Ένα ωραίο διήγημα αλλοτινών εποχών με το μαγκάλι για τη ζεστασιά του χειμώνα…
Αντίλαλοι Λόγου
και Τέχνης
Για λίγη ζεστασιά
Γράφει ο συνεργάτης μας Κώστας Ι. Περδίκης
Στο σπίτι μας το πατρικό, πριν το διαρρυθμίσουμε για να γίνει πιο λειτουργικό, είχαμε στην κουζίνα ένα μεγάλο τζάκι, κάπως χοντροφτιαγμένο, με τη φωτιά να καίει χαμηλά, μόλις είκοσι πόντους πάνω από το πάτωμα. Μέσα σ’ όλες τις μετατροπές που έγιναν τότε στο σπίτι, η μητέρα θέλησε να απαλλαγεί από δαύτο, εκσυγχρονίζοντας κάπως την κουζίνα μας, σύμφωνα με τις νέες τάσεις της τότε εποχής. Προσδοκούσε ότι η αυτή η αλλαγή θα έκανε τη ζωή της πιο εύκολη και ξεκούραστη.
Έτσι, το παλιό τζάκι γκρεμίστηκε και στη θέση του κτίστηκε με τούβλα και επενδύθηκε με άσπρα και κεραμιδί πλακάκια η νέα μας εστία, κάτι σαν πέτρινος πάγκος. Στο ένα μέτρο περίπου από το πάτωμα, είχε τρία ξεχωριστά διαμερίσματα, όπου έκαιγαν κάρβουνα και στο πάνω μέρος τους τρεις σχάρες, αντίστοιχα. Στη μία σχάρα η μητέρα έκανε το μαγείρεμά της, πιο άνετα πλέον. Στην άλλη ζέσταινε το νερό για το σαββατιάτικο μπάνιο μας, που το κάναμε μέσα στην τσίγκινη σκάφη. Τέλος από την τρίτη έπαιρνε με το φαράσι αναμμένα κάρβουνα για το μαγκάλι, που βρισκόταν μόνιμα στην διπλανή τραπεζαρία και ζέσταινε τον χώρο τους χειμωνιάτικους μήνες. Πάνω από τον πάγκο και τις σχάρες, ένα μεγάλο χωνί από λαμαρίνα έπαιρνε τον καπνό και τις αναθυμιάσεις.
Κάθε χρόνο, μόλις πέρναγε του Αγίου Δημητρίου, ενόψει του επερχόμενου χειμώνα, η μητέρα έστρωνε όλα τα δωμάτια του σπιτιού με χαλιά. Στη σάλα έστρωνε το πιο όμορφο ανδρομίδι. Το διάλεγε ανάμεσα στα δικά της, της προίκα της, που σαν κοπέλα είχε υφάνει η ίδια, αλλά και η μάνα της, η γιαγιά μας, στον αργαλειό. Για τα άλλα δωμάτια, εκτός από τα δικά της χαλιά, είχε να διαλέξει και από όσα η άλλη γιαγιά, η μάνα του πατέρα μας, του είχε αφήσει κληρονομιά, όταν πέθανε. Στην τραπεζαρία, που μαζευόμαστε τις πιο πολλές ώρες, έστρωνε πάντα το χοντρό, γκρι σκούρο σάισμα. Ήταν ένα πιο πρόχειρο χαλί, φτιαγμένο από μαλλί κατσικίσιο, παχύ και πολύ ζεστό.
Είχαν περάσει πια οι γιορτές των Χριστουγέννων και ο καιρός είχε αγριέψει για τα καλά. Ξυπνήσαμε, ένα πρωί, για το σχολείο και αντικρίσαμε τη Βουνούκα κάτασπρη, τίγκα στο χιόνι. Ο παγωμένος αέρας που κατέβαινε από κει, σκέτο δηλητήριο, κοκκίνιζε τις μύτες και κοκάλωνε τα χέρια μας. Με το ζόρι κρατάγαμε τη σάκα, προσπαθώντας να τα χώνουμε στις τσέπες μας, μπας και ζεσταθούν λιγάκι.
Το σπίτι μας, όμως, έτσι μεγάλο που ήταν, πού να ζεσταθεί. Έμπαινες στα υπνοδωμάτια και ήταν σα να μπαίνεις σε ψυγείο. Για να κοιμηθούμε, δεν έφταναν τρεις βαριές μπατανίες και είχαμε όλη τη νύχτα χωμένο το κεφάλι μας κάτω από τα σκεπάσματα. Στην κουζίνα, κάτι γινόταν με τη ζέστη, που έβγαινε από τις σχάρες της μοντέρνας μας εστίας, ενώ στη διπλανή τραπεζαρία, το παλιό μαγκάλι έκανε ηρωικές προσπάθειες να σώσει, κάπως, την κατάσταση.
