Το υπέροχο και συγκινητικό διήγημα του εκλεκτού συνεργάτη της Εφημερίδας μας Κώστα Ι. Περδίκη
ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ
Λόγου και Τέχνης
Ο Δήμος και ο Μάρκος του
Γράφει ο Κώστας Ι. Περδίκης
Καλοκαίρι, μέσα Ιουλίου.
Η λουτρική σεζόν στο φόρτε της. Η μικρή μας πόλη ξεχειλισμένη από ξένους, που ήλθαν για να κάνουν θερμά λουτρά και να πιουν ιαματικό νερό στον γειτονικό Καϊάφα. Τα δυο μικρά ξενοδοχεία μας, το Διεθνές στην πάνω αγορά και το Rex στην κάτω, καθώς και τα περισσότερα σπίτια, που νοικιάζουν δωμάτια, είναι γεμάτα από «λουόμενους». Απογευματάκι, κάψα αφόρητη μαζί με υγρασία. Στη βεράντα του καφενείου του Μουσαμά και στο μπαλκόνι του απέναντι ζαχαροπλαστείου, οι θαμώνες πασχίζουν με κάθε τρόπο να δροσιστούν. Οι δίσκοι, φίσκα με ποτήρια παγωμένο νερό, πάνε κι έρχονται.
Και να σου, τότε, ο Θανάσης, που φτάνει λαχανιάζοντας. Είναι ο άνθρωπος, που ο δήμαρχος, ο κύριος Ζαχαριάς, έχει διορίσει υπεύθυνο για το δίκτυο ύδρευσης της πόλης. Μπαίνει κατ’ ευθείαν στου Μουσαμά, που είναι το στέκι του δημάρχου. Εκείνος, στο βάθος του καφενείου, έχει κάνει καρέ με τρεις άλλους και το ’χει ρίξει στο χαρτάκι. Ο Θανάσης τον πλησιάζει και του ψιθυρίζει στ’ αυτί το άσχημο μαντάτο:
«Ο κεντρικός σωλήνας, που φέρνει το νερό από τη μεγάλη δεξαμενή στην πόλη, έχει σπάσει και το νερό χύνεται ασταμάτητα, κατρακυλώντας στον δρόμο, προς την κάτω αγορά». Η ζημιά είναι μεγάλη, τέτοια δεν έχει ξανασυμβεί. Ο έρμος Θανάσης τραβάει τα μαλλιά του, έχει πανικοβληθεί. Πώς, πότε και ποιος θα τη διορθώσει; Θα πάρει μέρες. Και στο μεταξύ ο κόσμος, ο ντόπιος, αλλά πιο πολύ ο ξένος, πώς θα περάσει κατακαλόκαιρα;
Στο πεζοδρόμιο του ίδιου καφενείου, στην αριστερή άκρη καθώς μπαίνουμε, κάθεται μονάχος του και αργοπίνει τον καφέ του. Ο Δήμος, ο τυφλός. Αρκετά γερασμένος, απόμαχος πια. Μπορεί να ακούσει τον παραμικρό ψίθυρο, μα δεν μπορεί να δει τίποτα. Από τότε που γεννήθηκε, μόνο μαυρίλα βλέπει. Θυμάται όλων μας, μικρών-μεγάλων, τις φωνές και όταν τον χαιρετάμε μας απαντάει με το όνομά μας. Δεν αργεί να πάρει είδηση για το συμβάν. Αν, τότε, πέρναγες από κοντά του, θ’ άκουγες που μονολογούσε: «Ας μην είχε ψοφήσει ο Μάρκος μου και θα μπορούσα, τουλάχιστον τα δυο μαγαζιά, τούτο και του ζαχαροπλάστη, να τα βολέψω από νερό».
Εκείνα τα χρόνια, πριν ο δήμαρχος φτιάξει τις πρώτες κεντρικές βρύσες, σε 4-5 γειτονιές, ο Δήμος από το πρωί μέχρι το σούρουπο κουβάλαγε και μοίραζε πόσιμο νερό στα καφενεία και στα σπίτια. Στο σαμάρι του Μάρκου, του γεροδεμένου μουλαριού του, είχε δεμένες από τη μια πλευρά και την άλλη, δυο βουτσέλες[1], που τις γέμιζε με δροσερό νερό από τη βρύση του Λώρη, στην Κορδόρουγα, λίγο παρακάτω από το νεκροταφείο.
Εκείνο το μουλάρι ήταν σαν άνθρωπος. Πήγαινε μπροστά, έχοντας μάθει τα κατατόπια και ο Δήμος το ακολουθούσε, πιασμένος από το κολιτσάκι[2] του σαμαριού. Ήξερε την πόρτα κάθε καφενείου ή σπιτιού και σταμάταγε μόνο του, μόλις έφτανε μπροστά τους. Έβγαζε, μετά, ο Δήμος τον πύρο από τη βουτσέλα και άδειαζε στον κουβά όσο νερό ήθελε ο πελάτης του. Δήμος και Μάρκος, όλα τούτα τα χρόνια, ήταν ταίρι αχώριστο.
Πολύ αργότερα, όταν κάθε σπίτι έβαλε δική του βρύση, σιγά-σιγά αποτραβήχτηκε από το κουβάλημα. Μια κοντοχωριανή του, που της τον προξένεψαν, ζύγισε τα καλά του και τον παντρεύτηκε. Στο χρόνο πάνω, του ’κανε και την κορούλα τους.
Από τον Δήμο, πια, δεν έλειπε τίποτα. Ούτε καν το φως του. Είχε σχεδόν ξεχάσει ότι ποτέ του δεν το αντίκρισε…
[1] βουτσέλα = μικρό ξύλινο βαρέλι για νερό
[2] κολιτσάκι = το μεταλλικό μέρος του σαμαριού