Με αφορμή μια παράξενη συζήτηση στο λύκειο… *** Γράφει ο συνεργάτης μας κ. Νίκος Τσούλιας
Με αφορμή μια παράξενη συζήτηση στο λύκειο…
Του συνεργάτη μας κ. Νίκου Τσούλια
Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλος θεσμός πέραν του σχολείου – άλλη κοινωνική λειτουργία όπως αυτή της σχολικής αίθουσας και δη εκείνης του Λυκείου όπου να αναδύονται οι πιο οριακοί προβληματισμοί και οι πιο δημιουργικές σκέψεις με αφορμή ασήμαντες φαινομενικά αιτίες.
Από μια ερώτηση ή έναν σχολιασμό μαθητή ή μαθήτριας μπορεί να προκύψει ένας διάλογος δαιδαλώδης που να αναζητεί ξέφωτα ορθολογισμού ή αναβαθμίδες προβληματισμού. Είναι δε τόσο «αιφνίδιοι» και παρθενικοί οι στοχασμοί των μαθητών, που ο εκπαιδευτικός εκπλήσσεται συνήθως για την πορεία μιας συζήτησης, για τα πολλαπλά «ξεστρατίσματα» και για τις πλούσιες σκέψεις που αναδύονται από ένα φαινομενικά ήσυχο «ακροατήριο».
Η αφορμή ωστόσο εκείνη τη φορά δόθηκε από εμένα. Μιλούσα για το πάθος της γνώσης που πρέπει να κατακτήσουν, για τη φιλαναγνωσία και τη βιβλιοφιλία. «Προσωπικά, έχω κάνει και μια παράξενη ίσως σκέψη. Επειδή λατρεύω τα βιβλία, έχω πει στους δικούς μου ανθρώπους ότι ‘όταν με το καλό πεθάνω, να μου βάλουν μαζί μου κάποια από τα αγαπημένα μου βιβλία: την Οδύσσεια και την Ιλιάδα, τα «Πολιτικά» του Αριστοτέλη, τον «Προμηθέα Δεσμώτη» του Αισχύλου, την «Αντιγόνη» και τον «Οιδίποδα τύραννο» του Σοφοκλή, το «Έγκλημα και τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι, τον «Δον Κιχώτη» του Θερβάντες»…
Αμέσως παρατηρήθηκε κλίμα ένστασης από ομάδες μαθητών. «Μα μπορούμε να μιλάμε για το θάνατο και να χρησιμοποιούμε την έννοια του καλού;», ήταν η έντονη αντίρρηση που γεννήθηκε και ξεπετάχθηκε σαν φωτιά σε καλαμιά. Μου είχε δοθεί φοβερή ευκαιρία, γιατί όταν έχει προκληθεί γενικός ξεσηκωμός στοχασμού – και όχι απλά ζωηρό ενδιαφέρον – στη σχολική αίθουσα και η όλη υπόθεση είναι προκλητική, είμαι βέβαιος ότι θα μείνει στους λογισμούς των μαθητών για πολλά χρόνια.
Τους εξήγησα τη βιολογική / επιστημονική άποψη περί θανάτου, ότι είναι απόλυτα αναγκαίος για τη δημιουργία της ζωής, για την αέναη επαναχρησιμοποίηση των ούτως ή άλλως πεπερασμένων χημικών στοιχείων του πλανήτη μας των απαραίτητων για τη δημιουργία βιολογικών οργανισμών, για το συνεχές της εξέλιξης μέσα από τη διαχρονική αλυσίδα «θάνατος – ζωή…» και ότι τελικά δεν θα μπορούσε να υπάρξει ζωή – με τη μορφή που την ξέρουμε – χωρίς την ύπαρξη του θανάτου.
