ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗ ΜΑΣ ΚΩΣΤΑ Ι. ΠΕΡΔΙΚΗ
ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗ ΜΑΣ ΚΩΣΤΑ Ι. ΠΕΡΔΙΚΗ
Ο επισκέπτης μας
Εμφανιζότανε στην πόλη μας κάθε άνοιξη. Τον έλεγαν Βάγγο και έφτανε από το γειτονικό μας Γιαννιτσοχώρι με το τραίνο, νωρίς το απόγευμα.
Μισομεθυσμένος, τρεκλίζοντας, ανέβαινε τον δημόσιο δρόμο του σταθμού. Άρχιζε την επίσκεψή του λίγο πιο πάνω από το Γυμνάσιο και έφτανε μέχρι το καφενείο του Καρδαρά, στην πάνω αγορά, κάτω από το παλιό Δημαρχείο.
Όποιο καφενείο ή καπηλειό κι αν συνάνταγε, έκανε στάση για να πιει ένα ακόμη ποτηράκι. Ξεκίναγε να πει τραυλίζοντας μια κουβέντα, παίρνοντας τον ανάλογο στόμφο, αλλά νόημα δεν έβγαινε.
Οι θαμώνες, αραγμένοι έξω στα πεζοδρόμια των καφενείων, άλλο που δεν θέλανε. Δεν έχαναν την ευκαιρία. Έσπαγαν τη βαρεμάρα τους κοροϊδεύοντας και πειράζοντας αυτόν τον έρμο άνθρωπο.
Τον βλέπαμε να παραπατάει και να σωριάζεται στον δρόμο. Να ξανασηκώνεται με τα χίλια ζόρια και να πασχίζει να σταθεί όρθιος. Με το βρώμικο σακάκι του ριγμένο στον ώμο, να κάνει μερικά βήματα, για να πέσει και πάλι.
Έφτανε και απ’ έξω από το βαγενάδικο του μπάρμπα Νικόλα, που ήξερε ότι πούλαγε δικό του κρασί και έκανε μια στάση. Τι να κάνει και ο μπάρμπα Νικόλας για να τον ξεφορτωθεί τον κέρναγε ένα ποτήρι. Φεύγοντας ο Βάγγος, συνήθιζε να τον χαιρετάει με τον δικό του, ολίγον άκοσμο, τρόπο:
«Νικόλα, γράφτο στο μακρύτερο».
Φτάνοντας μέχρι το παλιό Δημαρχείο δεν παρέλειπε, απαραιτήτως, να περάσει και από το γειτονικό σπίτι των Τσιρωναίων. Ως πιστός και φανατικός ψηφοφόρος τους θεωρούσε υποχρέωσή του να τους δώσει, για άλλη μια φορά, τα διαπιστευτήριά του.
Μέχρι να πάει στην πάνω αγορά και να γυρίσει του ’παιρναν ώρες. Όταν άρχιζε πια να σκοτεινιάζει, όπως εμφανιζόταν, έτσι και χανότανε. Μόλις και προλάβαινε το νυχτερινό τραίνο για να γυρίσει στο χωριό και στο σπιτικό του.
Μονάχα, όμως, που ο επισκέπτης μας, φεύγοντας, άφηνε κάτι πίσω του στα παιδικά μου μάτια και στη ψυχούλα μου. Εκείνη τη θλιβερή του εικόνα, που μόνον οίκτο αλλά και έναν αδιόρατο τρόμο μου ’φερνε…