Το τακτικό Διήγημα του συμπατριώτη λογοτέχνη συγγραφέα Κώστα Ι. Περδίκη
ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ
Λόγου και Τέχνης
Γράφει ο συνεργάτης μας λογοτέχνης συγγραφέας Κώστας Ι. Περδίκης
Όταν οι ομότεχνοι ανταμώνουν
Δυο βαρελάδικα είχαμε στην αγορά μας.
Το ένα, το παλιότερο, του μαστρο-Νικόλα, ήταν ακριβώς απέναντι από το σπίτι μας. Είχε δυο μεγάλες πόρτες, δίχως τζαμαρίες, που ’κλειναν με βαριά ρολά. Μπαίνοντας από την αριστερή, ήταν ο μεγάλος ξύλινος πάγκος, ακουμπισμένος στον πλαϊνό τοίχο και τα χίλια δυο εργαλεία, άλλα κρεμασμένα κι άλλα αφημένα πάνω του. Στο βάθος έστεκαν δύο τεράστια βαγένια, πάνω σε γερά τρίποδα, γεμάτα με κρασί, που ’βγαζε ο μάστορας από το αμπέλι του. Δεξιά, στον απέναντι από τον πάγκο τοίχο, βρισκόταν ένα χοντροκομμένο ξύλινο μακρύ τραπέζι, με πέντ’ έξι ψάθινες καρέκλες.
Εκεί ο μαστρο-Νικόλας σέρβιρε κρασί σ’ όσους πέρναγαν για να του παραγγείλουν βαρέλια, όπως και σε δυο-τρεις μόνιμους κρασοπατέρες. Τα Σάββατα, οι χωριάτες που κατέβαιναν από τα γύρω χωριά για ψώνια στην αγορά μας, θα πέρναγαν εξάπαντος, πριν την επιστροφή τους, από το βαρελάδικο. Έδεναν τα ζώα τους στο πλαϊνό σοκάκι και έπιαναν θέση γύρω από το τραπέζι, για να κατεβάσουν τα σχετικά ποτήρια τους.
Ξεροσφύρι βέβαια, τις περισσότερες φορές. Όταν είχαν πιο πολύ χρόνο στη διάθεσή τους, μια φρατζόλα αχνιστό ψωμί μαζί με παστές σαρδέλες, σκέτες, όπως τις έπαιρναν από τον μπακάλη, ήταν η μικρή τους πολυτέλεια. Περνώντας απ’ έξω, η μυρουδιά τους ανάκατη με κείνη του κρασιού, μας έσπαγε τη μύτη.
Ο μαστρο-Νικόλας ήταν καλός τεχνίτης.
Έβλεπες τα βαρέλια του από τα πιο μικρά, εκείνα για τυρί, τις βουτσέλες για νερό ή μέχρι τα πιο μεγάλα, τα βαγένια για κρασί και τα θαύμαζες. Καλοφτιαγμένα όλα με τέχνη και μεράκι. Τα χέρια του, αν και είχαν αρχίσει από καιρό να τρέμουν από το πάρκινσον, συνέχιζαν ακόμη να δουλεύουν και να φτιάχνουν.
Τα απογεύματα, μόλις τέλειωνα το διάβασμα, στηνόμουνα στη μιαν άκρη της πόρτας του μαγαζιού και δεν χόρταινα να τον βλέπω να μαστορεύει, αλλά και να ρουφάω τη μυρουδιά που ’βγαζαν τα φρεσκοκομμένα ξύλα, πεύκα τα πιο πολλά. Στην αρχή, η παρουσία μου εκεί του ήταν μάλλον ευχάριστη, σα να του άρεσε η παρέα μου, αλλά όσο η ώρα πέρναγε κι εγώ δεν έλεγα να φύγω, τόσο εκείνος θύμωνε. Αν μάλιστα τύχαινε και κάτι του πήγαινε στραβά πάνω στη δουλειά, ξέσπαγε σε μένα, σαν να ήμουνα εγώ ο φταίχτης. «Άει στο διάολο, διάολε» ούρλιαζε και η αφεντιά μου έκοβε λάσπη πάραυτα …
Την άλλη μέρα το απόγευμα, πάλι εκεί εγώ, σαν να μη έτρεχε τίποτα.
Από το πολύ ξεροστάλιασμα στου μαστρο-Νικόλα, έμαθα κι εγώ στο τέλος, πώς φτιάχνεται ένα βαρέλι. Από το πώς στην αρχή σκίζουμε τις δόγες, πώς τις πλανίζουμε μετά για να είναι πιο φαρδιές στη μέση και πιο στενές στις άκρες και πώς τις πελεκάμε με το σκεπάρνι στη μέση για να γίνουν πιο λεπτές και να μπορούν να λυγάνε. Στη συνέχεια, αφού έμπαιναν τα δύο πρώτα στεφάνια πάνω και κάτω, για να κρατούν τις δόγες στη θέση τους, με τη ζέστη της φωτιάς, έπαιρναν το καμπύλο σχήμα και έμπαιναν μετά και τα υπόλοιπα στεφάνια. Κτυπώντας γύρω-γύρω τα στεφάνια όλο και έσφιγγαν οι δόγες, ώστε να μην μένει το παραμικρό κενό μεταξύ τους και το βαρέλι ήταν έτοιμο. Είχε βέβαια, πρώτα, μπει ο πάτος και το πάνω καπάκι, αν χρειαζόταν.
