Το ποίημα της Κυριακής *** Με τον ποιητή Τάσο Γαλάτη *** Γράφει η Καλλιόπη Ι. Δημητροπούλου Φιλόλογος – ποιήτρια, συγγραφέας
Το ποίημα της Κυριακής
Με τον ποιητή Τάσο Γαλάτη
Γράφει η Καλλιόπη Ι. Δημητροπούλου
Φιλόλογος, ποιήτρια, συγγραφέας
Ο ποιητής Τάσος Γαλάτης από τη Ζούρτσα (Νέα Φιγαλεία)
Την 1η Οκτωβρίου 2025 απεβίωσε ο ποιητής Τάσος Γαλάτης.
Μωραΐτης την καταγωγή, από τη Ζούρτσα (Νέα Φιγαλεία) της Ολυμπίας, ο Τάσος Γαλάτης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Τάσου Παπαδόπουλου) γεννήθηκε στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς τον Δεκέμβριο του 1937 και μεγάλωσε στη Νέα Ιωνία. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάστηκε ως φιλόλογος στη Δημόσια Μέση Εκπαίδευση σε διάφορα σχολεία του εσωτερικού και του εξωτερικού (Αίγυπτος).
Ποιήματά του δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στο περιοδικό Πανσπουδαστική (Απρίλιος του 1962). Έως σήμερα έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές. Το 2006 τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο ποιήσεως για το βιβλίο του Αντιπτόποδες και Σφενδονήτες. Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα Αγγλικά από τον George Thaniel (Γιώργο Δανιήλ). Οι φιλέρευνοι λόγιοι και οι φανατικοί για γράμματα νεαροί μπορούν εύκολα να βρουν τα στιχουργήματά του σε διάφορα περιοδικά όπως λ.χ. Νέα Εστία, Δέντρο, Πλανόδιον, Μανδραγόρας, Δίοδος, Εμβόλιμον, οδός Πανός, Κουκούτσι κ.τ.λ.
(πληροφορίες από diastixo.gr)
Ο ΕΣΧΑΤΟΣ ΟΙΩΝΟΣ
Πρέπει επιτέλους να το πάρω απόφαση
ένας ρωμιός είμαι και μάλιστα ο έσχατος∙
Κουζούμης και Γιαβρούμης
αναντάμ παπαντάμ όπως έλεγαν ένα καιρό
πάππου προς πάππον ένας ραγιάς
από τη Ζούρτσα και τη Χούτσενα
(τάχα μου τάχα της Ολυμπίας).
Ένας είναι για μένα ο άριστος οιωνός
να μνημονεύσω τη φύτρα μου, όσο μου λείπεται
τους Κουζουμαίους και τους Πιπιλαίους της Ζούρτσας
κι ίσως την Καλογραίζα και τους Ποδαράδες
με τους καημούς της προσφυγιάς.
Ας λένε ό,τι θέλουνε οι φαντασμένοι
ας ξιπάζονται οι μωροί∙
δάφνες και τρόπαια δεν μου ταιριάζουν
σαρίδι στη χωματερή της ιστορίας,
στου κλεινού άστεως την ασβόλη
μονάχα η λησμονιά και η σιωπή
μου παραστέκουν να κρατιέμαι ακόμη όρθιος.
Δέντρο, Πλανόδιον, Μανδραγόρας, Δίοδος, Εμβόλιμον, οδός Πανός, Κουκούτσι κ.τ.λ.
ΤΑΛΙΘΑ ΚΟΥΜΙ
«Ταλιθά Κούμι», κατά Μάρκον, «Εφαθά»
έτσι ακριβώς όπως μιλούσαμε παιδιά
φαρσί τα κορακίστικα στην Καλογραίζα ένα καιρό
για να μην καταλαβαίνουν οι μεγάλοι,
μα εκείνοι ούτε που μας πρόσεχαν
άλλες έγνοιες τριβέλιζαν το μυαλό τους,
ήταν οι μέρες του ’48 και του ‘49
ο τρόμος που μαρμάρωνε το χρόνο.