Επιστρέφοντας αργά το μεσημέρι από το σχολείο, πετάγαμε τις σάκες μας και κατευθείαν πιάναμε θέση, πέφτοντας σχεδόν πάνω στο μαγκάλι. Μάταια η μητέρα φώναζε να κάτσουμε λίγο πιο μακριά, για να μην κάνουμε χιονίστρες. Τα γυμνά μας πόδια γέμιζαν με κοκκινίλες σε ακανόνιστα σχήματα.
Το βράδυ εκείνης της παγωμένης μέρας, έμελλε να είναι «μοιραίο» και σημαδιακό για μένα και τη, λίγο πιο μεγάλη, αδελφή μου. Είχαμε τελειώσει τα διαβάσματά μας, αλλά και τα παιχνίδια μας στην αυλή, παρόλο το κρύο και είχαμε μαζευτεί στην τραπεζαρία, κοντά στο μαγκάλι. Η μητέρα είχε να πεταχτεί στο κοντινό μπακάλικο του Δημητράκη, να προλάβει να πάρει φασόλια για τη φασολάδα της επόμενης μέρας. «Καθίστε φρόνιμα, ώσπου να γυρίσω, για να σας βάλω να φάτε», μας είπε. Ο πατέρας, για κάποιο λόγο, έλλειπε κι αυτός εκείνη την ώρα από το σπίτι.
Το μαγκάλι ήταν παλιό, φτιαγμένο από λαμαρίνα, με δυο ημικυκλικά χεράκια-λαβές στο πάνω μέρος του αντικριστά, για να το πιάνουμε και να το μετακινούμε. Πάνω στα δυο εκείνα χεράκια-λαβές σκοτωνόμαστε εγώ και η αδελφή μου, ποιος θα πρωτοπρολάβει να ακουμπήσει τα πόδια του, για να είναι πιο κοντά στα κάρβουνα και να ζεσταίνεται καλύτερα. Με το που έφυγε η μητέρα μας, αρχίσαμε τη μάχη για την πρωτοκαθεδρία στο μαγκάλι.
Μόλις η αδελφή μου ακούμπαγε τις πατούσες της στις λαβές, πήγαινα του λόγου μου και την έσπρωχνα για να βάλω τα δικά μου πόδια. Σπρώξε ο ένας, σπρώξε ο άλλος, το κακό, φυσικά, δεν άργησε να γίνει. Το μαγκάλι κάποια στιγμή τουμπάρισε και τα αναμμένα κάρβουνα πέσανε πάνω στο σάισμα. Το κατσικίσιο μαλλί αμέσως άρχισε να καίγεται και να γεμίζει το δωμάτιο με φοβερή τσίκνα. Πάνω στη σαστιμάρα μας, τρέξαμε και με το φαράσι μαζέψαμε κουτσά στραβά, καίγοντας και τα δάχτυλά μας, τα κάρβουνα.
Η ζημιά όμως είχε συντελεστεί. Μια τρυπάρα, γύρω στους τριάντα πόντους διάμετρο, έχασκε στο μέσον του χαλιού. Τραβήξαμε, οι κουτοπόνηροι, το μαγκάλι και το φέραμε πάνω από την τρύπα για να την κρύβει, κάπως, στην πρώτη θέα. Σπεύσαμε, μετά, και ανοίξαμε το παράθυρο που κοίταγε στο δρόμο, για να βγει έξω το ντουμάνι. Η τσίκνα έφτασε, έτσι, μακριά. Η μητέρα μας γυρνώντας από την αγορά, δεν χρειάσθηκε να μπει στο σπίτι για να πληροφορηθεί τι είχε συμβεί. Με το που μπήκε στην αυλή τη ζώσανε τα φίδια, κατάλαβε. Το τι θα επακολουθούσε το ξέραμε και οι δυο μας πολύ καλά…
Στην κουζίνα σε περίοπτη μάλιστα θέση, σαν για διακόσμηση, έστεκαν πάντα δυο τρεις μακριές και λεπτές λούρες. Η μητέρα τις έκοβε από τη λυγιά του κήπου μας και τις έβαζε εκεί για να τις έχει άμεσα διαθέσιμες, όταν η περίσταση το απαιτούσε. Εκείνο το βράδυ, νομίζω ότι φάγαμε το πιο πολύ ξύλο της ζωής μας. Βάλαμε και στα μπατζάκια μας, που λένε. Κουλουριαζόμαστε και πιανόμαστε τα δυο μας σφιχτά για να γλιτώνουμε από τη λούρα, αλλά η τιμωρός μας εύρισκε τον τρόπο να μας κάνει να πονάμε. Τα ποδαράκια μας καθώς ήσαν γυμνά, φορώντας κοντό παντελονάκι εγώ και φουστανάκι η αδελφή μου, από τις λουριές έγιναν μαβιά.