Προς το τέλος της άνοιξης, για μερικές συνεχόμενες χρονιές, έφτανε στην πόλη μας, με το τραίνο, μια κομπανία από πέντε-έξι άτομα, που τότε στα μάτια μας φάνταζε πολύ παράξενη. Όλοι τους από την Ήπειρο, γύρω στα πενήντα, ψηλοί, ανοιχτόχρωμοι με τις παραδοσιακές τους φορεσιές. Καλπάκι στο κεφάλι, μακριές μάλλινες κάπες, μάλλινα παντελόνια σαν σώβρακα και τσαρούχια.
Ήσαν τεχνίτες του ξύλου, αληθινοί καλλιτέχνες.
Έφτιαχναν και έφερναν εδώ για να τα πουλήσουν ένα σωρό πράγματα.Γκλίτσες με σκαλισμένες λαβές, μικρά παγούρια με δερμάτινα λουριά για να κρεμιούνται στον ώμο, μικρούς κάδους για τρόφιμα, βαρελάκια για τυρί κι άλλα μικροπράγματα για στόλισμα, όλα τους ταπεινά έργα τέχνης.
Θαύμαζες την ψιλοδουλειά και την ομορφιά τους, καθώς τα αράδιαζαν πάνω στα τραπέζια των καφενείων, γυαλισμένα και φινιρισμένα.
Έμεναν στο Διεθνές, το μικρό ξενοδοχείο της πάνω αγοράς και τα απογεύματα κατηφόριζαν, από τον κεντρικό δρόμο, φορτωμένοι με την πραμάτεια τους. Μας έκανε εντύπωση πόσο σοβαροί και λιγομίλητοι ήσαν. Έβγαζαν μιαν αρχοντιά, αλλά και μια σιγουριά ότι οι ντόπιοι θα εκτιμούσαν την τέχνη τους και θ’ αγόραζαν απ’ αυτά που είχαν φτιάξει.
Φτάνοντας μπροστά από το μαγαζί του μαστρο-Νικόλα, έκαναν απαραίτητα μια στάση. Εκείνος, μόλις τους έβλεπε, φόραγε το πιο καλό του χαμόγελο. Έβγαινε παραέξω και τους καλούσε να κοπιάσουν μέσα. Ήταν άλλωστε και ο ίδιος τεχνίτης του ξύλου, όπως και κείνοι και τους ένοιωθε σαν δικούς του ανθρώπους.
Οι ξένοι ακούμπαγαν την πραμάτεια τους πάνω στον πάγκο και κάθονταν για λίγο, γύρω από το τραπέζι. Όσο εκείνοι χάζευαν τα δικά του έργα, ο μαστρο-Νικόλας τους γέμιζε τα ποτήρια με το καλό του κρασί και τους τα κέρναγε για το καλωσόρισμα. Έπιαναν, μετά, την κουβέντα για τις δουλειές, για το πώς τα βγάζουν πέρα, για το πώς τους φαίνεται ο τόπος μας και για τα δικά τους μακρινά μέρη.
Ύστερα, συνέχιζαν τη βόλτα τους στην αγορά, φτάνοντας μέχρι το γυμνάσιο, όπου και έκαναν μεταβολή. Η επίσκεψη στην πόλη μας, κάθε φορά, ήταν γι αυτούς και σαν ένα ταξίδι αναψυχής. Έφευγαν από τα ορεινά χωριά τους και κατέβαιναν στον κάμπο, δίπλα στη θάλασσα, για να γνωρίσουν άλλα μέρη κι άλλους ανθρώπους.
Έφτανε και η μέρα της αναχώρησης.
Κατηφορίζοντας προς τον σταθμό του τραίνου, είναι τώρα πιο ανάλαφροι. Η περισσότερη από την πραμάτεια τους πουλήθηκε. Το ταξίδι, στα μέρη μας, έπιασε τόπο. Τους έμενε, μονάχα, να αποχαιρετίσουν τον καλό τους συνάδελφο. Απ’ έξω από του μαστρο-Νικόλα σταματάνε και του κάνουν νόημα να βγει για λίγο. Εκείνος έρχεται μ’ ένα μικρό δέμα και τους το δίνει. Σφίγγουν τα χέρια συγκινημένοι. Του χρόνου, πρώτα ο Θεός, θα ξανάρθουν, λένε.
Τους βλέπει να ξεμακραίνουν με τις αρχοντικές τους φορεσιές και τους καμαρώνει. Μπαίνει στο μαγαζί του και πάλι. Στον πάγκο ένα μικρό βαρέλι τον περιμένει μισοφτιαγμένο. Δεν του κάνει όμως όρεξη να το τελειώσει. Η καρδιά του είναι κάπως σφιγμένη. Με τούτους τους ξένους, τι κι αν τον χωρίζουν τόσα χιλιόμετρα, νοιώθει σα να’ ναι κομμάτι τους. Ανήκουν όλοι στην ίδια συντεχνία.
Πιάνει από το βάθος μια καρέκλα και κάθεται κοντά στην πόρτα. Το μάτι του πέφτει στη γκλίτσα, που του ’φεραν για δώρο και χαμογελάει με νόημα.
Κοιτάει μετά τα χέρια του, τα ξεραμένα. Το τρέμουλο από το πάρκινσον σα να του φαίνεται, τώρα, ότι έχει γίνει πιο δυνατό…