*Ο πνιγμός* Διήγημα του συνεργάτη μας συγγραφέα κ. Κώστα Ι. Περδίκη
Ο πνιγμός
στη μνήμη του μικρού Γιάννη
Του συνεργάτη μας συγγραφέα κ. Κώστα Ι. Περδίκη
Η θάλασσά μας, όταν ο καιρός έχει τις καλές του και δεν φυσάει, είναι χάρμα ιδέσθαι.
Το απέραντο γαλάζιο της χάνεται στο βάθος, προς τα δυτικά και σμίγει με εκείνο του ουρανού, στη γραμμή του ορίζοντα.
Κατά μήκος της ακρογιαλιάς απλώνεται η χρυσή αμμουδιά, που ανηφορίζει απαλά σχηματίζοντας μικρούς αμμόλοφους.
Εκεί φυτρώνουν κάθε χρόνο τα πανέμορφα λευκά κρινάκια, με το ξεχωριστό τους λεπτό άρωμα.
Λίγο πιο μακριά αρχίζει το πευκοδάσος.
Πού και πού στην υγρή άμμο, εκεί που σκάει το κύμα, βρίσκεις μικρά χρωματιστά βότσαλα και αχιβάδες.
Τις μέρες, όμως, που έχει δυνατόν αέρα, η θάλασσα αγριεύει και γίνεται φοβιστική.
Σηκώνονται τεράστια κύματα, που το ένα διαδέχεται το άλλο και καθώς πλησιάζουν στην ακτή σκάζουν αφρίζοντας, με υπόκωφη βουή.
Ο βυθός ανακατεύεται και η επιφάνειά του γίνεται ανώμαλη, με λακκούβες και τούμπια και τότε, αλλού πατάς και αλλού βρίσκεσαι.
Οι ντόπιοι μιλούν για ρουφήχτρες.
Όσοι κολυμπούν εδώ, για πρώτη φορά, δεν ξέρουν τα μυστικά της και ένας-δυο κάθε χρόνο πέφτουν θύματα πνιγμού.
Εκείνο, όμως, το πρωινό του Αυγούστου, η θάλασσα ήταν ήρεμη, σχεδόν λάδι.
Μόνο κάτι μικρά κυματάκια, έξω-έξω, χαλούσαν τη γαλήνη της.
Το λεωφορείο του ΚΤΕΛ είχε κάνει αρκετά δρομολόγια, από την πόλη μέχρι την παραλία, κουβαλώντας πολύ κόσμο.
Το ίδιο και τα λιγοστά ταξί.
ΙΧ αυτοκίνητα κυκλοφορούσαν ελάχιστα τότε και σχεδόν όλα ανήκαν σε παραθεριστές.
Άλλοι, για τη μεταφορά τους, επιστράτευαν ό,τι υποζύγιο διέθεταν, γαϊδούρι ή άλογο.
Ήσαν όσοι πάλευαν με τις δουλειές τους στα χωράφια, σταφίδες και ντομάτες και ξεκαλοκαίριαζαν εκεί, σε πρόχειρα καταλύματα.
Φτάνοντας ο κόσμος σκορπούσε και παρέες-παρέες ξάπλωνε στην αμμουδιά.
Οι πατεράδες μας, όχι και τόσο φανατικοί με τη θάλασσα, έπιαναν τον ίσκιο, κάτω από τη ραποκαλύβα του Σουλίμη και απολάμβαναν το ούζο τους στη δροσιά.
Τη δική μας εποπτεία και φροντίδα την παραχωρούσαν στις μανάδες μας.
Εκείνες, φορώντας ψάθινες καπελαδούρες και μαντίλια, συνεχώς μας φώναζαν να βάζουμε τα καπέλα μας, για να μην πάθουμε ηλίαση.
Μερικές άνοιγαν μαύρες ομπρέλες, εκείνες του χειμώνα, για να προστατευθούν από τον ανηλεή ήλιο.
Οι ομπρέλες θαλάσσης ήταν άγνωστο είδος ακόμη.
Εμείς, πιτσιρίκια τότε, δεν χορταίναμε το παιχνίδι, μπαινοβγαίνοντας στο νερό.
Τα ξεφωνητά μας, ανάκατα με κλάματα μωρών και μουσικές από τρανζιστοράκια, μόδα της εποχής, ακούγονταν παντού.
