Το διήγημα στην *ΑΥΓΗ* Πύργου *** Γράφει ο συγγραφέας λογοτέχνης Κώστας Ι. Περδίκης
Το διήγημα στην *ΑΥΓΗ* Πύργου
Γράφει ο συγγραφέας λογοτέχνης Κώστας Ι. Περδίκης
Ο «μασίστας»
Το μπόι του Σταύρου ήταν σίγουρα κάτω από το ένα εξήντα. Λίγο πριν πεθάνει, που είχε ζαρώσει, φαινόταν ακόμη πιο κοντός. Στη ζωή του, όλες οι δουλειές που έκανε ήσαν βαριές, χειρονακτικές. Πότε φόρτωνε ή ξεφόρτωνε φορτηγά, πότε κουβάλαγε, με τη λάτα στον ώμο, μπετό στις οικοδομές και πότε έσκαβε χαντάκια με τον κασμά.
Από τη σκληραγωγία είχε φτιάξει ένα γεροδεμένο κορμί, που ακόμη και τις Κυριακές, όταν είχε ρεπό, δεν παρέλειπε να το γυμνάζει, σηκώνοντας αυτοσχέδια βάρη. Το αποτέλεσμα ήταν να του βγει, στην αγορά, το παρατσούκλι ο «μασίστας».
Βοήθησαν βέβαια σ’ αυτό και οι επισκέψεις, αριά και πού, μερικών περιπλανώμενων παλαιστών, που έδιναν παραστάσεις κάτω από το παλιό Δημαρχείο, επιδεικνύοντας τις ικανότητές τους. Λύγιζαν σίδερα, σήκωναν βράχους, τράβαγαν με τα δόντια τους μια κούρσα κ.ά.
Δεν προλάβαιναν να φύγουν οι παλαιστές και ο Σταύρος άρχιζε τα στοιχήματα με τους θαμώνες των καφενείων για τις δικές του ικανότητες. Ότι μπορούσε να σηκώσει ένα μεγάλο βάρος ή να λυθεί από την τριχιά που θα τον έδεναν. Απ’ όσο θυμάμαι, τις περισσότερες φορές, ο μπαγάσας τα κατάφερνε.
Μια Κυριακή απογευματάκι, ο Σταύρος εθεάθη να βολτάρει όλο καμάρι, στον κεντρικό δρόμο της αγοράς, αλλά μπρατσέτα, με μια όμορφη νταρντανοκοπέλα, δυο κεφάλια ψηλότερή του. Χάζεψε όλος ο τοπικός αντρικός πληθυσμός…Δεν καθυστέρησε να έλθει εις γάμου κοινωνία μαζί της και να αποκτήσει τους δυο λεβέντες του.
Μετά από χρόνια, όταν κατέβαινα για διακοπές, έβλεπα τον Σταύρο κάθε φορά όλο και πιο γερασμένο. Τα μαλλιά του είχαν σχεδόν ασπρίσει και το είχε ρίξει στο πιοτό. Είχαν βάλει βέβαια την ουρά τους και μερικοί «έξυπνοι» συμπολίτες μας, που εύρισκαν διασκεδαστικά τα μεθύσια και τα τρεκλίσματά του Σταύρου. Ο άλλοτε «μασίστας», τώρα είχε γίνει ο «γεράκος».
Ήταν πραγματικά να τον λυπάσαι, όταν έβλεπες τη γυναίκα του να τον περιμαζεύει από τον δρόμο και να τον βάζει μπροστά, σαν βρεγμένη γάτα, για το σπίτι. Αργότερα έμαθα ότι έκανε αποτοξίνωση και μερικά χρόνια πρόλαβε να τα ζήσει ήσυχα και μετρημένα.
Εκείνο μάλιστα το διάστημα, οι παπάδες του ανέθεταν, σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα, να σκάβει στο νεκροταφείο τους νέους τάφους ή τους παλιούς, όταν επρόκειτο για εκταφή. Από αυτή την τελευταία ενασχόλησή του, είχε να λέει διάφορες ευτράπελες, όσο και μακάβριες ιστορίες. Αν ήσαν αληθινές ή από το μυαλό του, δεν παίρνω όρκο.
Όπως τότε που τον φώναξε η χήρα του Λάκη, του αποκαλούμενου και «μόρτη», όταν αποφάσισε να φτιάξει προς τιμή του τεθνεώτος, στη θέση του παλιού τάφου, μαρμάρινο κιβούρι.
Δύο ήσαν τα κατατεθέντα σήματα του Λάκη. Το χρυσό του δόντι, στο δεξί πλάι και το μακρύ νύχι στο μικρό του δάχτυλο.
Ως «μόρτης» που ήταν, αφορμής δοθείσης, δεν παρέλειπε στραβώνοντας τα χείλη του, με ένα γνώριμο τικ, να επιδεικνύει το γυαλιστερό του δόντι. Το μακρύ του νύχι το είχε για να ξεβιδώνει τη βίδα στον αναπτήρα του, όταν άλλαζε την τσακμακόπετρα. Ο φουκαράς όμως στάθηκε άτυχος, αναχώρησε για τας αιωνίας μονάς αρκετά νέος, από ανακοπή. Η καρδιά του τον πρόδωσε.
Ο Σταύρος σκάβοντας ένα πρωί για το κιβούρι του Λάκη, δεν άργησε να βρει ό,τι είχε απομείνει από κείνον. Το κρανίο του, άθικτο σχεδόν, με το χρυσό δόντι σφηνωμένο , στη δεξιά πλευρά, να γυαλίζει στο πρωινό φως. Τώρα πια δεν χρειαζόταν ο μακαρίτης να στραβώνει τα χείλη, με κείνο το τικ, για να το κάνει να φαίνεται.
Όσο για το μακρύ του νύχι, ψάξε ψύλλους στ’ άχυρα…