Γιάννης Παπαναστασόπουλος : Ο ποιητής της αέναης αντάμωσης – Γράφει ο Γιάννης Βαρούχας
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΣ :
Ο ποιητής της αέναης αντάμωσης*
Σημείωμα του Γιάννη Βαρούχα
Διαβάζοντας τον συγκεντρωτικό τόμο, που αποτελείται από πέντε ποιητικές συλλογές και φέρει τον τίτλο «Ποιήματα 1990 – 2013», του ποιητή Γιάννη Παπαναστασόπουλου (Γ.Π.), διαπιστώνει κανείς την αδημονούσα ανάγκη του να συνομιλήσει για τα βαθιά υπαρξιακά θέματα που φλερτάρουν έντονα με την εγγενή, στην ανθρώπινη συνείδηση, τάση μορφοποίησης, εξορθολογισμού και χειραγώγησής τους.
Ζητήματα όπως αυτά του επέκεινα του θανάτου, της υπέρβασης της χρονικότητας και του αξιακά δομημένου υπαρξιακού προσανατολισμού συγκροτούν το υφάδι στο οποίο εξυφαίνεται ο διάλογος του ποιητή με τον εαυτό του.
Σε αυτό το ιδιαίτερο διυποκειμενικό καθεστώς διαλόγου, ο ποιητής ανταμώνει και αντιμετωπίζει τον ίδιο του τον εαυτό ως έναν άλλο. Θα λέγαμε δηλαδή, ότι η συνείδησή του προβαίνει σε μια ενδοβολή.
Μέσα στο ενσώματο εγώ του ποιητή συνυπάρχουν ταυτόχρονα δύο υπαρκτικές τροπικότητες. Απ’ τη μια, η εαυτότητα ως εμμένεια σ’ αυτό που είναι, δηλαδή ως ταυτότητα και απ’ την άλλη η αντεστραμμένη μορφή της η ετερότητα, ως δηλαδή αυτό που θα ‘πρεπε να είναι σύμφωνα με τα μάτια του άλλου, διαθλώντας πάντα, την υπερβατική της οντοποιημένης εαυτότητάς του, οπτική. Το ρόλο λοιπόν, του εσωτερικού άλλου, τον ενσαρκώνει πότε η φωνή του γονιών του:
Αναπάντεχα βρέθηκα στην αυλή με τον πατέρα:
Να με ρωτάει κάτω απ’ τον ευκάλυπό μας, στο σπίτι:
Γιάννη! Τα ’χεις τα περιβόλια;
Κι απ’ το φουρνάρικο άκουσα της μάνας τη φωνή:
Οι τριανταφυλλιές στον τάφο μας διψάνε;
εμείς δεν μπορούμε από κει κάτω να τις ποτίζουμε.
- Γιε μου, Γιαννάκη, νερό λίγο νερό!
άλλοτε πάλι, η φωνή της ίδιας του της συνείδησης:
Στον ύπνο μου άκουσα μια φωνή
Να με ρωτάει: «Έχεις παιδιά;»
Αυθόρμητα της είπα: «Έχω δύο»
Και πάλι με ρώτησε: «Άλλα παιδιά
Δεν έχεις;». Τότε κατάλαβα ποια
ήταν και γιατί με ρωτάει. Έχω
και τα ποιήματα, της είπα.
και άλλοτε ο ίδιος ο θάνατος:
Όταν θα με κατεβάζουν στον τάφο,
οι δικοί μου θα με αποχαιρετούν
με κλάματα, με ψαλμούς και με σβώλους
ραντίζοντάς με.
Εγώ κάτω από το καπάκι του φέρετρου
θα ξεκαρδιστώ στα γέλια.
Αυτή η αυτοστοχαστική διαδικασία, στην οποία ενδίδει το ανήσυχο πνεύμα του Γ.Π. δεν ολοκληρώνεται στο φαινομενικό ΤΩΡΑ της ύπαρξης, αλλά συμπληρώνεται από μια αντιστροφή της αποβλεπτικότητας της συνείδησής του και μεταβαίνει σε ένα υπερ-χωροχρονικό επίπεδο, όπου η σκέψη του από αυτοστοχαστική μετατρέπεται πλέον σε αναστοχαστική, μόλις ο ποιητής εισέλθει στο κατώφλι της Νεκροπολιτείας.
Με την κάθοδό μας στο χώμα, γινόμαστε,
εν ριπή οφθαλμού, πολίτες της νεκροπολιτείας˙
μέλη της αταξικής κοινωνίας.
