Το ποίημα της Κυριακής “Αποχαιρετώντας” τον λογοτέχνη Αυγερινό Ανδρέου *** Γράφει η Καλλιόπη (Λίτσα) Δημητροπούλου – Φιλόλογος, Ποιήτρια, Συγγραφέας
Το ποίημα της Κυριακής
“Αποχαιρετώντας” τον λογοτέχνη
Αυγερινό Ανδρέου
**************************************
Γράφει η Καλλιόπη (Λίτσα) Δημητροπούλου
Φιλόλογος, Ποιήτρια, Συγγραφέας
Ο ΛΟΓΟΤΕΧΝΗΣ ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ ΑΝΔΡΕΟΥ
Ο λογοτεχνικός κόσμος “αποχαιρέτησε”, πρόσφατα, τον λογοτέχνη, νομικό επιστήμονα, άνθρωπο του πολιτισμού και πρώην πρόεδρο της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, Αυγερινό Ανδρέου.
Το έργο του πλούσιο και αξιόλογο. Παράλληλα με τις σπουδές του στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αρχίζει να ασχολείται με την ποίηση και το διήγημα. Κύριο θέμα του έργου του είναι η διάδοση και διάσωση της δημώδους λογοτεχνίας του τόπου μας, όπως αυτή καταγράφεται και διαδίδεται από τον θυμόσοφο λαό. Συνήθως, προφορικά και καταγράφεται σε παραδόσεις, θρύλους, λαϊκά παραμύθια, δοξασίες και τραγούδια.
Ας δούμε ένα δείγμα δημοτικής ποίησης από τον αείμνηστο πλέον Αυγερινό Ανδρέου.
ΡΑΔΟΒΙΖΙΝΗ ΚΟΡΗ
Κορούλα του Ραδοβιζιού και τ` Άσπρου θυγατέρα,
κόρη του ήλιου, της φωτιάς, της θύελλας, τ` ανέμου,
κόρη πλανεύτρα γέννημα σ` αντάμωμα των ρόδων,
σ` αμυγδαλιάς το τίναγμα των κάτασπρων ανθών της
και σε ροδιάς χαμόγελο στον ερχομό του Μάη,
κόρη μικρή, πεντάμορφη και μικροπαντρεμένη,
με τη δορκίσια τη ματιά και τα κρινένια χέρια,
το ηλιόφωτο το πρόσωπο, τις ζηλευτές πλεξούδες,
με το γλυκό χαμόγελο, τα φρύδια καγκελάρι,
το λυγερό σου το κορμί και την περίσσια χάρη,
που περπατάς σαν πέρδικα και τρέχεις σαν λαφίνα
πά` σε πλαγιές, σ` ανηφοριές, σε λόγγους, σε ρουμάνια,
περιδιαβαίνεις τρίστρατα και χαρακιές πανώριες
και ξαποσταίνεις κι ακουμπάς στου ξάγναντου την άκρη.
*
Σ` είδα και με βαλάντωσες, το λογισμό μου πήρες
σε φεγγαριού παιχνίδισμα, σ` αστροφεγγιάς δοξάρι,
στου ήλιου τα γυρίσματα, στον πηγαιμό της μέρας
απ` την χαρούμενη αυγή στο κουρασμένο δείλι,
στο χάδι του εσπερινού και στη δροσιά της νύχτας,
στο ψηλοπέταμα τ` αϊτού και τη δροσιά του Μάη,
στον κεραυνό του θεριστή, στην ξαφνική τη μπόρα.
*
Σ` αντάμωσα στον Αϊ-Λιά στην κορυφή του λόφου
μόνη σου να προσεύχεσαι, να ανάβεις τα καντήλια.
Σ`είδα σε χωραφιού αυλακιά να σπέρνεις, να σκαλίζεις
και να θερίζεις τη σοδειά κρατώντας το δρεπάνι,
να κουβαλάς στους ώμους σου τα ολόγιομα δεμάτια.
Σ` απάντησα στα τρίστρατα μες σε πλατύ αλώνι,
στο λίχνισμα του σιταριού βραδιά του Αλωνάρη.
*
Κι αγνάντεψα από ψηλά κι είδα την ομορφιά σου
σιμά στην ακροποταμιά να πλένεις τα προικιά σου,
απ` την αυγούλα τη γλυκειά μέχρι να γείρει ο ήλιος.
Σε φεγγαρόλουστη νυχτιά μια μαγεμένη ώρα
σ` είδα να λούζεις τα μαλλιά, να τα γλυκοχτενίζεις,
με χτένια ομορφοκέντητα, χρυσά, μαλαματένια,
και τα γραμμένα χείλη σου να λεν γλυκό τραγούδι,
τραγούδι για τον έρωτα, για την πικρή αγάπη.
Σ` είδα τον κύρη σου να κλαις σ` ένα παλιό μνημούρι
και τα λυμένα σου μαλλιά τα χέρια ν` ανασπούνε,
το χώμα και το δάκρυ σου πικρή να `χουν αντάμα.
Σ` είδα να πλέκεις, να κεντάς, τη ρόκα σου να γνέθεις,
στον αργαλειό τον πλουμιστό τα ρούχα σου να υφαίνεις,
κι είν` το υφάδι βάλσαμο κι όνειρο το στημόνι
για κάθε πόνο και καημό και της καρδιάς αγάπη
και νανουρίζει το παιδί κι ήσυχα το κοιμίζει
σε σαρμανίτσα όμορφη, κούνια μαλαματένια.