Μια βόλτα στη λίμνη Πηνειού *** Γράφει ο εκλεκτός συνεργάτης της Εφημερίδας μας Νίκος Τσούλιας, Εκπαιδευτικός
Μια βόλτα στη λίμνη Πηνειού
Του Νίκου Τσούλια
Μια βόλτα στη λίμνη του Πηνειού, στο Φράγμα, που εμείς ονομάζουμε εδώ και δεκαετίες, δεν είναι μια βόλτα στο Φράγμα! Είναι μια περιδιάβαση στο παρελθόν μας, μια ενδοσκόπηση στον εαυτό μας. Είναι οδοιπορικό στοχασμού και συναισθήματος, πόνου και νοσταλγίας…
Και ζούμε μια αντίφαση. Βλέπεις την ομορφιά του νερού, της λίμνης που αγκάλιασε το χωριό μας και το έκανε χωριό εξωτικό, αλλά η σκέψη μας άλλα αναζητεί. Ψάχνει να βρει σημάδια του παρελθόντος, των εικόνων που χάθηκαν μονομιάς και με βαρβαρότητα και όχι απλά και μόνο με το ξεθώριασμα του χρόνου, όπως γίνεται σε όλα τα πράγματα.
Δεν υπάρχει τίποτα που να θυμίζει το χθες. Είναι στο βυθό. Το νερό έχει επιβάλλει τη σιωπή και το σκοτάδι. Καμιά μαρτυρία – ακόμα και στα σημεία της ακτής που γλείφει το νερό άλλοτε ως επισκέπτης και άλλοτε ως αναχωρητής. Λυγαριές – που της κουβάλησε η κοίτη του ποταμιού – για να καταδείξει την απόλυτη κυριαρχία του επικρατούν.
Και κάποια απομεινάρια των μικρών λόγγων που απέμειναν απλά βαστάνε μικρές αναλαμπές της νοσταλγίας για να μη σβήσει η όλο και πιο ασθενική φλόγα της μνήμης. Τίποτα δεν θυμίζει τα καρπερά μποστάνια, τις ατέλειωτες σταφίδες και τα αμπέλια, τις εποχιακές καλλιέργειες και τα τόσα και τόσα αγριολούλουδα στις άκρες των χωραφιών και στους λιγοστούς χερσότοπους. Ακόμα και οι κοντινές στο νερό πλαγιές των σταροχώραφων και τον λίγων λιόδεντρων έχουν κυριευτεί από 2 – 3 τρία φυτά του ποταμιού.
Τα γεφύρια όμως καλά κρατούν, και το σύγχρονο του δημόσιου δρόμου και το τούρκικο με τη θαυμαστή καμάρα του. Μπορεί να σκεπάζονται από το … φράγμα όλο το χρόνο αλλά προς το τέλος του καλοκαιριού και το φθινόπωρο αποκαλύπτονται και μαζί τους ανασύρεται όλος ο παιδικός μας κόσμος: των παιχνιδιών και των εργασιών αλλά και οι εικόνες της δημοσιάς: των οδοιπόρων, των γυρολόγων και των πραματευτάδων, των καλαθόγυφτων, των αυτοκινήτων, των καβαλάρηδων, των ζώων…
Και σαν το νερό υποχωρεί πολύ, ορμάμε στα απελευθερωμένα εδάφη και ψάχνουμε τα σύνορα των χωραφιών. Παίρνουμε ως σταθερό σημείο το δημόσιο δρόμο με τα λίγα υπολείμματα της ασφάλτου που έχουν απομείνει, υπολογίζουμε με το μάτι αποστάσεις και ορμάμε σαν εκτιμητές των παλιών καιρών σε ένα περιβάλλον ξένο – προκλητικά ξένο, αφού λάσπη και ξεραΐλα είναι παντού προσβάλλοντας βάναυσα μνήμες και φαντασιώσεις.
Βγάζουμε φωτογραφίες και καμαρώνουμε για την ομορφιά που βγαίνει στο φόντο μας με τη λίμνη. Τι να κάνουμε; Αυτό μόνο βλέπουν οι άλλοι επισκέπτες, αυτό μόνο βλέπουν και οι νέοι και οι νέες του χωριού μας, αυτό βλέπουν και τα δικά μας μάτια. Μπορούμε να αρνηθούμε την πραγματικότητα; Αλλά εμείς κοιτώντας ξανά και ξανά τις φωτογραφίες δεν βλέπουμε πρωτίστως αυτό που δείχνουν αλλά αυτό που κρύβουν…
Βλέπουμε αυτό που δεν φαίνεται, αυτό που είναι κρυμμένο. Άλλωστε, δεν ισχύει το περίφημο φιλοσοφικό πρόταγμα του Ηράκλειτου «Φύσις κρύπτεσθαι φιλεί» (η Φύση αγαπάει να κρύβεται); Βλέπουμε με τα μάτια της ψυχής μας τα φαντάσματά μας και τις αναπολήσεις μας.