*μακρινά Χριστούγεννα* – Ένα θαυμάσιο διήγημα του εξαιρετικού συγγραφέα λογοτέχνη Κώστα Ι. Περδίκη
Α ν τ ί λ α λ ο ι
Λ ό γ ο υ
& Τ έ χ ν η ς
Γράφει ο συγγραφέας λογοτέχνης Κώστας Ι. Περδίκης
μακρινά Χριστούγεννα
Δυο τρεις μέρες πριν κλείσουν τα σχολεία για τις διακοπές των Χριστουγέννων, ο πατέρας μου συνήθιζε να πηγαίνει, πάντα με το γαϊδούρι του, στο λιοστάσι μας, στον Κάνταλο ,στην κορυφή του απέναντι λόφου.
Στην κάτω μεριά του, εκεί που τέλειωναν οι ελιές, άρχιζε ένας μεγάλος κυπαρισσώνας με κάθε λογής κυπαρίσσια.
Από εκεί, ο πατέρας κάθε χρόνο διάλεγε ένα θηλυκό κυπαρισσάκι, με ανοιχτά κλαδιά, σαν έλατο και μας το κουβαλούσε στο σπίτι για να αποτελέσει το Χριστουγεννιάτικο δέντρο μας.
Η μητέρα μου το έβαζε σε μια πήλινη γλάστρα με χαλίκια, για να στέκεται σταθερά όρθιο και το τοποθετούσε στη μια γωνία του χωλ, φάτσα με την κύρια είσοδο του σπιτιού μας.
Ύστερα, εγώ και η αδελφή μου αναλαμβάναμε να το στολίσουμε.
Αρχίζαμε από την κορυφή του, όπου βάζαμε το ασημένιο αστέρι της Βηθλεέμ, με την ουρά.
Μετά, κρεμάγαμε στα κλαδιά τις πολύχρωμες μπάλες, που έτσι και τις έσφιγγες λίγο γίνονταν θρύψαλα, καθώς και όσα άλλα στολίδια διέθετε η συλλογή μας.
Στη βάση του δέντρου έπαιρνε τη θέση της η μεγάλη φάτνη.
Χρωματιστά φωτάκια, μπαλόνια διαφόρων χρωμάτων και μικρές τούφες από μπαμπάκι, για χιόνι, ολοκλήρωναν τη διακόσμηση.
Τελειώνοντας, πανευτυχείς για το αποτέλεσμα, καμαρώναμε το δημιούργημά μας, έτοιμοι για τη σύγκριση με τα δέντρα των φίλων μας.
Εκείνη όμως τη χρονιά, δεν ξέρω γιατί, ο πατέρας ξεχάστηκε. Έφτασε η προπαραμονή χωρίς να μας προμηθεύσει το καθιερωμένο δέντρο.
Αρχίσαμε και οι δυο μας την γκρίνια.
Τι να κάνει και η μητέρα μας;
Αν και ήταν ψόφια από την κούραση, που είχε τραβήξει όλη τη μέρα για να ετοιμάσει τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα, μου λέει αποφασιστικά:
“Εμπρός, σήκω να πάμε να βρούμε δέντρο”.
Ήταν απογευματάκι, ο καιρός είχε βαρύνει και ετοιμαζόταν για βροχή.
Πήραμε τον δρόμο, που πάει στα λουτρά.
Φτάνοντας στην Ξεροχωρίτικη γράνα, μπήκαμε μέσα στην κοίτη της και αρχίσαμε να βαδίζουμε προς τα δυτικά.
Η γράνα δεν κατέβαζε, ακόμη, πολύ νερό και έτσι υπήρχε στεγνό χώμα για να περπατάμε, χωρίς να βρεχόμαστε.
Αριστερά και δεξιά, στις όχθες, βλέπαμε κάθε είδους θάμνους και δέντρα.
Λυγαριές, δάφνες, πλατάνια.
Εκείνο όμως που ψάχναμε δεν έλεγε να φανεί.
Συνεχίσαμε την πορεία, προσπερνώντας το αμπέλι μας, που ήταν στο πλάι του ρέματος.
Λίγο ακόμη και θα φτάναμε στη λίμνη, όπου κατέληγε και χυνόταν.
Τότε, μετά από μια μικρή καμπή που έκανε το ρέμα, ως εκ θαύματος, είδαμε να στέκει στη δεξιά όχθη, σαν να μας περιμένει, εκείνο που εναγωνίως αναζητούσαμε.
Ήταν ένα μικρό θηλυκό κυπαρισσάκι, πανέμορφο, όμοιο με μικρό έλατο.
Δεν μου πήρε παρά λίγα λεπτά να το φτάσω και με το μικρό πριόνι, που είχα μαζί μου, να το κόψω.
Ελαφρύ, καθώς ήταν, το φόρτωσα στον ώμο μου και βλέποντας τη μητέρα μου εξίσου ικανοποιημένη, πήραμε τον δρόμο της επιστροφής.
Οι πρώτες σταγόνες άρχισαν να πέφτουν, κάνοντάς μας να ταχύνουμε το βήμα μας για να προλάβουμε τη μπόρα.
Εκείνο το δέντρο, είμαι σίγουρος, ήταν το πιο όμορφο απ΄ όλα όσα είχαμε στολίσει, σαν παιδιά.
Είναι Χριστούγεννα 1999, βραδάκι.
Σε λίγες μέρες ο 20ος αιώνας θα μας αποχαιρετήσει.
Το πρωί έβρεξε, αλλά τώρα όλα έχουν πάλι στεγνώσει.
Κάθομαι, σχεδόν μόνος μου, στην πάνω πλατεία σ΄ ένα παγκάκι.
Ο πολύς κόσμος δεν έχει βγει ακόμη στην αγορά, ύστερα από το μεσημεριάτικο γεύμα του.
Στην απέναντι γωνία, ο δήμος, όπως κάθε χρόνο, έχει στολίσει ένα δέντρο με χρωματιστά λαμπάκια, που αναβοσβήνουν ρυθμικά.
Κοιτάζοντάς το, ξεχνιέμαι.
Αρχίζω να ταξιδεύω πολύ-πολύ πίσω.
Τότε, σαν κάτι ν΄ άστραψε μέσα μου, κάτι που έπρεπε, ευθύς αμέσως, να διαπιστώσω.
Σηκώνομαι, με φούρια, για το σπίτι.
Πάω κατ΄ ευθείαν στην καρυδένια ντουλάπα, που ήταν προίκα της μητέρας μου.
Ανοίγω το δεξιό μεσιανό συρτάρι.
Ήταν εκεί, όπως τότε το είχαμε αφήσει.
Κανείς δεν το είχε πειράξει.
Το χάρτινο κουτί, με το σκέπασμα και μέσα τα στολίδια του δέντρου, φυλαγμένα με φροντίδα και αγάπη, να με περιμένουν, τόσα χρόνια, να τα κρεμάσω και πάλι…
(Από το βιβλίο “Σινική Μελάνη”, 2014 )