το σιδέρωμα…
Βλέποντας με πόση ευκολία γίνεται τώρα το πλύσιμο, χάρη σε τούτο το ευλογημένο μηχάνημα, πώς να μην αναλογιστώ τον μόχθο και το πάλεμα εκείνων των γυναικών και να μην κάνω συγκρίσεις; Το ξεμέσιασμά τους, τα ιδρωμένα τους πρόσωπά και τα φαφατιασμένα από το νερό και το σαπούνι χέρια τους δεν μπορούν, τόσα χρόνια μετά, να φύγουν από το μυαλό μου…
Από το βιβλίο “Ματιές”, 2018 εκδ. Παπαηλιού
(Η εικόνα από το διαδίκτυο)
[1] φίλιαντρο = προστατευτικό στηθαίο πηγαδιού
[2] γρανί = μικρό αυλάκι
[3] σούγλος = κουβάς
[4] μεσκουλιά = μουσμουλιά
[5] χαρανί = χάλκινο καζάνι
[6] φαφατιάζω = φουσκώνω από το νερό
[7] λυγιά = λυγαριά