Και στο πανάρχαιο τηλέφωνο
σκύβοντας ο ένας στο αυτί του άλλου
τα βράδια της αστροφεγγιάς
στα αφέγγαρα της εξορίας και του πολέμου
το ακατανόητο μεταμόρφωνε τους φθόγγους του
«Ταλιθά Κούμι» κατά Μάρκον
έτσι ακριβώς για τη νεκρανάσταση της κόρης
«Εφαθά» για να σταθεί στα πόδια του ο παραλυτικός,
και όλα τα θαύματα
που μόνο η παιδική καρδιά μας λαχταρούσε ν’ αντικρύσει
στα χρόνια εκείνα του κατατρεγμού.
ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΓΑΛΑΤΗ
Έχει χαρακτηριστεί από την κριτική ως «μια από τις γονιμότερες μετασεφερικές φωνές» – όπως σημειώνει ο κριτικός λογοτεχνίας Αλέξης Ζήρας «με τον αναστοχασμό του για το παρελθόν, ο Γαλάτης εκφράζει ένα είδος παραδειγματικής ερμηνείας για τα τρέχοντα, καθώς ένα από τα μοτίβα της ποίησής του είναι η διαχρονική “ήττα” του ανθρώπου από δυνάμεις πανίσχυρες και αρχέγονες».
Για το δεύτερο βιβλίο του “Τα παροράματα” (1968), ο Οδυσσέας Ελύτης παρατήρησε: “σπάνια το ποιητικό πρόβλημα αντιμετωπίζεται με τόση σοβαρότητα”.
Ο Γιάννης Κουβαράς γράφει: Εκείνο που κομίζει ο Γαλάτης στην παρακαταθήκη της γενιάς του είναι η παρασημαντική του τρόμου της Ιστορίας και το ξετύλιγμα του αρχέγονου φόβου. Η τέχνη νοείται ως φίλτρο μετατροπής του τρόμου σε ξόρκι, που καλύπτει τον φόβο του κενού (horror vacui). Η λέξη «τρόμος» με τα μετωνυμικά της παρελκόμενα είναι η σταθερότερα ανακυκλούμενη στο ποιητικό του πεδίο. Κατανοήσιμο, αφού η γενιά του, λόγω ηλικιακής συγκυρίας, υπέστη τις επιπτώσεις κοσμογονικών γεγονότων, χωρίς δυνατότητες αντίδρασης. Η ζωή της κύλησε μέσα στον φόβο. Ο Γαλάτης χάραξε αδρά στο χαρτί την τεθλασμένη του τρομογραφήματος, τη βαθιά χαρακιά που σφράγισε ανεξίτηλα τον ψυχισμό της γενιάς του η τιμωρός Ιστορία.
