Ο διακεκριμένος συγγραφέας και λογοτέχνης Λεωνίδας Γ. Μαργαρίτης για αξίες και ιδανικά!
ΓΙΑ ΠΟΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ;
Λεωνίδα Γ.Μαργαρίτη Επιτ.Δικηγόρου
Προέδρου Εταιρείας Λογοτεχνών
Βρέθηκα σε μια εορταστική ομιλία για την επέτειο της Εθνικής μας παλιγγενεσίας που οργάνωσε στο Μέγαρο Λόγου και τέχνης η Εθνολογική Εταιρεία Πελοποννήσου με ομιλητή το συμπολίτη τέως Υπουργό Ανδρέα Ζαΐμη απόγονο της γνωστής οικογένειας προκρίτων και αγωνιστών της Επανάστασης.
Το θέμα της ομιλίας του είχε επίκαιρο χαρακτήρα ,αφορούσε μια πιο αντικειμενική θεώρηση των συνθηκών της επανάστασης του 1821.
Ο ομιλητής επιχείρησε να χειριστεί το θέμα του στηριγμένος σε αρχικές πηγές τα απομνημονεύματα αγωνιστών αλλά και αρχεία τα οποία σιγά-σιγά δημοσιοποιούνται από πρωταγωνιστές της εποχής εκείνης τόσο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όσο της Τσαρικής Ρωσίας αλλά και αρχείων κρατών και προξένων τους στην περιοχή της Πελοποννήσου και ειδικότερα της Πάτρας .
Εκείνο που ιδιαίτερα εντυπωσίασε ήταν η παρουσίαση εκ μέρους του ομιλητή ,του πρωτοτύπου κειμένου της πρώτης διακηρύξεως της έναρξης που αγώνα το οποίο υπογράφουν οι Αρχιερείς Παλαιών Πατρών Γερμανός,ο Κερνίτσης Προκόπιος και οι πρόκριτοι των Πατρών Ανδρέας Λόντος, Ανδρέας Ζαΐμης και Μπενιζέλος Ρούφος οι οποίοι αν και διατάχθηκαν από τις Οθωμανικές αρχές να παρουσιαστούν στην Τρίπολη δεν προσήλθαν, και αν’ αυτού κήρυξαν την έναρξη του αγώνα στην Πάτρα.
Ο ομιλητής σε πολλά σημεία της ομιλίας του έκανε χρήση εγγράφων και απομνημονευμάτων αγωνιστών του 21 και προσπάθησε να είναι περισσότερο αντικειμενικός για τις συνθήκες του ξεσηκωμού και το ρόλο που διαδραμάτισε ο καθένας από τους πρωταγωνιστές εκείνης της εποποιίας .
Εντυπωσιακή ήταν η αποστροφή του ομιλητή σε ερώτημα που υπέβαλε σε σύγχρονο νέο, εάν εκείνος σήμερα θα διακινδύνευε τη ζωή του για την πατρίδα, κι εκείνος του απάντησε με ερώτημα : Για ποια Πατρίδα ;
Οι αγωνιστές του 21 αγωνίστηκαν όπως χαρακτηριστικά τόνιζαν :«Για του Χριστού την Πίστη την αγία και της πατρίδας την Ελευθερία» .
Οι σύγχρονοι νεοέλληνες ατυχώς λίγη δίνουν έως καθόλου σημασία σ’ αυτά τα ιδεώδη που θέρμαιναν τις καρδιές των νέων εκείνης της εποχής.
Αυτή η πραγματικότητα λίγο η και καθόλου δεν βαρύνει τους νέους σήμερα. Όπως τους διδάξαμε, όπως τους παραδειγματίσαμε όπως τους νουθετήσαμε όχι τόσο με τα λόγια όσο με το χαρακτηριστικό δικό μας διδαχτικό παράδειγμα.
Μας βαρύνουν πολλά.
Η γενιά μου μολονότι βγήκε από ένα παγκόσμιο πόλεμο, μια κατοχή και ένα εμφύλιο δεν διδάχθηκε από τα λάθη της.
Συνέχισε να κινείται σε λάθος τροχιά και να συντηρεί το μίσος μεταξύ των πολιτών. Να σπείρει το φανατισμό και τη διαίρεση.
Οι αρχές της εν γένει ζωής μας δεν βασίστηκαν σε υγιείς βάσεις και ξαφνικά διαπιστώσαμε πως είμαστε υπό κατοχή.