Τι κι αν κλαίγαμε, τι κι αν παρακαλούσαμε τη μητέρα να μας λυπηθεί, η τιμωρία μας σταμάτησε, μόνον όταν οι λούρες είχαν πια κομματιαστεί. Προς το τέλος, στο μεταξύ, είχε φτάσει και ο πατέρας, που ο καημένος μας λυπότανε και προσπαθούσε, μάταια όμως, να μας προστατεύσει.
Εδώ, θέλω να διευκρινίσω ότι τον σωφρονιστικό ρόλο στην οικογένεια τον είχε αναλάβει κατ’ αποκλειστικότητα η μητέρα μας. Ο πατέρας είναι ζήτημα αν μας είχε, σ’ όλα τα μικράτα μας, αστράψει το πολύ τρία σκαμπίλια. Αυτό, όμως, δεν έκανε την αγάπη μας προς εκείνον μεγαλύτερη. Όπως επίσης το ότι η μητέρα ήταν ο μόνιμος τιμωρός στις αταξίες και τις σκανδαλιές μας δεν μείωνε τη λατρεία της για μας, την οποία την εισπράτταμε με κάθε τρόπο, σε όλες τις άλλες στιγμές μας. Απλώς οι ρόλοι τους ήσαν μοιρασμένοι, ανάλογα με τον χαρακτήρα τους, στην προσπάθειά τους να μας κάνουν, όσο μπορούσαν, σωστούς ανθρώπους.
Το παραπάνω αυτό τραυματικό συμβάν ήταν ίσως ο κύριος λόγος που τον επόμενο χειμώνα, οι γονείς μας αποφάσισαν να προμηθευτούν μια μικρή μαντεμένια ξυλόσαμπα, για να αντικαταστήσει το παλιό μαγκάλι. Από τα λιόδεντρά μας κάθε χρόνο είχαμε όσα ξύλα θέλαμε για τη σόμπα. Έτσι τις κρύες μέρες έκαιγε στην τραπεζαρία από το πρωί, την ώρα που σηκωνόμαστε και ετοιμαζόμαστε για το σχολείο, μέχρι που πηγαίναμε το βράδυ για ύπνο.
Ήταν βολική για πολλές δουλειές. Η μητέρα πάνω στο πυρωμένο μαντέμι έφτιαχνε τα πρόχειρα φαγητά της, εκεί ζέσταινε το νερό για το σαββατιάτικο μπάνιο μας, εκεί ψήναμε κάστανα, εκεί έκανα κι εγώ τα πειράματα και τις δοκιμές μου. Έλιωνα τα μολύβια που έκοβα από τα βαγόνια του τραίνου στον σταθμό, για να φτιάχνω βόλους. Έχωνα την τσιμπίδα στο κάτω πορτάκι της σόμπας μέσα στη φλόγα, για να τη βλέπω να πυρακτώνεται και να μαλακώνει. Μόλις έμπαινε ο Απρίλης, λύναμε τη σόμπα, βγάζαμε τα μπουριά και τη βάζαμε στη μια γωνιά της κουζίνας να περιμένει μέχρι τον επόμενο χειμώνα.
Όσο για κείνο το άτυχο σάισμα, μη σας περάσει από τον νου, ότι η μητέρα μας το πέταξε. Μοδίστρα καθώς ήταν, αλλά και πολύ εφευρετική, βρήκε τη λύση και σ’ αυτό το πρόβλημα. Στη θέση της στρογγυλής τρύπας, που είχε γίνει από το κάψιμο, έραψε ένα κομμάτι από παλιό χαλί, το ίδιο παχύ, αλλά με άλλο, παράτερο και ζωηρότερο χρώμα. Οι μισοί απ’ όσους το ’βλεπαν, το ’παιρναν για σχέδιο από την αρχή φτιαγμένο, ενώ οι άλλοι μισοί καταλάβαιναν ότι πρόκειται για μπάλωμα, αλλά όμως σαν ιδέα την εύρισκαν πολύ πετυχημένη…
(Από το βιβλίο του Κώστα Ι. Περδίκη “Ματιές”, 2018 εκδ. Παπαηλιού)