Ξαφνικά όμως, από μια απροσδιόριστη αιτία, η ανέμελη ατμόσφαιρα άλλαξε.
Ένα πάγωμα και μια ανησυχία απλώθηκε.
Κάτι ψιθυρίστηκε.
Ο κόσμος άρχισε να τρέχει προς τη μεριά του Καϊάφα, εκεί που τώρα βρίσκεται το Νέο Περίπτερο.
Όλοι μας, μικροί και μεγάλοι, καταλάβαμε ότι κάτι είχε συμβεί, κάτι κακό.
Μέχρι να φτάσουμε σ΄ εκείνο το σημείο, στη μέση της απόστασης, έφτασαν από την απέναντι πλευρά οι άλλοι, που κουβαλούσαν το παιδάκι ανάσκελα, κρατώντας το από τα χέρια και τα πόδια.
Ήταν γυμνό, με μόνο το μπανιερό του και είχε κλειστά τα μάτια και το στόμα του.
Το απόθεσαν πάνω στην άμμο, σχηματίζοντας έναν κύκλο γύρω του.
Στο κέντρο του κύκλου, ο Σπύρος ένας νεαρός γιατρός, που τότε μόλις είχε αποφοιτήσει, έπεσε πάνω του προσπαθώντας με τεχνητές αναπνοές να το συνεφέρει.
Πάλεψε ασταμάτητα, μόνος του, για πολλή ώρα.
Κάποτε σηκώθηκε εξουθενωμένος, χωρίς να πει κουβέντα.
Με ένα νεύμα του, μονάχα, μας έδειξε ότι όλα δυστυχώς για το παιδί είχαν τελειώσει.
Τότε όλοι, σαν από διαίσθηση, κοιτάξαμε προς την άλλη μεριά, εκεί που κατέληγε ο δρόμος.
Πίσω από τον χαμηλό αμμόλοφο, είχε ξεμυτίσει η ξερακιανή φιγούρα του τραγικού πατέρα.
Είχε, φαίνεται, πάει και σ΄ εκείνον το μαύρο χαμπέρι και ερχόταν αλλόφρονας, ο έρμος, να μάθει για την τύχη του παιδιού του.
Η κυρία Νίκη, η δασκάλα μας, μια δυνατή γυναίκα, μόλις τον βλέπει ξαμολιέται τρέχοντας να τον προλάβει.
Με όλη της τη δύναμη τον πιάνει αγκαλιά και προσπαθεί να τον εμποδίσει να πλησιάσει.
Τρέχουν κι άλλοι για να τη βοηθήσουν.
Εμείς, τα παιδιά, στεκόμαστε βουβά και αποσβολωμένα.
Πρώτη φορά, στα μάτια μας, ο θάνατος είχε δηλώσει τη φοβερή παρουσία του.
Στην ψυχούλα μας έφτασε η παγεράδα του.
Τότε, νιώθω το χέρι της μάνας μου να με τραβά κοντά της.
Μαζεύουμε γρήγορα τα πράγματά μας και παίρνουμε τον δρόμο για το σπίτι.
Μέχρι να φτάσουμε εκεί, δεν βγήκε κουβέντα από το στόμα της.
Τι ένοιωθε εκείνες τις στιγμές και τι σκέψεις έκανε για το συμβάν, θα το καταλάβω πολλά χρόνια μετά, όταν κι εγώ θα έχω αποκτήσει τα δικά μου παιδιά.
Εκ των υστέρων, βέβαια, υπήρξαν κάποιες εξηγήσεις για το πώς και το γιατί πνίγηκε το άτυχο παιδάκι.
Αυτές όμως δεν μπορούσαν, πια, να πάρουν πίσω το κακό που είχε ήδη γίνει.
Ο Γιάννης είχε ακόμη ένα αδελφάκι, μικρότερό του.
Σήμερα, έχει γίνει ένας ευγενικός και καλοσυνάτος άντρας.
Όταν συναντιόμαστε, με χαμόγελο πάντα, θα με χαιρετήσει.
Στο πρόσωπο του, τότε, προσπαθώ να ξαναφέρω και τη μορφή του μικρού Γιάννη, που τόσο πρόωρα χάθηκε από τη ζωή, μια σταλιά, μόλις, παλικαράκι…