«Επομένως ο θάνατος είναι τόσο φυσικός και απαραίτητος όσο και η ίδια η ζωή και δεν ξέρω αν θα ήταν και καλύτερα αν δεν υπήρχε. Και όταν λέω «με το καλό», εννοώ να συμβεί το γεγονός του θανάτου σε μεγάλη ηλικία και χωρίς τις περιπέτειες βασάνων και κακής ποιότητας ζωής. Ο θάνατος προκαλεί τον άνθρωπο μόνο όταν έρχεται σε ηλικίες πλην των βαθιών γηρατειών και όταν συνδέεται με μακροχρόνιο πόνο».
Υπάρχει μια αισθητική και μια κουλτούρα στο σύμπαν της σχολικής αίθουσας. Όταν ο εκπαιδευτικός διατυπώνει προσωπική άποψη, απελευθερώνει όλους τους μαθητές για να εκφράσουν τη δική τους – κάτι που δεν συμβαίνει όταν το μαθησιακό παιχνίδι εκτυλίσσεται με πεδίο αναφοράς τη γνώση και την επιστήμη / το σχετικό μάθημα.
Πρόκειται κατ’ ουσία για μια άλλη λειτουργία της σχολικής αίθουσας όπου εκπαιδευτικός και εκπαιδευόμενοι μετασχηματίζουν τους παραδοσιακούς ρόλους τους και γίνονται όλοι πηγή ισότιμου προβληματισμού και στοχασμού.
Και για να φύγουμε από το σχολείο, θέλω να θέσω το ερώτημα. Γιατί οι άνθρωποι δεν συζητούν μεταξύ τους το πιο σημαντικό πρόβλημα, το πιο εκρηκτικό ερώτημα, το πιο στοχαστικό και φιλοσοφικό ζήτημα, εκείνο του θανάτου; Πώς μπορούν να κουβεντιάζουμε και να προβληματιζόμαστε για καθετί μικρό βιοποριστικό ή καθημερινό θέμα και να μην κάνουμε καμιά αναφορά στο θάνατο σαν να μην υπάρχει και κυρίως σαν να μην μας απασχολεί ή στην καλύτερη των περιπτώσεων να είναι απλά και μόνο ζήτημα των θρησκειών;
Γίνεται να εκχωρηθεί το πιο υπαρξιακό ζήτημα του ανθρώπου σε «κάποιους», οι οποίοι αυθαίρετα και προκλητικά έχουν αυτοπροσδιοριστεί ως οι μοναδικοί που ξέρουν (…) αλλά και οι μοναδικοί διαμεσολαβητές που ενδεχομένως και να καθορίζουν το τι και το πώς θα συμβεί στο επέκεινα;
Υπάρχει δικαιολογία για την όλη στρέβλωση και την απόλυτη αποσιώπηση του θανάτου, ο φόβος! Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι δεν χρησιμοποιούμε και πολύ στις ημέρες μας τη λέξη «πέθανε» αλλά τη λέξη «έφυγε»! Αλλά φόβος γιατί; “Μήπως ξέρουμε ότι ο θάνατος είναι το χειρότερο που μπορεί να μας συμβεί”, όπως φοβερά εύστοχα αναρωτιόταν (και όπως σχεδόν πάντα μη απαντώντας…) ο μεγάλος φιλόσοφος της ανθρωπότητας, ο Σωκράτης;
Το ζήτημα του θανάτου είναι ζήτημα της ζωής, όχι με την έννοια που έθεσα στην αρχή, αλλά με την έννοια ότι μόνο εν ζωή μπορεί να τεθεί! Το γεγονός ότι αναφερόμαστε στο θάνατο μόνο όταν πεθαίνει κάποιος δικός μας άνθρωπος και υπό το βάρος του πόνου και του πένθους, δημιουργείται αναπόφευκτα ένα κατάμαυρο σκηνικό που παραμορφώνει εντελώς την ηθική και την αισθητική του θανάτου, την ψυχολογία μας και τον ορθολογισμό μας και κυρίως την ελευθερία του πνεύματός μας.