Το ποίημα της Κυριακής : Ήταν μόνο 15 χρονών *** Γράφει η Καλλιόπη Ι. Δημητροπούλου, Φιλόλογος – ποιήτρια – συγγραφέας

Το ποίημα της Κυριακής
Ήταν μόνο 15 χρονών
Γράφει η Καλλιόπη Ι. Δημητροπούλου
Φιλόλογος, ποιήτρια, συγγραφέας

Ήταν μόνο 15 χρονών
Ήταν βράδυ, λίγο μετά τις 9. Στο ημερολόγιο 6 Δεκεμβρίου του 2008. Η Αθήνα φορά το μαύρο της. Ο αστυνομικός και ειδικός φρουρός Επαμεινώνδας Κορκονέας πυροβολεί εν ψυχρώ και σκοτώνει τον 15χρονο Αλέξη Γρηγορόπουλο, στη συμβολή των οδών Τζαβέλα και Μεσολογγίου στα Εξάρχεια.
Ας αφυπνιστούμε με τους ακόλουθους δυνατούς στίχους του τραγουδιού με τίτλο «Ένα σκιάχτρο που άρπαξε φωτιά» του στιχουργού Παντελή Ροδοστόγλου (μουσική και ερμηνεία: Διάφανα Κρίνα).
Ένα σκιάχτρο που άρπαξε φωτιά, Παντελής Ροδοστόγλου
Είναι μια χώρα που με διώχνει μακριά,
με κλωτσάει με τα σκυλιά και τους λεπρούς της
και χτίζει γύρω μου τείχη και κελιά
για να πετάει τους νόθους γιους της.
Είναι ένας δρόμος που δεν βγάζει πουθενά
μα τον διασχίζω με μια ελπίδα απεγνωσμένη,
γεμάτος δώρα, ξόρκια, φυλαχτά,
γι’ αυτούς που ζουν στη λησμονιά
και τριγυρνάνε στη ζωή ξεγελασμένοι.
Είναι ένας διάβολος που μέσα μου γελά
κι ένας θεός που με κοιτάζει βαλσαμωμένος
κι εγώ ανάμεσά τους μια έρημη σκιά
να ζητιανεύω απαντήσεις πεινασμένος.
Είναι μια αγάπη σαν τον θάνατο γλυκιά,
είναι ένα θαύμα που μ’ αφήνει μαγεμένο,
διψάω γι’ άπειρο, πεινάω για ομορφιά
είμαι ένα σκιάχτρο που άρπαξε φωτιά.
Μια χώρα, ένας δρόμος, ο θάνατος κι η ομορφιά
μες στα σκοτάδια τους πλανιέμαι σαν χαμένος
και κάνω κύκλους μες σ’ αυτήν την ερημιά
σαν κάποιο σκιάχτρο που άρπαξε φωτιά
από ανθρώπους και θεούς καταραμένος.
Λίγα λόγια για τους στίχους
Οι στίχοι καταγράφουν την υπαρξιακή αγωνία και τον δύσβατο δρόμο του αφηγητή, μέσα από εικόνες μιας χώρας εχθρικής, ενός αδιέξοδου βίου, με τον εσωτερικό δαίμονα της ανυπαρξίας να διαφεντεύει τη ζωή του και να βαλσαμώνει ακόμα και τον θεό. Ο αφηγητής νιώθει ξένος, απορριμμένος, «νόθος γιος» μιας χώρας και κοινωνίας που τον περιορίζει και τον πονά…
Η «χώρα» στο ποίημα λειτουργεί κυριολεκτικά, αλλά και μεταφορικά. Αντιπροσωπεύει, ίσως, έναν ευρύτερο χώρο ύπαρξης: Την κοινωνία που απορρίπτει τον άνθρωπο, τη χώρα που δεν τον χωρά, ή ακόμη και την εσωτερική του κατάσταση, ένα ψυχικό τοπίο γεμάτο φόβους, αποκλεισμό και καταπίεση.
Η χώρα «με διώχνει μακριά», «με κλωτσάει με τα σκυλιά και τους λεπρούς της», «χτίζει γύρω μου τείχη και κελιά». Μέσα από δυνατές εικόνες καταγράφεται ένας τόπος που αποξενώνει, στιγματίζει, φυλακίζει και αντιμετωπίζει το ποιητικό εγώ ως ξένο, ανεπιθύμητο και «νόθο».
Η χώρα, λοιπόν, συμβολίζει έναν κόσμο που δεν δίνει ταυτότητα ή θέση στο άτομο. Είναι ένας χώρος που θα έπρεπε να είναι «μητρικός», αλλά δυστυχώς συμπεριφέρεται ως εχθρικός. Έτσι, ο αφηγητής νιώθει όχι μόνο εξόριστος, αλλά και ανώνυμος, χωρίς ρίζες. Μια ύπαρξη που αναζητά να βρει νόημα εκτός των στενών ορίων που του επιβάλλονται.
Το κεντρικό σύμβολο του «σκιάχτρου που άρπαξε φωτιά» αποδίδει την ανθρώπινη ύπαρξη που μάχεται και καίγεται για αλήθεια και ελευθερία, αν και είναι εύθραυστη και παραγκωνισμένη.
Συνολικά, το στιχούργημα είναι μια εσωτερική εξομολόγηση για την αποξένωση, την αναζήτηση νοήματος και την πάλη ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι. Μια πράξη επανάστασης.