Ένα επίκαιρο ποίημα της Κατερίνας Κουτσουνά *** ΛΑΙΛΑΠΑ 21/6/2024 (Παρασκευή ώρα 4:50 περίπου Πυρκαγιά στα Χανάκια )
ΛΑΙΛΑΠΑ 21/6/2024
(Παρασκευή ώρα 4:50 περίπου Πυρκαγιά στα Χανάκια )
Ένα επίκαιρο ποίημα της Κατερίνας Κουτσουνά
Κι ήρθε η ποίηση στην πιο ψυχρή της ώρα
Την τρομερή ν´αναγγείλει συμφορά του δέους
Μέσα από τα λεπτεπίλεπτα ή τα κοφτερά της λόγια
Μια πυρκαγιά στης ομορφιάς τα στήθια
Ένα ηλιόγερμα λαμπρό μα πονεμένο
Σε στήθια γης τ´ακούμπημα κλαμένο
Στέρφα να ´τανε κάλλιο παρά ωραία
Να μην της ρούφαγαν την ομορφιά οι φλόγες
Μήτε των φρούτων τους χυμούς
Του πεύκου την ισκιάδα
Ένα περιχαράκωμα, μια πειθαρχία έστω ,
ας έβαναν οι άνεμοι τούτο το καλοκαίρι
Κι ο ήλιος ας μην το έκανε φτηνό υλικό το φως του
Ας μην αμάρτανε η ψυχή ανήμερα τ´Αρουσαλιού
Που κλειδωθήκαν οι ψυχές αγαπημένων
Χωρίς τρισάγιο που ´φυγαν, χωρίς αντίο
Παρά με το κυνήγι της φωτιάς
Φτεράκιζαν στον κακοφορμισμένο πίκρα κι άδικο
απ´ τη μαυρίλα ουρανό μας
Τους στεναγμούς της γης μας ποιος τους ένιωσε,
σαν τα παιδιά της θάβονταν στο στόμα της πυράς;
Τα καρπισμένα δέντρα, τα λουλούδια …
Οι υποσχέσεις του καλοκαιριού ….
Τα τρελά άγουρα παιχνίδια του αγέρα με τη φωτιά
Άνοα ξεσπάσματα πεισμωμένου μωρού
Με κλάημα αδιάκοπο μέχρι να πετύχει το σκοπό του
Βασιλικότερο κόκκινο φόρεσε ο ήλιος
Στου μαύρου καπνού το φόντο
Ατίθασος εργένης κλέβει την παράσταση
Κι η λογική του παραλόγου ,
φιμωμένη αλήθεια , θρηνεί μεγαλόπρεπα τ´άνθη που κάηκαν
Την αδηφάγα σου έγνοια δεν καταδέχτηκε η περηφάνια
Μονήρεις κακοήθειες προσβάλαν τη σθεναρή σου αντίσταση
Οι μοίρες μετρούσαν τα τάλαρα του κέρδους
Θορυβημένες οι αψιμαχίες ,
μαινάδες παράτολμων επιθυμιών , οπισθοχώρησαν
σαν κυνηγημένες από το ίδιο τους το μένος
Κι εγώ που φαντάστηκα
πως ήταν κλέφτης που τρέχει κατά πάνω μου ,
πύρινος , μεγαλοπρεπής, αδηφάγος ….
Κι από πάνω του το Χάρο κατάμαυρο με τη χρυσή χατζάρα του ….
Να γαυγίζει ανυπόμονα την ανευθυνότητα των ανίερων στιγμών
Κι εγώ που νόμισα πως έπιασα τον εφιάλτη στον ύπνο του
Να καταστρώνει σχέδιο και τρόπο
Για να προδώσει την πατρίδα του….
Τυλιγμένα σε χρυσά χαρτιά τα φτηνά λόγια του
Σαν αέρας ψεύτικος που κυνηγά τη χίμαιρα
Σαν αγύμναστος εραστής που αποφεύγει τον έρωτα
Είμαι τόσο αδύναμη για να κυνηγήσω τον εχθρό
Κι εσύ βουνό μου ,
που είσαι τόσο γυμνασμένο στο χρόνο,
τόσο παραδομένο στις κακουχίες,
γιατί άφησες αμαχητί την πύρινη λαίλαπα να σε διαπεράσει;
Κι εσύ Απόλλωνα επόπτη ,
γιατί έκλεισες τα μάτια σου,
γιατί έστρεψες το βλέμμα σου
αντίθετα από του σθένους την επιμονή;
Γιατί άφησες να μολυνθεί του φωτός η ανάγκη;
Ο πτυχιούχος άνεμος καβάλησε το άτι του
Φόρεσε την άυλη στολή του
Έκαμε τη σπίθα πυρκαγιά
Κι ούτε ένα παρακάλιο μήτε μια ευχή δεν άκουσες
Το πυρ να σταματήσεις κακώς προσπάθησες
Ήξερες πως αφού ξεφύγει δε συμμαζεύεται
Μήπως από ψηλά Νερώνεια έχεις πεθυμιά
Μήπως η γη μας η καλή, η καρπερή
Μήπως οι ανθρώποι οι καλοί,οι τίμιοι,που την νέμονται,
βερβερίζουν κλείνοντας τον πόθο σε μια ευχή ;
Τα χαμένα στολίδια της γης έγιναν μαύρος καπνός κι αποκαΐδια.
Πού πήγες τυχερή στιγμή;
Πού δέρνεσαι απελπισμένη;
Την άστοχη διαλέγεις διαδρομή
Κι ανέγγιχτη αφήνεις την πολύπονη μάνα
Δόστης ένα φιλί στο μέτωπο
Να γυαλίσουν τα χείλη της
Δόστης ένα χάδι στα πλευρά να ηρεμήσει η ψυχή της
Τον ύπνο άφησα απόψε στα ζερβά μου
δίχως μαξιλάρι, δίχως όνειρα
Στέρεψαν οι πηγές των δακρύων μου
Στέρεψαν τα θέλω μου
Είδα τον εφιάλτη να παγανίζει γύρω μου
με τη φριχτή στολή του
Πομφόλυγες και φληναφήματα στων αγέρηδων
τις πορφυρές ράχες
συνουσιάζονται με τις αμείλικτες ερωμένες του ψεύδους
Την ασυγκίνητη ταλαιπώρια μου μίσθωσε η θλίψη ,
για να βυζάξει από το δάκρυ μου δύναμη……
Για να παγώσει το συναίσθημα
Αρχέγονα είναι τα ερωτήματα
Κι οι φαινότυποι ,αριστοκράτες ,
κλεισμένοι στους πύργους των μεσαιωνικών στιγμάτων τους
Γιατί με μάλωσες Παρασκευή που ανησύχησα
Κι είπα ας είναι , ας έρθουν γλυκές και ήσυχες οι στιγμές μου
Με γέλασες
Μου έστειλες ένα ποτήρι πίκρα
Μια ατέλειωτη ανησυχία
Για να σου ξυπνήσω ένστικτα παράξενα , μου είπες, δυνατά ….
Για του στίχου σου την πλοκή
Για να ξεφύγεις από τη συνήθεια
Για να μελετήσεις τις βαθιές πληγές σου
Για να πληρώσεις των τριγμών σου το τίμημα
με την αδυναμία της απάθειας
Ή έστω για να ζυγιάσεις πέντε γραμμάρια ιστορίας
Αλίμονο ! Δε σε πιστεύω !
Κι ήταν η θάλασσα τόσο κοντά !
Κ.ΜΠ.-Κ.