Στη Νεκροπολιτεία, ο προϋπάρχον γραμμικός και αδιανόητα τυποποιημένος χρόνος, υπερβαίνει την θετικιστική μορφή συγκρότησής του, που τον συρρικνώνει, και ελευθερώνεται, ανασυσταίνεται και αποκαθηλώνεται από την ανάγκη διαιρετότητάς του σε παρελθόν, παρόν, μέλλον. Πλέον, υφίσταται ως ένα ενιαίο και αδιαίρετο υπάρχον, που γεννά το ίδιο την ύπαρξή του.
Κοιτάζω το ρολόι μου.
Ποτέ, όμως, δεν σκέφτηκα
τους ωροδείχτες και τους λεπτοδείχτες˙
δείχτες του χαμένου χρόνου˙
ούτε τους χτύπους του ρολογιού˙
μετρητές του χαμένου χρόνου.
Κατά τ’ άλλα κοιτάζω το ρολόι μου.
Τους δείχτες της πορείας μου για να ‘βρω.
Κι αλλού γράφει:
/…/ Καταγραφόμαστε στους ετοιμομελλοθανάτους.
Από δω προκύπτει και το νεκροζώντανο καθεστώς ύπαρξης των πολιτών της Νεκροπολιτείας, που ουσιώνεται απ’ τον τρόπο παρουσίας των γονιών του, αφενός ως μεταφυσικές – ηθικές οντότητες και αφετέρου ως η ίδια η εσωτερική φωνή του συγγραφέα, που αντηχεί μέσα του όχι ως ένα αναμνησιακό γεγονός, αλλά ως ένα συγκροτητικό ΠΑΡΟΝ.
/…/ Ο χρόνος νοερή σύλληψη της ζωής˙
νοητό της έμβρυο.
Η σκιά της˙ η ντυμασιά της.
Πάντα φιδοσέρνεται κοντά της.
Ένα άλλο στοιχείο, που διαφαίνεται στους στίχους του Γ.Π. είναι μια ασυγκράτητα ισχυρή δυσπιστία και καχυποψία απέναντι σ’ αυτό το ισοπεδωτικό και ανυπόφορα απανθρωποποιημένο τεχνοκρατικό ισχύον, που πολλοί αρέσκονται και το ονομάζουν «εξέλιξη».
/…/ Χάθηκαν οι παραδοσιακές ταβέρνες
με τα ξύλινα τραπέζια και τις ψάθινες καρέκλες˙
/…/ Οι δίσκοι βινυλίου χάθηκαν τη θέση τους πήραν
η τηλεόραση, το διαδίκτυο, τα CD και άλλα.
/…/ Σαν την επιδημία,
όπως κενό μας ρούφηξε ζωές
τ’ αλλόθρησκο καινοφανές.
Αντ’ αυτού, αντιστέκεται σ’ αυτήν την αδηφάγο τάση ψηφιοποίησης των πάντων, μ’ ένα πολύ επίκαιρο ποίημα «Το Φύλλο»:
Αν ένα χαρτί στα πόδια σου βρεθεί
μην το πατήσεις και το τραυματίσεις
ούτε να το κλωτσήσεις.
Σήκωσέ το με στοργή˙
όπως ένα πεσμένο παιδί.
Διάβασέ το˙
Το πεταμένο κάτι έχει να σου πει χαρτί.
Εδώ διαφαίνεται η σημαίνουσα αξία, που έχει για τον ποιητή η ρωγμή, το ανείπωτο, το ανεπαρκές εξηγημένο, το οποίο πρέπει πριν πεταχτεί, ψύχραιμα να εποπτευθεί για να μην εκπέσει σε πρώτη ύλη συγκρότησης της κατηγόρησής του ως απορριπτέου και ιστορικά αποτελειωμένου. Υπάρχει τώρα όσο ποτέ, μας λέει ο ποιητής, η ανάγκη για απαναπροσδιορισμό και αναδόμηση των αναγνωστικών μας μηχανισμών, οι οποίοι δυστυχώς έχουν ξεθωριάσει, έχοντας αντικαταστήσει τη διαλεκτικότητα της σχέσης τους με το ΕΙΝΑΙ της αυτοσυνειδησίας, με έναν νέο τρόπο μονομερούς τροφοδότησης πληροφοριών προερχόμενης από διάφορες οθόνες. Μαζί με το χαρτί, κατά τον ποιητή, χάνεται και η ιδιοσυστασία του ΛΑΘΟΥΣ, το οποίο συνιστά από μόνο του ένα ενέργημα ξέχωρο από τη διόρθωσή του. Το μήνυμα του Γ.Π. είναι να μην βιαζόμαστε να σβήνουμε τα λάθη μας, αλλά να τα προστατεύουμε και να τα φροντίζουμε ως έμβρυα, που όταν ωριμάσουν, ίσως τελικά να ήταν και σωστά.
