ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΗΛΙΑ Χ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ *** Γράφει η Καλλιόπη Ι. Δημητροπούλου – Φιλόλογος, ποιήτρια, συγγραφέας
Το κείμενο της Κυριακής
Γράφει η Καλλιόπη Ι. Δημητροπούλου
Φιλόλογος, ποιήτρια, συγγραφέας
ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΗΛΙΑ Χ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
{Φωτογραφία έτους 2023}
Ο κόσμος των γραμμάτων πενθεί. Σίγησε η σπουδαία σύγχρονη λογοτεχνική φωνή του Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου.
Το έργο του διακρίνεται για το λιτό και παιγνιώδες ύφος, τη λεπτή ειρωνεία, την αγάπη του για τη φύση και τον τρυφερό νόστο για τα δύσκολα χρόνια της νεανικής ζωής του.
Η γραφή του εξελίχθηκε από το μακρινό 1960 μέχρι και το πρόσφατο παρόν. Η σθεναρή πένα του αποτυπώνει την καθημερινή ζωή της επαρχίας με τις μικρές και μεγάλες παρακαταθήκες αλλά και αντιφάσεις της. Με τη θεματική του, ο πεζογράφος εστιάζει σε βάθος στην ανθρώπινη ύπαρξη, στις κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες της εποχής του και στην οικογενειακή ζωή, αναδεικνύοντας δίχως ίχνος μελοδραματισμού την εσωτερική ένταση της ανθρώπινης φύσης.
ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ: «Θερμά θαλάσσια λουτρά»
Το αφήγημα ανήκει στην ομώνυμη συλλογή Θερμά θαλάσσια λουτρά (1980), η οποία αποτελείται από δώδεκα βιωματικά κείμενα που αναφέρονται σε προγενέστερη εποχή. Ο διηγηματογράφος χρησιμοποιεί την μέθοδο της αυτοαναφορικότητας και το διήγημα εστιάζεται κυρίως σε περιγραφές της παιδικής του ηλικίας. Το αισθητικό αποτέλεσμα έγκειται στο γεγονός: Το αφηγηματικό παρόν παρεμβαίνει για να περιγράψει γεγονότα του παρελθόντος. Ας το απολαύσουμε:
«ΘΕΡΜΑ ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΛΟΥΤΡΑ»
Στο χτήμα μας, όταν οι ζέστες έπιαναν για τα καλά, άρχιζαν οι προετοιμασίες για τη θάλασσα. Πρώτη η θεία μου που, αφ’ ότου χήρεψε, υπέφερε ολόκληρο το χειμώνα από ρευματισμούς, κατέβαζε από την αποθήκη ένα μεγάλο στρογγυλό κουτί, από όπου έβγαζε το μαύρο καλοκαιρινό της καπέλο, αγορασμένο πριν χρόνια και χρόνια από τον μακαρίτη, σε ένα του ταξίδι-αστραπή στην Τεργέστη. Το ταξίδι εκείνο, που αναφερόταν σπάνια, πάντοτε δε με κάποιο δέος, φαίνεται ότι πραγματοποιήθηκε υπό συνθήκες που χαρακτηρίστηκαν ως έκτακτες, αν μη και μυστηριώδεις. Η θεία μου βούρτσιζε προσεχτικά το καπέλο και ύστερα το καθάριζε με ένα εκχύλισμα φύλλων κισσού. Με το ίδιο υγρό, βρασμένο ελαφρά, σχεδόν αφέψημα, καθάριζε και τη μαύρη της μαντίλα, την εσάρπα της, καθώς και ένα ψάθινο καλαθάκι με καπάκι, που προοριζόταν για τα τρόφιμα του ταξιδιού. Η πιο μεγάλη φασαρία ήταν, ώσπου να συμφωνήσει με τον έναν από τους δυο ταξιτζήδες της πόλης (τους σωφέρ, καθώς τους έλεγαν), τις μέρες και τις ώρες που θα μας παραλάμβανε. Το τραίνο* αναχωρούσε κάθε πρωί στις δέκα και δέκα.
Ο σταθμός βρισκόταν στην άλλη άκρη της πόλης, σε ένα πέτρινο διώροφο σπίτι, με ωραία μπαλκόνια, πολλές πόρτες, γκισέδες και κιγκλιδώματα. Διέθετε τρεις αίθουσες αναμονής, ανάλογες με τη θέση που ταξίδευε ο κάθε επιβάτης.
Η θεία μου έβγαζε ένα εισιτήριο διαρκείας, πρώτης θέσεως, με την πρόσθετη ένδειξη «θερμά θαλάσσια λουτρά», γραμμένη με καφέ, λοξά γράμματα. Ένα ειδικό βαγόνι, με την ίδια ένδειξη στους υαλοπίνακες, εξυπηρετούσε αποκλειστικά αυτή την κατηγορία των λουομένων. Ήταν ένα αληθινό άδυτο, όπου κανείς τρίτος δεν διενοείτο ούτε να διέλθει καν, όχι να καθίσει, ή να τολμήσει να ανοίξει το παράθυρο.
