Μια ωραία περιήγηση στις μαγευτικές τοποθεσίες της Λίμνης του Καϊάφα από τον Κώστα Ι. Περδίκη
Α ν τ ί λ α λ ο ι
Λ ό γ ο υ & Τ έ χ ν η ς
Γράφει ο συγγραφέας λογοτέχνης Κώστας Ι. Περδίκης
Μικρό ταξίδι
Κάθε καλοκαίρι, μία από τις ανταμοιβές των κόπων της περασμένης σχολικής χρονιάς, των δικών μου και της αδελφής μου, ήταν και το ταξιδάκι στον γειτονικό Καϊάφα, με την ομώνυμη λίμνη.
Την πραγματοποίηση αυτού του ταξιδιού αναλάβαινε αποκλειστικά η μητέρα μας.
Ο εθνικός δρόμος, που υπάρχει σήμερα, δεν είχε φτιαχτεί ακόμη και ο μοναδικός τρόπος για να πάει κανείς εκεί ήταν με το ωτομοτρίς.
Το ταξίδι άρχιζε γύρω στις τέσσερις το απόγευμα από τον Σταθμό μας και δεν διαρκούσε πάνω από δέκα λεπτά.
Το ωτομοτρίς, στρίβοντας ελαφρά πότε δεξιά και πότε αριστερά, διέσχιζε κατά μήκος το πυκνό πευκοδάσος, μέχρι να φτάσει στον επόμενο σταθμό, που ήταν και ο προορισμός μας.
Το μικρό κτίριο του σταθμού ήταν μια όμορφη πέτρινη κατασκευή, με το απαραίτητο μεταλλικό στέγαστρο και την επιγραφή ΚΑΪΑΦΑΣ.
Στην άλλη πλευρά, σχεδόν απέναντι, υπήρχε μία διώροφη οικοδομή και στο ισόγειό της ένα εστιατόριο, πολύ καλό για την εποχή του.
Ένα ξύλινο μικρό περίπτερο, με τσιγάρα κι άλλα μικροπράγματα, ολοκλήρωνε το σύνολο των εκεί κτισμάτων.
Δυτικά του σταθμού, περνώντας τις γραμμές του τραίνου και μετά τους χαμηλούς αμμόλοφους, έμενες εμβρόντητος στη θέα της απέραντης θάλασσας.
Ανατολικά του μικρού σταθμού του τραίνου, κάθετα με τις γραμμές, ξεκίναγε ένα τσιμεντένιο δρομάκι, ανάμεσα από πανύψηλες κουκουναριές, που έφτανε μέχρι την αρχή της λίμνης.
Στο πλάι του δρομίσκου, μερικοί φτωχοί άνθρωποι, πραγματικοί καλλιτέχνες, που ζούσαν γύρω από τη λίμνη, πούλαγαν την πραμάτεια τους.
Ήσαν τα περίτεχνα εκείνα καλαθάκια και πανέρια, φτιαγμένα από τους ίδιους, από ξεφλουδισμένες, άσπρες, βέργες λυγαριάς.
Στα νερά της λίμνης, που είχαν γαλαζοπράσινο χρώμα, κολυμπούσαν ένα σωρό ψάρια, ενώ στις όχθες μέσα στα καλάμια και τα βούρλα φώλιαζαν βατράχια και νεροχελώνες.
Μετά από λίγα ακόμη μέτρα, το δρομάκι κατέληγε στη νησίδα της Αγίας Αικατερίνης, που όλη κι όλη ήταν λίγα στρέμματα.
Πάνω στη νησίδα λειτουργούσε εύρυθμα μια μικρή πολιτεία.
Υπήρχαν τρία όμορφα προπολεμικά ξενοδοχεία με ονόματα όπως ΑΡΗΝΗ, ΓΕΡΑΝΙΟΝ και ΟΛΥΜΠΙΑ, καθώς και μια πτέρυγα από ταπεινά ισόγεια καταλύματα, τα λεγόμενα “λαϊκά”, για τα φτωχότερα βαλάντια.
Ένα πολυτελές εστιατόριο, με λευκά τραπεζομάντηλα και κολονάτα ποτήρια, εντυπωσίαζε στο ισόγειο του κεντρικού ξενοδοχείου.
Ήσαν ακόμη το γραφείο της Διεύθυνσης, το Ιατρείο, και τα τοπικά παραρτήματα της Χωροφυλακής και του Ταχυδρομείου.