Ένα ακόμη στοιχείο που είναι διάχυτο στην ποίηση του Γ.Π. είναι η χρησιμοποίηση λέξεων, που σήμερα τείνουν να εξαφανιστούν ως σημαίνοντα, αφήνοντας όμως μια ηχηρή απουσία ως σημαινόμενα.
Στοιχειωμένη βατουκλιά, τρυγόνες αζευγάρωτες,
λιγώθηκε ο τζίτζικας, ματοτσίνορα των
Βασκαμμένων, Στημόνι η βροχή, πηγαδόπετρες.
Μας καλεί λοιπόν, να καλλιεργήσουμε όλοι μαζί το έδαφος όπου θα αναστηθούν οι λέξεις με τη μητρική τους σημασία και θα διώξουν από πάνω τους τη νοηματική ρηχότητα και την πενιχρή εικονικότητα, που τόσο βίαια τους έχει προσάψει το μοντέρνο ομιλούν υποκείμενο. Η γλώσσα, μόνο, μπορεί να πρωτοστατήσει στην προσπάθεια αποτροπής της αποσημασιολογοποιούσας εξέλιξης, που με τόσο γρήγορο ρυθμό μας οδηγεί η τεχνοκρατική προοπτική της σκέψης. Μόνο αν αποκαταστήσουμε τη βαθιά σχέση του ομιλιακού ενεργήματος με το περιεχόμενο των εκφερόμενων λέξεων, θα έχουμε τη δυνατότητα να ανασύρουμε την ομορφιά του Λόγου, άρα και της ζωής απ’ την κρυπτότητά της.
Κλείνοντας, θα ‘θελα να αναφερθώ και στην τελευταία συλλογή του συγκεντρωτικού τόμου, που τιτλοφορείται με το ομώνυμο είδος ποιημάτων «ΧΑΪ ΚΟΥ». Εδώ ο ποιητής αναμετράται με την αποφευχθείσα, μέχρι τώρα, τάση του για συμμόρφωση της γραφής του σ’ έναν έμμετρο στίχο. Και βγαίνει νικητής σ’ αυτήν την πρόκληση, που ο ίδιος θέτει στον εαυτό του, καθώς καταφέρνει να χαλιναγωγήσει τις σκέψεις του, να τους αποστάξει τη σημασιολογική τους ουσία και κατόπιν, να τις κατανείμει ισόποσα και ισόμορφα, σ’ έναν συγκεκριμένο μορφολογικό τύπο ποιητικής γραφής. Θυμίζουμε ότι τα ΧΑΪ ΚΟΥ πρωτοεμφανίστηκαν τον 16ο αιώνα στην Ιαπωνία και σημαίνουν «σύντομο επίγραμμα». Αυτό λοιπόν το «σύντομο επίγραμμα» αποτελείται από τρεις στίχους. Ο πρώτος στίχος συντίθεται από πέντε συλλαβές, ο δεύτερος από εφτά και ο τρίτος από πέντε ξανά. Κι εδώ ακριβώς έγκειται η πρόκληση. Σ’ αυτό το αυστηρό καλούπι, ο ποιητής πρέπει να σπείρει τις σκέψεις του, χωρίς να οδηγηθεί σε έλλειμμα ή πλεόνασμα ποιητικότητας. Η ισορροπία αυτή, είναι που δίνει μια συνοχή καθώς και μια νοηματική πληρότητα στο ποίημα.
Ποτέ μη σκίζεις
ένα χαρτί˙ πονάει
κι ακούς το κλάμα
Μια ολόκληρη
ζωή για τη σιωπή
προπονούμαστε.
Το χέρι όπλο˙
το δάχτυλο σκανδάλη˙
ο λόγος σφαίρα.
Τα ποιήματα
διαβατάρικα πουλιά
και τριγυρνάνε.
- Το κείμενο διαβάστηκε την 4/11/2015 στο χώρο του Πνευματικού και Πολιτιστικού Κέντρου Σταφιδόκαμπου, του Δήμου Ανδραβίδας – Κυλλήνης, το οποίο διοργάνωσε ποιητική βραδιά προς τιμή του ποιητή Δρ. Γιάννη Παπαναστασόπουλου.