Ένα εξαιρετικό διήγημα για τη λουτρόπολη του Καϊάφα από τον συγγραφέα κ. Κώστα Ι. Περδίκη
Θερμά λουτρά
Του νέου συνεργάτη της Εφημερίδας μας συγγραφέα λογοτέχνη κ. Κώστα Ι. Περδίκη
Ο Καϊάφας, ή επί το λαϊκότερο Καγιάφας, τα χρόνια εκείνα, λίγο πριν το 1960, ήταν πολύ γνωστός και δημοφιλής προορισμός για θεραπευτικούς λόγους. Τη φήμη του τη χρωστούσε, κυρίως, στα θερμά λουτρά και το νερό του, που είχαν ιαματικές ιδιότητες, αλλά και στο μοναδικό του τοπίο, που συνδύαζε αρμονικά και σε θαυμαστή κλίμακα θάλασσα, δάσος, λίμνη και βουνό.
Κάθε χρόνο κατέφθαναν, από όλα τα σημεία της χώρας, επισκέπτες για να κάνουν την υποδειχθείσα σ΄ αυτούς θεραπεία, ήτοι: θερμά λουτρά και πόση ιαματικού νερού. Οι «λουόμενοι», όπως τους αποκαλούσαν οι ντόπιοι, έφταναν ως εκεί με το μοναδικό μέσο, που τότε υπήρχε και ήταν το ωτομοτρίς.
Η λουτρική περίοδος άρχιζε τέλη Μαϊου και τελείωνε τέλη Σεπτεμβρίου.
Τους επισκέπτες μπορούσες να τους κατατάξεις σε τρεις κατηγορίες. Στους αριστοκράτες, που προτιμούσαν να διαμένουν στα τρία προπολεμικά ξενοδοχεία, που υπήρχαν στον Καϊάφα, Αρήνη, Γεράνιον και Ολυμπία.
Στους ανήκοντες στη μεσαία τάξη, που επέλεγαν τη μικρή μας κωμόπολη, όπου λίγοι μεν βολεύονταν στα δύο υποτυπώδη ξενοδοχεία της, Rex και Διεθνές, οι δε περισσότεροι σε ενοικιαζόμενα δωμάτια, που διέθεταν τα πιο μεγάλα και ευπρεπή σπίτια της.
Τέλος, σ΄ αυτούς με τα πολύ χαμηλά βαλάντια, που κατέφευγαν στα «λαϊκά», λεγόμενα, καταλύματα του Καϊάφα.
Η κωμόπολή μας, αν και μικρή σε πληθυσμό, είχε από πολύ παλιά χαρακτηριστεί ως Δήμος, λόγω των γειτονικών της λουτρών. Το ωτομοτρίς από την Αθήνα έφθανε στον Σταθμό μας το απόγευμα. Εκεί περίμεναν τα δυο, τρία ταξί, καθώς και οι ιδιοκτήτες των ενοικιαζόμενων δωματίων, προς άγραν πελατών. Μέχρι να φτάσει το ωτομοτρίς, κάθονταν όλοι στο μικρό καφεναδάκι, παράρτημα του Σταθμού, όπου ομονοούντες έπιναν το καφεδάκι ή την γκαζόζα τους συζητώντας επί παντός επιστητού.
Αυτά μέχρι τη στιγμή που το ωτομοτρίς, σφυρίζοντας, έμπαινε στον Σταθμό. Τότε ξέσπαγε ένας πανικός. Έτρεχαν όλοι προς τον σταματημένο συρμό και διαγκωνίζονταν ποιος θα φτάσει πρώτος στις πόρτες για να αρπάξει τις βαλίτσες των επισκεπτών. Τις περισσότερες φορές, ο τυχερός, που θα άρπαζε τα μπαγκάζια από τους αποβιβαζόμενους ταξιδιώτες, θα ήταν και ο εκλεκτός, στο σπίτι του οποίου θα κατέληγαν. Υπήρχαν και περιπτώσεις, που οι ξένοι άνθρωποι ζητούσαν να τους δοθεί λίγος χρόνος, για να ζητήσουν πληροφορίες από τους προστρέχοντες, ώστε να επιλέξουν ψύχραιμα το κατάλυμά τους.
