Τι όμορφες στιγμές μπορεί να σου δωρίσει η ζωή… *** Ωραίες αξέχαστες στιγμές μέσα από την πένα και το σκούντημα της μνήμης του εκλεκτού συνεργάτη μας
Ωραίες αξέχαστες στιγμές μέσα από την πένα και το σκούντημα της μνήμης του εκλεκτού συνεργάτη μας
<<Τι όμορφες στιγμές μπορεί να σου δωρίσει η ζωή…>>
Του Νίκου Τσούλια, συγγραφέα, λογοτέχνη, εκπαιδευτικού
Όχι δεν μπορούσα να φανταστώ ότι αυτό θα γινόταν πραγματικότητα, ότι είδωλα, που έβλεπα και λάτρευα στον κινηματογράφο εκεί στο μικρό χωριό μας στα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας το 1960 και το 1970, θα συναντούσα κάποια απ’ αυτά και θα μου χάριζαν όμορφες στιγμές.
Δεν ξέρω πώς μπορείς να παρουσιάσεις την μαγεία και τη χαρά του ποδοσφαίρου σε εκείνους τους καιρούς, που η μπάλα ήταν το λατρεμένο παιχνίδι όλων των αγοριών. Παντού όπου μπορούσαμε να επινοήσουμε μια αλάνα – γήπεδο, στα χωράφια, ανάμεσα στις μια σειρά ελιών στο μεγάλο λιοστάσι του χωριού, στους δρόμους που έβγαζαν στα χωράφια, αρκεί να είχαν ένα μικρό πλάτωμα.
Όλα τα αγόρια ανήκαμε σε κάποια ομάδα και κάθε φορά είχαμε αντιπαραθέσεις για το ποια ομάδα είναι καλύτερη, ποια θα πάρει το πρωτάθλημα, ποια αδικούσε ο διαιτητής, ποια είναι η πιο τυχερή και λοιπά και λοιπά. Είχαμε …σχέση και με τους γνωστούς ποδοσφαιριστές της Αθήνας. Μαζεύαμε χαρτάκια από τα μπισκότα Ρούλια με τις φωτογραφίες τους και κάναμε συλλογή και άμα μάλιστα μάζευες μία ολόκληρη σειρά, έπαιρνες και μία δερμάτινη μπάλα – αλλά ποτέ δεν συνέβη αυτό σε κάποιο παιδί. Τότε δεν είχαμε δερμάτινη μπάλα, πλαστικές είχαμε, και μόνο προς το τέλος που θα εγκαταλείπαμε το χωριό, εμφανίστηκε μία δερμάτινη μπάλα με το καρούμπαλο της σαμπρέλας σε ένα σημείο και μας δυσκόλευε, γιατί τη νιώθαμε βαριά…
Και όταν ερχόταν ο κινηματογράφος, χαμός γινόταν όχι για το έργο – ο κόσμος των παιδιών περίμενε πώς και πώς τα επίκαιρα, όχι τα πολιτικά επίκαιρα, αυτά ήταν όλο προβολές ανθρώπων της χούντας… Όταν είχε ποδόσφαιρο, χαιρόμαστε που βλέπαμε τους παίκτες έστω και για πέντε λεπτά, έπαιζε η ταινία τόσο γρήγορα πού αναρωτιόμαστε «γιατί εμείς δεν μπορούμε να τρέχουμε τόσο πολύ». Και ήταν αγαπημένοι ποδοσφαιριστές ο Σιδέρης, ο Δομάζος, ο Παπαϊωάννου και αργότερα και ο Κούδας. Ήταν οι κορυφές για τις τέσσερις μεγάλες ομάδες, αλλά δεν ήταν μόνο αυτοί. Ξέραμε τις εντεκάδες απέξω – τότε δεν άλλαζαν οι παίκτες ομάδα και όταν κάποια στιγμή άρχισε να γίνεται αυτό ακόμα και με το σταγονόμετρο, τότε στεναχωριόμαστε πολύ, γιατί πώς μπορεί να παίζει μπάλα ο Δομάζος στον Ολυμπιακό ή ο Σιδέρης στον Παναθηναϊκό;
Πέρασαν τα χρόνια. Φύγαμε από το χωριό. Τότε δεν μας απασχολούσαν τα παιδικά χρόνια, δεν τα νοσταλγούσαμε. Το μέλλον κοιτάζαμε, πού χρόνος για το παρελθόν. Πολύ αργότερα άρχισαν να εμφανίζονται οι εικόνες του παιδικού μας κόσμου. Και να που κάποια μέρα με πήρε τηλέφωνο ο Μίμης Παπαϊωάννου. Απίστευτο! Ζητούσε να με δει. Είχε γίνει το τραγικό δυστύχημα των μαθητών στα Τέμπη, ήταν από κείνα τα μέρη. Είχα πάει τότε και είχα μιλήσει στους επιτήδειους, που γίνονταν στα διάφορα χωριά, ως πρόεδρος της ΟΛΜΕ. Ανείπωτος πόνος…
Χάρηκα τόσο πολύ που συναντήθηκα με ένα από τα είδωλα των παιδικών χρόνων. Ρουφούσα τις εικόνες του και τα λόγια του. Κουβεντιάσαμε αρκετή ώρα, του είπα τις παραστάσεις τις παιδικές, χάρηκε πάρα πολύ πού μου έδωσε τόση χαρά, μου δώρισε και ένα βιβλίο του και το έχω σε εκείνα τα βιβλία που τα κοιτάω ξανά και ξανά, στην πιο καλή θέση της πιο καλής βιβλιοθήκης.
Ναι ήταν και ηθοποιοί του σινεμά, που τους είχαμε είδωλα, ο Κούρκουλος ο πιο λατρεμένος αλλά πολύ Ξανθόπουλο έφερνε ο Ναπολέων με το αυτοκινητάκι του στο σινεμά στο χωριό και από τους κωμικούς πολύ Βουτσά. Και συνεργάστηκα με το Βουτσά σε ένα παιδικό θέατρο που οργάνωσε η ΟΛΜΕ με το θέατρό του για τα παιδιά των καθηγητών και στην παράσταση καθίσαμε μαζί στην παράσταση.
Κουβεντιάσαμε διάφορα, μα πιο πολύ εγώ του ανέφερα τις παιδικές μας παραστάσεις, των άπιαστων ονείρων, γιατί ποτέ δεν φανταζόμουνα ότι κάποτε θα μιλούσα με έναν ηθοποιό που μας χάρισε τόσο πολλή χαρά και άφθονο γέλιο σε εκείνους τους καιρούς τους δύσκολους και τους φτωχούς, που τον μόνο πλούτο που είχαμε ήταν τα όνειρά μας…
Υ.Γ.
Ο Ολυμπιακός ήταν (είναι) η ομάδα μου – μα λάτρευα και τους «παίκτες – σύμβολα» των άλλων ομάδων: τον Παπαϊωάννου, τον Δομάζο, τον Κούδα!