ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ΕΦΥΓΕ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ Ο ΜΕΓΑΣ ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ΕΦΥΓΕ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΣΤΙΣ 4 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1843 Ο ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ
“Κολοκοτρώνης φώναξε κι όλος ο κόσμος τρόμαξε”
Του κ. Γιώργου Ευθυμίου, Εκπαιδευτικού
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είναι μια από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες του αγώνα της ανεξαρτησίας της Πατρίδας μας.
Είναι γνωστό πως ο εφτάχρονος ιερός υπέρ της Ελευθερίας της χώρας μας αγώνας ανέδειξε πολλούς υπέροχους εθνικούς αγωνιστές, που θυσίασαν τα πάντα στο βωμό της Πατρίδας, όπως είναι ο σεπτός Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ , Ρήγας Φεραίος, Αθανάσιος Διάκος, Παπαφλέσσας, Μάρκος Μπότσαρης, Καραϊσκάκης, Οδυσσέας Ανδρούτσος, Μιαούλης, Κανάρης και τόσοι άλλοι από το Σουλιώτη Καλόγηρο Σαμουήλ μέχρι τον αφανή πολεμιστή του Μεσολογγίου. Ανάμεσα όμως σ’ όλες τις ηρωικές αυτές μορφές λάμπει σαν άστρο πρώτου μεγέθους ο Γέρος του Μωριά.
Ο ακατάβλητος αυτός ήρωας, ο μεγαλοφυής στρατάρχης, ο γενναίος πολεμιστής, ο εύστροφος διπλωμάτης, που αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του στη μεγάλη υπόθεση της Ελευθερίας της Πατρίδας μας, ευτύχησε να την δει ελεύθερη, όπως ονειρεύτηκε ο ίδιος και όπως του ευχήθηκε ο πατέρας του Κωνσταντίνος.
Ήταν απόγονος μεγάλης και τιμημένης οικογένειας, που, επί τρεις συνεχείς αιώνες, με ακατάβλητο σθένος και υπεράνθρωπη ανδρεία, πολέμησε, για να αποτινάξει το σκληρό Τουρκικό ζυγό και να επαναφέρει τη θεά Ελευθερία στην Πατρίδα μας.
Ήρθε στον κόσμο κατά το γλυκοχάραγμα της 3 Απριλίου του 1770, τη δεύτερη μέρα του Πάσχα, κάτω από μια βελανιδιά στο Ραμαβούνι της Μεσσηνίας.
Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε με την οικογένειά του στον Πύργο της Καστάνιτσας , που τελικά οι Τούρκοι τον κύκλωσαν για δέκα μέρες. Την εντέκατη ο Τούρκος αρχηγός τους μήνυσε “Ποιος ειν’ ο Κωνσταντίνος, που τον λένε Κολοκοτρώνη; Να ΄ρθει με την οικογένειά του να προσκυνήσουν, ραγιάδες να γινούνε„.
Πατέρας και γιος με περηφάνεια του απάντησαν : “Δεν προσκυνούμε, Αλή-μπέη, ο νους σου μη το βάνει, τ΄ άρματα δεν τα δίνουμε να γίνουμε ραγιάδες„.
Κι έκαναν την έξοδο με αυταπάρνηση, αλλά ο Κωνσταντίνος, ο πατέρας του Θεόδωρου, σκοτώθηκε, ενώ εκείνος σώθηκε με λίγους, που μπόρεσαν να διαφύγουν.
Στα 15 του χρόνια ο Θεόδωρος ορίσθηκε από τους κλέφτες αρματωλός στο Λεοντάρι. Αυτό ήταν τιμή για το όνομά του, αλλά και αναγνώριση της προσωπικής του αξίας.
Από την εποχή αυτή άρχισε η επίσημη γνωριμία του με τα όπλα.
Είκοσι χρονών παντρεύτηκε την κόρη του προεστού του Λεονταρίου κι έγινε από τους πρώτους νοικοκυραίους. Μα οι Αλβανοί και οι Τούρκοι δεν τον άφηναν ήσυχο. Ζητούσαν ευκαιρία να τον εξοντώσουν.
Γι’ αυτό αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει την ήρεμη οικογενειακή ζωή και να ζητήσει καταφύγιο στα λημέρια του περίφημου αρχηγού Ζαχαριά της Μάνης, του οποίου πήρε το τιμημένο όνομα ο σύγχρονος αγωνιστής Καπετάν Ζαχαριάς, αρχηγός του ΕΛΑΝ (κατά την Εθνική Αντίσταση 1941 -44) από το Χελιδόνι.
Εκεί, στην περιοχή της Μάνης, έμεινε ώσπου να κατορθώσει να φύγει στη Ζάκυνθο, για να υπηρετήσει στον Αγγλικό στρατό με το βαθμό του Ταγματάρχη.