Κοιτάς γύρω σου και λες που είναι ή Ελλάδα; Που είναι οι Έλληνες; Ποίοι μάς πούλησαν; Ποίοι μάς αγόρασαν; Βιώνοντας ένα σκληρό παιχνίδι πίσω από την πλάτη μας και πάντα εις βάρος μας, βλέπουμε πώς δεν είμαστε άμοιροι ευθυνών.
Φταίμε όλοι μας γιατί καταργήσαμε το Θεό. Θεωρήσαμε πια πως δεν μας χρειάζεται.
Στη θέση τής ’Εκκλησίας βάλαμε τις στοές.
Στη θέση του μυστηρίου του Γάμου βάλαμε μια συμβολαιογραφική πράξη.
Τη Μάνα την αντικαταστήσαμε με την τηλεόραση.
Στη θέση των άλλοτε παιδιών βάλαμε τα σκυλιά…
Τον πνευματικό πατέρα μας τον αντικαταστήσαμε με τα μέντιουμ και τους ψυχολόγους.
Τη θεία Λειτουργία την αντικαταστήσαμε με κολυμβητήρια και φροντιστήρια.
Την επικοινωνία μας και το Θεό και την προσευχή την ανταλλάξαμε με γιόγκα.
Τη Νηστεία με δίαιτες.
Υποκαταστήσαμε το Χριστό με τον χρυσό και τη φιλαργυρία.
Μ’ αυτό τον τρόπο άδειασε ή ψυχή μας…
Και μετά από αυτά ήρθε η κρίση ή μεγάλη. Εκείνοι που ήταν ταγμένοι να φυλάνε Θερμοπύλες συμβιβάστηκαν με ένα μισθό δημοσίου υπαλλήλου.
Και οι πολιτικοί μας ηγέτες ,μας χάιδεψαν τα αυτιά και δανειζόταν για να εξασφαλίσουν τις αποταμιεύσεις του στις Ελβετικές και άλλες τράπεζες.
Οι απάντηση σε ερωτήσεις επιστημόνων και τεχνοκρατών που επέσειαν τον κίνδυνο των συνεπειών του υπερδανεισμού απαντούσαν:
« ‘Όταν θα είμαστε υποχρεωμένοι να επιστρέψουμε τα δάνεια, δεν θα υπάρχουμε στη ζωή».
Έτσι ένιωθαν πως είχαν και την πίτα ακέραια και το σκύλο χορτάτο.
Τώρα το ζήτημα είναι πως οι «Πατριώτες» αφού έκαναν το κουμάντο τους κατά χρέωσαν τη χώρα φυγάδευσαν τις αποταμιεύσεις τους στο εξωτερικό ,οι νέοι μας δεν έχουν πλέον μέλλον και φεύγουν στα ξένα για μια όχι καλύτερη τύχη αλλά για επιβίωση ,αλήθεια για ποια πατρίδα να αγωνιστεί σήμερα ο κάθε νέος μας.
Για ποια πατρίδα να αγωνιστεί ο νέος για την καταχρεωμένη και πουλημένη στους ξένους για ποια θρησκεία ,που την καταντήσαμε τυπική διαδικασία και πόλο έλξης κάθε φιλόδοξου και φιλάργυρου;
Δεν είναι πού δέν ευημερούμε, είναι πού δέν μετανοούμε…
Δέν είναι η οφειλή των δανείων, είναι η οφειλή των δακρύων…
Πάμε ολοταχώς πρός τά πίσω… πού μυρίζει λιβάνι, πρόσφορο… καντήλι… σαρανταλείτουργα… προσκομιδή··· νερά αγιασμένα… πόρτες ασφαλισμένες με το σημείο του Σταυρού από τη λαμπάδα της Ανάστασης.
Εσύ απελπισμένε αδελφέ… πίστεψε με… δεν υπάρχει άβυσσος, γιατί υπάρχει Παναγία…
Καμιά άβυσσος δεν θα ρυθμίζει τη ζωή μας… Σήκω έχεις μάνα… Η Παναγιά θά ’ρθεί και την άβυσσο Παράδεισο θα κάνει και σε έξοδο το αδιέξοδο θα αναδείξει… Πίστεψε με έχει χιλιάδες φορές ξαναγίνει…».