Δεν έλειπαν βέβαια οι μικροκαβγάδες μεταξύ των συμπολιτών μας, που μερικές φορές έπαιρναν μεγάλες διαστάσεις. Όπως ένα απόγευμα, που ο μπάρμπα-Νίκος, ένας εύσωμος και δυνατός άντρας, μέλος του σωματείου φορτοεκφορτωτών, δάγκωσε το αφτί ενός ανταγωνιστή του, με αφορμή κάποια κουβέντα που εκείνος του πέταξε.
«Πω-πω Παναγία μου, τον έφαγε τον άνθρωπο», ξεφώνισε έντρομη μία καθώς πρέπει κυρία, που μόλις είχε πατήσει το πόδι της στην αποβάθρα.
Από την κωμόπολή μας μέχρι τα λουτρά, έφτανε ένας στενός ασφαλτοστρωμένος δρόμος, που περνούσε ανάμεσα από λιοστάσια, αμπέλια και περιβόλια με λεμονοπορτοκαλιές. Οι «λουόμενοι» πήγαιναν μέχρι εκεί, είτε με τα λιγοστά ταξί, είτε με ένα ταλαίπωρο λεωφορείο, που έκανε συνεχή δρομολόγια, πηγαινοφέρνοντας πότε άντρες και πότε γυναίκες, ανάλογα με τις ξεχωριστές λούσεις.
Για μας τα παιδιά ήταν πολύ αστεία η εικόνα των «λουομένων», όταν επέστρεφαν μετά το μπάνιο τους, μπαμπουλοδεμένοι με μάλλινες ζακέτες, καμπαρντίνες και σκουφιά μέσα στη ντάλα ζέστη. Οι οδηγίες, βλέπετε, του υπεύθυνου Λουτρίατρου ήσαν σαφείς: «Προσοχή στα ρεύματα, διότι μετά το θερμό μπάνιο επέρχεται έντονη εφίδρωση».
Αργά το απόγευμα, και αφού η μεσημεριάτικη λαύρα είχε υποχωρήσει, οι περισσότεροι έκαναν τη βόλτα τους στον δημόσιο δρόμο, προς τον Σταθμό. Οι κύριοι, με ριχτά σακάκια, κρατούσαν στα χέρια τους αθηναϊκές εφημερίδες , οι δε κυρίες τις ζακέτες τους. Η βόλτα τους έφτανε μέχρι την πανύψηλη λεύκα, δίπλα στο γεφυράκι προς το Πλατανούλι, ή το πολύ μέχρι τις ράγες του τραίνου.
Επέστρεφαν μετά το ηλιοβασίλεμα, όταν άρχιζε να σουρουπώνει και να πέφτει η βραδινή ψύχρα, που έκανε απαραίτητες τις ζακέτες των κυριών. Τα φώτα στους στύλους κατά μήκος του δρόμου άναβαν, ενώ από τις καλαμιές της πλαϊνής γράνας τα βατράχια άρχιζαν την ακατάπαυστη φλυαρία τους. Μετά τη βόλτα τους, οι πιο ευκατάστατοι κατέληγαν στο μοναδικό, πολυτελές για την εποχή του, εστιατόριο, τη Χαραυγή του κυρ-Λάμπρου.
Η Χαραυγή διέθετε μια μεγάλη αυλή με ψηλή περικοκλάδα ολόγυρά της, ώστε να απομονώνεται από τον δρόμο, όπου ο κυρ-Λάμπρος τοποθετούσε τα τραπέζια του με τα κατάλευκα τραπεζομάντιλα και σέρβιρε παγωμένη βαρελίσια μπύρα, Φιξ ή Μάμος, σε χοντρά γυάλινα ποτήρια. Άλλοι, κατά το πλείστον άντρες, που τους άρεσε το καλό κρασάκι, προτιμούσαν τις δυο τρεις μικρές ταπεινές ταβέρνες. Οι υπόλοιποι γύριζαν στα δωμάτιά τους, όπου δειπνούσαν με ό,τι μπορούσαν να ετοιμάσουν πρόχειρα στην κοινόχρηστη κουζίνα του σπιτιού.