Αλλά δεν ικανοποιείται κι εκεί. Νοσταλγεί τα βουνά της Πελοποννήσου, γιατί φλέγεται από την επιθυμία να εκπληρώσει την ευχή του πατέρα του “να διώξει τους Τούρκους από το Μωριά„. Λέγεται πως εκεί στη Ζάκυνθο έπαιρνε το μικρό γιο του, τον ανέβαζε σ΄ ένα ύψωμα, απ΄ όπου του έδειχνε την Πελοπόννησο και τα βουνά της και του έλεγε “Εκεί έζησαν οι πρόγονοί μας. Τώρα η γη εκείνη στενάζει στο ζυγό„.
Στην κατάσταση αυτή τον βρίσκουν οι απεσταλμένοι της Φιλικής Εταιρείας, που τον καλούν να γυρίσει στην Πελοπόννησο, για να την επαναστατήσει. Ο Κολοκοτρώνης ολοπρόθυμα δέχεται και ξαναγυρίζει στη Μάνη.
Με τη φλόγα της ψυχής του θερμαίνει και εμψυχώνει το λαό, που και η είδηση μόνο ότι επέστρεψε, σκόρπισε ενθουσιασμό σ’ όλους τους Έλληνες, ενώ τρομερή ανησυχία βασανίζει τους Τούρκους.
Με απόλυτη μυστικότητα στρατολόγησε 300 παλικάρια και, όπου περνούσε, τον υποδέχονταν με ζητωκραυγές και επευφημίες.
Δεν άργησε δε να καταστρώσει το πολεμικό του σχέδιο για την εκ μέρους του και των παλικαριών του πολιορκία της Τριπολιτσάς και για την καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη στα Δερβενάκια, όπου και θριάμβευσε.
Μετά από τις δυο αυτές νίκες του, έγινε ο θρυλικός ήρωας και το άστρο του μεσουράνησε λαμπρότατο όχι μόνο στην Πελοπόννησο αλλά και σ’ όλη την Ελλάδα και σκόρπισε παρηγοριά και ελπίδα σ’ όσα τμήματά της δεν είχαν ακόμη ελευθερωθεί.
Η προσωπικότητα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ήταν ασυγκρίτου μεγαλείου, ο ίδιος είχε μια έξοχη εμφάνιση και μεγάλη ευφυΐα. Το κεφάλι του ήταν μικρό με μακριά μαλλιά, το μέτωπό του πλατύ και τα μάτια ζωηρά με βλέμμα διαπεραστικό. Η αλύγιστη επιμονή του, η βροντερή φωνή του (Κολοκοτρώνης φώναξε κι όλος ο κόσμος τρόμαξε), η περικεφαλαία του θύμιζε τους αρχαίους ήρωες, όλα αυτά μεγάλωναν την επιβολή του. Γράμματα ήξερε λίγα αλλά γνώριζε καλά την Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας.
Σ’ αυτά πρέπει να προσθέσουμε και τη μεγάλη του πίστη στο Θεό, πως η Ελλάδα θα γινόταν ελεύθερη.
Γι’ αυτό συχνά έλεγε: “Ο Θεός υπέγραψε την Ελευθερία της Ελλάδας και δε θα πάρει πίσω την υπογραφή του„.
Ακόμη πρέπει να αναφέρουμε πως για τη Λευτεριά, ειδικότερα της Πελοποννήσου, συνεργάστηκε με τους κατά τόπο αρματωλούς και κλέφτες της, όπως ήταν: οι Πετμεζαίοι από τα Καλάβρυτα, οι Ζαΐμηδες από την Κερπινή των Καλαβρύτων, ο Ανδρέας Λόντος από τη Βοστίτσα, το σημερινό Αίγιο, οι Νοταραίοι από την Κόρινθο, οι Δεληγιανναίοι από τα Λαγκάδια, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης από τη Μάνη, ο Τζανέτος Χριστόπουλος και ο Παναγιώτης Ντούφας από την Ολυμπία και πολλοί άλλοι.
Στους ήρωες αυτούς έχουμε την ιερή υποχρέωση να εκφράσουμε την απέραντη ευγνωμοσύνη μας, γιατί χωρίς εκείνους τα τετρακόσια χρόνια της σκλαβιάς μας ίσως να παρατείνονταν, μέχρι το σήμερα, γιατί όχι και το αύριο.
Εμείς ιδιαίτερα οι Χελιδονιώτες πρέπει να νιώθουμε περήφανοι, γιατί το Χωριό μας είχε την καλή τύχη να φιλοξενήσει ένα βράδυ τον αθάνατο αυτόν ήρωα στα κελιά της Παναγίας της Σεντουκιώτισσας, καθώς πήγαινε με κάποιους στρατιώτες του από τη Ζάκυνθο στην Τρίπολη, για να πάρει μέρος στην απελευθέρωσή της από τους Τουρκαλβανούς. Τιμή, που δυστυχώς εμείς δεν την απαθανατίσαμε με μια Ιστορική Πλάκα.
Ωστόσο η χώρα μας από την άλλη έχει επιδείξει, ευτυχώς, την ευαισθησία της προς τον Πανελλήνια αναγνωρισθέντα ως έναν από τους κορυφαίους ήρωες της επανάστασης, με το στήσιμο του έφιππου αγάλματος του Κολοκοτρώνη στην οδό Σταδίου, μπροστά στην Παλιά Βουλή, με την περικεφαλαία του και το τεντωμένο χέρι του, που έχει κατεύθυνση προς το Παν/μιο, σαν να θέλει να πει ότι οι νέοι μας πρέπει να μορφώνονται σ’ αυτό, ίσως επειδή ο ίδιος δεν ήξερε πολλά γράμματα.