Τέλος ένα μικρό μπακάλικο και ένα δεύτερο περίπτερο, που εξυπηρετούσαν τους εκεί διαμένοντες.
Στη Νότια άκρη της νησίδας, το τελευταίο κτίσμα ήταν το γραφικό εκκλησάκι της Αγίας Αικατερίνης.
Από εκεί άρχιζε και η περιήγησή μας.
Προσκυνούσαμε, ανάβαμε το κεράκι μας και μετά επιβιβαζόμαστε στη βενζινάκατο, που ήταν δεμένη στη μικρή ξύλινη προβλήτα, έτοιμη για το επόμενο δρομολόγιο.
Ο μαγευτικός διάπλους της λίμνης, με τον χαρακτηριστικό υπόκωφο ήχο της μηχανής, διαρκούσε δυστυχώς για μας μόνο λίγα λεπτά.
Ο μελαψός συμπολίτης μας, ο περίφημος Κώστας, περίφροντις και σοβαρός, κουμαντάριζε το μικρό σκάφος με ύφος τουλάχιστον καπετάνιου υπερωκεανίου.
Το πλοιάριο, φτάνοντας στην απέναντι όχθη, έδενε σε μια παρόμοια ξύλινη προβλήτα, μπροστά από το παλιό κτίριο των Λουτρών.
Οι συνεπιβάτες μας, οι αποκαλούμενοι “λουόμενοι”, με τις πετσέτες στα χέρια, έσπευδαν να πιάσουν σειρά για το θερμό λουτρό τους.
Άλλοι, κρατώντας κύπελλα, βάδιζαν λίγο πιο μακριά για το Γεράνιο αυλάκι.
Εκεί έπιναν από το ζεστό νερό, που έβγαινε μέσα από το βουνό και το οποίο είχε ιαματικές ιδιότητες, αλλά και τη φοβερή δυσοσμία του κλούβιου αυγού.
Κάνοντας πάλι τον διάπλου της λίμνης, προς την αντίθετη τώρα κατεύθυνση, καταλήγαμε στο εστιατόριο, δίπλα στον σταθμό, για να ξεκουραστούμε και για να απολαύσουμε ένα “υποβρύχιο” ή μια παγωμένη πορτοκαλάδα.
Έπρεπε άλλωστε να περάσει λίγη ώρα γιατί το καλύτερο, για μένα και την αδελφή μου, ήταν εκείνο που θα ακολουθούσε στη συνέχεια.
Κι αυτό ήταν η παράσταση του Καραγκιόζη.
Ο μπερντές έστεκε λίγα μέτρα πιο κει, απέναντι από το εστιατόριο, στο ίσιωμα μετά τις γραμμές και περίμενε τους θεατές.
Από το μεγάφωνο ο καραγκιοζοπαίχτης διαλαλούσε στεντορείως το έργο, που σε λίγο θα παρουσίαζε.
Με το που άρχιζε να σκοτεινιάζει παίρναμε θέση στην πρώτη σειρά.
Το λευκό πανί φωτιζόταν πάραυτα και συγχρόνως από το μεγάφωνο άρχιζε θριαμβευτικά να ακούγεται η μουσική τής έναρξης.
Οι φιγούρες του Καραγκιόζη και της παρέας του έβγαιναν επιτέλους στο πανί, σκορπώντας τη μαγεία τους στην πιτσιρικαρία, που ξεσπούσε σε γέλια και παλαμάκια.
Είμαστε μέσα στην καλή χαρά και ευτυχία, μέχρι την ώρα που ακουγόταν από μακριά το σφύριγμα του ωτομοτρίς.
Όλα για μας τότε ξαφνικά κατέρρεαν.
Άλλο δρομολόγιο για την επιστροφή δεν υπήρχε και έτσι έπρεπε να φύγουμε, αφήνοντας την παράσταση όχι στη μέση αλλά στην αρχή της.
Ουδέποτε, απ΄ όσο θυμάμαι, είδαμε μέχρι το τέλος μία παράσταση.
Το κενό αυτό είχα την ευκαιρία να το καλύψω πολύ αργότερα.
Όταν αρχικά παρέα με τον Γιάννη, τον πρωτότοκο γιο μου, τρέχαμε όπου ακούγαμε ότι υπάρχει παράσταση Καραγκιόζη, αλλά και αργότερα όταν με τον άλλο μου γιο, τον Τάκη, παρακολουθούσαμε παρέα, κάθε Κυριακή πρωί, Καραγκιόζη στην τηλεόραση…