Όσοι προτιμούσαν να κινηθούν προς την αντίθετη κατεύθυνση, ανηφόριζαν τον κεντρικό δρόμο προς την πάνω αγορά. Περνούσαν το παλιό Δημαρχείο, τον Άγιο Σπυρίδωνα, την Κορδόρουγα και έφταναν μέχρι τη μάντρα του νεκροταφείου. Αν ήθελαν, μπορούσαν να λοξοδρομήσουν, λίγο πριν το νεκροταφείο, και να πάρουν το δρομάκι που κατέληγε στη βρύση του Λώρη. Εκεί σε μια υπερυψωμένη ταράτσα λειτουργούσε, κάτω από τον βαθύ ίσκιο των δέντρων, μικρό αναψυκτήριο, όπου μπορούσε κανείς να ξαποστάσει και να δροσιστεί ακούγοντας, λίγα μέτρα πιο κει, την πέτρινη βρύση να κελαρύζει αενάως το νεράκι της.
Υπήρχαν και άλλες δυνατότητες για να σπάσει ο επισκέπτης αλλά και ο ντόπιος κάτοικος την καθημερινή του ρουτίνα, όπως ο θερινός κινηματογράφος Ολυμπία, στην κάτω αγορά, το ζαχαροπλαστείο με το περίφημο γαλακτομπούρικο του κυρ-Γιώργου και το απέναντί του μεγαλοπρεπές καφενείο Μουσαμά, στην πάνω αγορά. Στο καφενείο αυτό σύχναζε η υψηλή τάξη της μικρής κοινωνίας μας. Οι Αρχές του τόπου! Ο Δήμαρχος, ο Ειρηνοδίκης, ο Συμβολαιογράφος, οι καθηγητές και οι δάσκαλοι ήσαν μόνιμοι θαμώνες. Πού και πού έβλεπες να κάθεται και κάποιος εκπρόσωπος της χειρονακτικής εργασίας.
Το παραπάνω καφενείο ήταν επίσης σπουδαίο και για τη βεράντα του. Τα καλοκαίρια γέμιζε με τραπεζάκια και καρέκλες, απ΄ όπου οι καθήμενοι μπορούσαν να απολαύσουν τη θέα του Ιονίου, προς τα δυτικά, από την Κυπαρισσία μέχρι το Κατάκολο. Το θεσπέσιο άρωμα της μεγάλης γαζίας, που έθαλλε στη μία άκρη της βεράντας, συμπλήρωνε την απόλαυσή τους. Από βορειοανατολικά, έφτανε μέχρι εκεί το δροσερό και ξηρό αεράκι, ο Κατεβατός και γι΄ αυτό πολλοί ήσαν αυτοί που προτιμούσαν την πάνω αγορά από την κάτω, όπου το κλίμα ήταν πολύ πιο υγρό.
Με τον καιρό, η αίγλη των θερμών λουτρών ξεθώριασε, σαν επακόλουθο, μεταξύ άλλων, της αμφισβήτησης και απομυθοποίησης των θεραπευτικών τους αποτελεσμάτων. Τα υπέροχα ξενοδοχεία του Καϊάφα, οι λουτρικές εγκαταστάσεις απέναντι, στους βράχους του Λαπίθα, καθώς και ό,τι άλλο λειτουργούσε εύρυθμα πάνω στη νησίδα της Αγίας Αικατερίνης θα αφεθούν στη μοίρα τους και χρόνο με το χρόνο θα μαραζώνουν.
Οι «λουόμενοι», λάτρεις των θερμών υδάτων, στα χρόνια που θα επακολουθήσουν, όλο και θα λιγοστεύουν, ενώ αντιθέτως όλο και θα αυξάνονται οι εραστές των δροσερών νερών της θάλασσας…
Υ.Γ.
Ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, ο σπουδαίος διηγηματογράφος από τον Πύργο, έχει γράψει μεταξύ των άλλων και ένα διήγημα με τίτλο «Θερμά θαλάσσια λουτρά», που αναφέρεται στη θάλασσα του Κατακώλου.
(Από το βιβλίο “Μικρές Ιστορίες”, 2016 εκδ. Οροπέδιο)