Κατ’ άλλους όμως θέλει να πει πως εκείνο το πνευματικό κέντρο θα οδηγήσει κάποτε τους νέους μας στο να αναγκάσουν αυτούς, που κυβερνούσαν την Ελλάδα αυθαίρετα (Άρμανσμπεργκ, Μάουρερ, Χάυντεκ…. Όθωνας), να γυρίσουν στον τόπο το δικό τους, για να κυβερνήσουν το δικό τους λαό, αν είναι ικανοί, γιατί κάτι τέτοιο αποδείχθηκε πως δε συνέβαινε, αφού κι εκείνους που ελευθέρωσαν την Ελλάδα, αντί να τους τιμήσουν, τους καταδίκασαν σε θάνατο, όπως τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα, παρά την αντίδραση των κορυφαίων και αδέκαστων δικαστικών Τερτσέτη και Πολυζωίδη.
Μετά απ’ αυτά δικαιούται και υποχρεούται, θα λέγαμε, να αναρωτηθεί κανείς: τι φταίει τέλος πάντων, που δίνουμε το δικαίωμα σε άλλους, σε ξένους, να καθορίζουν αυτοί τη μοίρα μας, σαν να είμαστε ανίκανοι εμείς να αυτοκυβερνηθούμε και περιμένουμε τον από ΄΄μηχανής θεό,, , για να μας σώσει αυτός;
Το τι φταίει, όμως, το ξέρει ο καθένας μας. Είναι η υπεραιώνια κατάρα της διχόνοιας, την οποία δυστυχώς δε θέλουμε να απαρνηθούμε.
Δεν είναι ανώφελο και άσκοπο, πιστεύω, για το θέμα αυτό, να βάλουμε τον Εθνικό μας ποιητή Διονύσιο Σολωμό, να μας θυμίσει, με τον ποιητικό του τρόπο, την ψυχοφθόρα αυτή ασθένεια, μήπως και βάλουμε κάποτε μυαλό.
.
“Η Διχόνοια, που βαστάει
Ένα σκήπτρο, η δολερή,
Καθενός χαμογελάει
Παρ’ το, λέγοντας, και συ.
Κειο το σκήπτρο, που σας δείχνει
Έχει, αλήθεια, ωραία θωριά.
Μην το πιάστε, γιατί ρίχνει
Εισέ δάκρυα θλιβερά
Από στόμα, όπου φθονάει,
Παλληκάρια, ας μην ‘πωθεί
Πως το χέρι σας χτυπάει
Του αδελφού την κεφαλή.
Μην ειπούν στο στοχασμό τους
Τα ξένα έθνη αληθινά:
Εάν μισούνται ανάμεσό τους
Δεν τους πρέπει Λευθεριά„…
Προτροπές που, δυστυχώς , πολλές φορές, απευθύνθηκαν και απευθύνονται εις ώτα μη ακουόντων.
Οι Αρχαίοι Πρόγονοί μας, από την άλλη, μας παρέδωσαν μιαν Ελλάδα, που «άνοιξε τα μάτια» όλου του κόσμου και τον έβγαλε από τα σπήλαια και δίκαια την ευγνωμονεί, γιατί τον έμαθε, και μας έμαθε, τι σημαίνει Δημοκρατία, Ελευθερία, Δικαιοσύνη, Επιστήμη, Τέχνη, Θέατρο, Ποίηση, Σεβασμό στη Διαφορετικότητα…
Οι αγωνιστές της Εθνικής Επανάστασης του 1821, από την άλλη, μας παρέδωσαν μιαν Ελλάδα Ελεύθερη, με την υποχρέωσή μας να αναστήσουμε τις προγονικές μας αυτές αξίες.
Μην αμαυρώνουμε, λοιπόν αυτήν την προίκα.
Είναι ανάγκη επομένως να συνειδητοποιήσουμε, λαός και ιθύνοντες, ή καλύτερα ιθύνοντες και λαός, αυτό το χρέος μας, για να μην τρίζουν τα κόκκαλα των αγωνιστών του ’21.
Έχω επίγνωση, φίλοι, πως πολλά, πάρα πολλά παρέλειψα από το μεγάλο αυτό κεφάλαιο, που λέγεται Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Το κενό όμως το δικό μου, που μου το επέβαλε η σύντομη αυτή αναφορά μου προς τιμήν των αγωνιστών του 1821, μπορεί να το καλύψει κανείς καταφεύγοντας στα Απομνημονεύματα του Φωτάκου, με τα οποία μας πληροφορεί με λεπτομέρεια για τη ζωή και τη δράση των Κολοκοτρωναίων, κι όχι μόνο της Επανάστασης του 1821, αλλά τριών ολόκληρων αιώνων, που προηγήθηκαν.