Σταθερή συνιστώσα της ποίησής του και ο έντονος φυσιοτροπισμός, η ποιητική του δάσους (με τους Πορφύρη και Μέσκο, οι πιο δασόψυχοι της γενιάς τους). Εκεί στοιχειώνει ο άλλος τρόμος. Αν και άνθρωπος του άστεως, πραγματοποιεί τα εισόδιά του στην ποίηση με το ποίημα «Δάσος» και τη συλλογή Μυθολογία του δάσους. Το σύμβολο του δάσους επανέρχεται σε όλες τις συλλογές του. Καταφύγιο θηραμάτων, κυνηγημένων, χώρος αυτεπίγνωσης των ορίων, τα διάκενα και ο λαβύρινθος της συνείδησης με τις ρίζες των ενοχών. Το Γαλατό-δασος έχει δικό του αξιακό σύστημα, βιοποικιλότητα και συμβολιστικό πολύποδα. Ανοιχτό σύμπαν και ταυτόχρονα κλειστός κόσμος. Ο Γαλάτης στη συλλογή του Τα Παροράματα αποικεί και σωματικά τους Αρκαδικούς όγκους των βουνών (υπηρετεί επί επταετία στη Βυτίνα), εκτίοντας την υπαλληλική του αιχμαλωσία. Εκεί προσμετρά τα όριά του. Το δάσος και ως οικολογικό πρόταγμα, αλλά και ως πηγάδι μύησης στο άφωτο και άφατο («Το δάσος ήτανε το παραπλήρωμα των συλλογισμών του, / η αδυναμία του λόγου μου θέλω να πω»). Εδώ πετρώνει ο υπαρξιακός τρόμος, ο Παν-ικός, εδώ υψώνει τους μακαρισμούς και τις υπαίθριες τελετές του. Αλλά και στη συλλογή του Τα χαράγματα ενδημεί ο ιδιότυπος μεταρκαδισμός του, ενσκήπτουν πάλι «Χιόνια» με τη συμβολική του αποκλεισμού και των αδιεξόδων, την προβολή του χειμαζόμενου ψυχισμού που τροπίζει προς τον μελανιασμένο Μαίναλο και άλλοτε προς τις μηνύουσες αμυγδαλιές της Γορτυνίας.
Ο Γαλάτης διακονεί το σύντομο ποίημα αλλά και τη σύνθεση με συστάδες ποιημάτων. Ο λόγος του λιτός, στέρεος, ζυγιασμένος στον τόνο της ζεστής λαϊκής ομιλίας. Μιλάει απλά, εκκινώντας από τη σεφερική κοινή αλλά και με αποσβεσμένα δάνεια από τη γονική παροχή των αρχαίων λυρικών. Έρχεται από τον μοντερνισμό, αλλά οι καταβολές του φτάνουν ως τον παρνασσισμό και τον συμβολισμό. Συνυπολογιστέα και η γόνιμη θητεία του στους κλασικούς και τη βουκολική ποίηση. Τα Χαράγματά του μας φέρνουν κοντά στη δωρικότητα των αρχαίων επιτυμβίων ή στα επιγράμματα της Παλατινής και στον Καβάφη. Ο λόγος του αποπνέει αρχαϊκή χοϊκότητα, ακουμπάει σε προσωκρατικά ριζώματα, εγκαθιδρύοντας τη δική του μυθική πραγματικότητα. Με τον πηλό των λέξεων κεραμούργησε ένα στέρεο μυθικό σύμπαν.
Ποίηση με αυτοβιογραφικό υπόστρωμα, με διάσπαρτες μαρτυρίες που υπομνηματίζουν το ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο, με αεί παρούσες τις συνέπειες της παλαιάς ιστορίας, με το δραστικό ρόλο της μνήμης, τις παλινδρομήσεις στον βιότοπο της εδεμικής ηλικίας με «τις πατούσες μαύρες από το λιγνίτη», με το «παλίστροφο σεργιάνι» στις αλάνες του πετροπόλεμου. Αυθεντικές εικόνες της δεκαετίας του ’50, που διασώζουν το χρώμα και το άρωμα μιας φθίνουσας ιθαγένειας. Διάσπαρτη επίσης από βιβλικά σήματα, ακόμη και σε τίτλους. Ποίηση στοχαστική, που βρίθει αλληγορικών και συμβολικών συνειρμών, με κοινωνική οπτική, συγκεφαλαίωσε περιπέτειες εντόμων, θηραμάτων, ανθρώπων, συλλαβίζοντας τον κοινό τρόμο. Ποίηση που υποβάλλει τη μη διαιρετότητα του σύμπαντος. Ο Γαλάτης λάξευσε με υπομονή επί 18 χρόνια τα Χαράγματά του, για να παραδώσει σμιλεμένη μια ποίηση εγχάρακτη, θεραπευτική, που πνίγει «στον άσπιλο της αρετής της ασβέστη» τη δυσοσμία των καιρών.