ΗΛΕΙΑ: Ο τόπος του Πνεύματος και του Φωτός που αναδεικνύουμε – Διαβάστε την Κ.Ι. Δημητροπούλου
«Φτου και βγαίνω»
στο παιχνίδι της ζωής
8888888888888888888888888888888888
Γράφει η Καλλιόπη Ι. Δημητροπούλου
Όταν στεγνώνει ο καιρός κι η σύγχρονη ξηρασία φωλιάζει στις ψυχές μας, συμβαίνει να γυρνάμε πίσω στις παιδικές ανάσες μας και στα ανέμελα παιδικά χρόνια. Εκεί που ο κόσμος φάνταζε μέγας και αρχιερατικός.
Και ποιος δεν αναπολεί με νοσταλγία τα παιχνίδια στις γαλαντόμες με ζωή αλάνες; Ποιος δεν λαχταρά την πλούσια σε απλότητα εποχή που τα παιδικά χαμόγελα κι οι νιούτσικες φωνές άνθιζαν στις ολόδροσες αυλές, στις γειτονιές που οι γυναίκες έπιαναν το λακριντί και στους κεφάτους δρόμους; Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αίσθηση ελευθερίας από το παιχνίδι στο χωριό με τις «βουτιές» στα τραχιά καλντερίμια του και το απέραντο χαζοκόπημα στα γραφικά ασβεστωμένα σοκάκια του. Ο ακριβότερος καλλιτέχνης, η μάνα φύση με την απλόχερη ομορφάδα της μας μύησε για πάντα στα μυστικά της!
Οργώναμε στην κυριολεξία τις ρούγες και ανακαλύπταμε μόνοι μας τα απόκρυφα της ζωής μέσα από την αλυσίδα της φύσης. Αποκτούσαμε, με βιωματικό τρόπο, τις αναγκαίες δεξιότητες επιβίωσης, συλλογικότητας και επικοινωνίας.
Αγναντεύοντας το μούχρωμα μιλούσαμε με τα χρώματα του ουρανού και το φως των άστρων. Γνωρίζαμε τη γεύση της αγουρίδας και του ώριμου φρούτου, τη νοστιμιά των καρπών και ονοματίζαμε τα περίεργα στη μορφή και στο χρώμα δέντρα. Ο καθένας το δικό του: Ο σταχτύς, ο πορτοκαλίθρας, ο λαχανολαίμης, η καλαμοπαγίδα, η γουρλομάτα ελιά, ο λεμονοτσίφτης.
Γελούσαμε με τα χωρατά των ζώων και τις ιδιοτροπίες των φυτών. Απολαμβάναμε τα φρούτα και τα ζαρζαβατικά από το μποστάνι της γιαγιάς, τις γεύσεις από τα κεράσματα της γειτονιάς. Σκύβαμε και προσκυνούσαμε την προσευχή των λουλουδιών όταν διψούσαν για νερό. Μαθαίναμε τη ζωή από τις διδαχές του βουνού και της θάλασσας. Φίλοι μας τα οικόσιτα και μη ζώα και επικοινωνούσαμε μαζί τους με τη γλώσσα τους. Τιτιβίζαμε, κρώζαμε, βελάζαμε μιμούμενοι τους δικούς τους κώδικες επικοινωνίας.
Στα δάχτυλα παίγνια με τα πέτρινα μπόκαλα, με τις βοτσαλένιες μπίλιες που ψαρεύαμε από τη θάλασσα και με τις αυτοσχέδιες πάνινες κούκλες. Τσουλάγαμε πάνω στα πιο απίθανα, δικής μας πατέντας, πατίνια και διατρέχαμε τις πιο όμορφες διαδρομές της ζωής μας. Απολαμβάναμε το ατέρμονο κυνηγητό, το κουτσό, το ευφάνταστο κρυφτό -φτου και βγαίνω, φτου ξελευτερία- στις πιο παράτολμες και επικίνδυνες κρυψώνες. Σαν αίλουροι σκαρφαλώναμε στις στέγες των χαμόσπιστων, θωπεύαμε τους αγκαθωτούς θάμνους αγνοώντας τα οδυνηρά τους δαγκώματα. Σκαρώναμε ριψοκίνδυνα άλματα από πανύψηλα δέντρα και μπογιατίζαμε τα ρούχα μας αναρριχώμενοι στις φρεσκοασβεστωμένες μάντρες.
Μεστώσαμε και μάθαμε την αντοχή με τα μόνιμα σημάδια στα ματωμένα γόνατα, με τα γδαρμένα μπράτσα και τις αμυχές στο παιδικό μας πρόσωπο. Όλα στοιχεία της ελεύθερης, απρόσκοπτης και φυσικής εξελικτικής διαδικασίας.
Ατελείωτο το αδέσποτο παιχνίδι στις αλάνες. Σταθήκαμε τα τυχερά παιδιά που ζυμώσαμε το χώμα σε σβόλους, κυνηγήσαμε τις πυγολαμπίδες στις αίθριες νύχτες του καλοκαιριού, τα ευτυχισμένα παιδιά που δοκιμάσαμε το νερό της βροχής από τις ρουνιές των ετοιμόρροπων πλινθόκτιστων. Παιδιά μιας άλλης εποχής που ανακαλύψαμε θησαυρούς στις πιο απίθανες ξεναγήσεις σε υπόγεια και ακατοίκητα, που φανταστήκαμε κόσμους αλλιώτικους, με ξωτικά σε παραμυθοχώρες, μέσα από ακροάσεις μύθων, θρύλων και αλλόκοτων ιστοριών. Παιδιά που ρουφήξαμε την αρμύρα της θάλασσας και το υφάλμυρο της λίμνης ως φυσική προσομοίωση της κλιμακούμενης έντασης του κατοπινού μας βίου.
Με τούτες τις παρακαταθήκες βλαστήσαμε και ωριμάσαμε. Πρώιμη ζωή μας όλη η στερνή μας γνώση και δημιουργία. Γιατί η φύση στάθηκε η πρώτη μας η μάνα. Η αρχετυπική εικόνα ζωής με τον πλουραλισμό της γνώσης και της ομορφάδα της.