Δεν μπορώ να φαντασθώ πιο τρυφερή αναχώρηση τραίνου. Στις δέκα παρά τέταρτο χτυπούσε το πρώτο καμπανάκι του σταθμού, με έναν γλυκύ, μαλακό, αλλά και αρκετά ισχυρό ήχο. Οι πιο ηλικιωμένοι έσπευδαν ήδη στο βαγόνι τους. Στις δέκα παρά πέντε χτυπούσε το δεύτερο, οπότε η κίνηση, τα τρεχάματα και ο αναβρασμός επιτείνονταν, και στις δέκα και δέκα ακριβώς χτυπούσε το τρίτο καμπανάκι, με το οποίο όλοι πια καταλάμβαναν, μέσα σε μια πραγματική αναταραχή, τις θέσεις τους. Τότε εμφανιζόταν ο Θύμιος*. Φορούσε μια πολύ σκούρα μπλε στολή και πηλήκιο με πολλά χρυσά σιρίτια, ενώ από τον αριστερό του ώμο κρεμόταν μια καφέ δερμάτινη τσάντα, με τα εισιτήρια και όλα τα απαραίτητα όργανα του ελέγχου. Από τη ζώνη του πανταλονιού του, με μια χοντρή αλυσίδα, είχε αναρτήσει μια μικρή σάλπιγγα, άψογα γυαλισμένη και ιδιαίτερα κυρτή, σαν κέρας. Ο Θύμιος έριχνε μια βλοσυρή ματιά κατά μήκος του συρμού, και επέπληττε όσους κωλυσιεργούσαν να ανέβουν. Στυλωμένος περί το μέσον του τραίνου, ανέκραζε στεντορία τη φωνή: Ες, Κύριοι! Κανείς δεν έμαθε ποτέ το ακριβές νόημα της φράσης, αλλά αμέσως, πατείς με πατώ σε οι βραδυπορούντες, σκαρφάλωναν στα βαγόνια. Οι επιβάτες της πρώτης θέσεως, καθισμένοι σε περίτεχνα καθίσματα από ψάθα προελεύσεως εξωτερικού, δυσφορούσαν. Όλα την τελευταία στιγμή, έλεγαν.
Ο Θύμιος στρεφόταν ακολούθως στον μηχανοδηγό. Εκείνος τον προσέβλεπε πειθήνια στα μάτια, ενώ με το δεξί του χέρι έψαυε την σειρήνα του τραίνου. Έτοιμος; του φώναζε. Ο μηχανοδηγός έγνεφε καταφατικά, χωρίς να αποσύρει το παράπαν το βλέμμα του. Τότε ο Θύμιος ανασπούσε τη σάλπιγγα και σάλπιζε έναν οξύ, μακρότατον και, μπορώ να πω, μουσικόν ήχο, που έσβηνε σιγά σιγά, σαν σιωπητήριο. Ένα ευχάριστο ρίγος διέτρεχε τους επιβάτες. Όλα έτοιμα πλέον, προς αναχώρησιν. Το τραίνο σφύριζε και ξεκινούσε αργά αργά, μέσα σε θορύβους και γδούπους. Ο Θύμιος πλησίαζε και αυτός και σαλτάριζε στο τελευταίο βαγόνι. Το ταξίδι άρχιζε.
Η θάλασσα απείχε περί τα δεκατρία χιλιόμετρα και μέχρι την Αλκυώνα, όπου κατέβαιναν οι κανονικοί λουόμενοι, μεσολαβούσαν τρεις σταθμοί και μια προαιρετική στάση. Σε κάθε αναχώρηση από τους ενδιάμεσους σταθμούς, η διαδικασία με το Θύμιο επαναλαμβανόταν με την ίδια ακρίβεια — μόνο στην προαιρετική στάση παρέλειπε τις εκφωνήσεις. Το τραίνο περνούσε μέσα από σταφιδαμπέλους, αγρεπαύλεις, μετόχια μοναστηριών και αμμόλοφους. Στους σταθμούς οι νέοι κατέβαιναν και άρπαζαν από τα παρακείμενα κλήματα τσαμπιά μαύρης σταφίδας, ή και χούφτες ολόκληρες από τα αλώνια, όπου άπλωναν τον καρπό για να ξεραθεί.
Ο μεγάλος, όμως, σαματάς γινόταν στην Αλκυώνα. Πριν ακόμη σταματήσει το τραίνο, πηδούσαν αρκετοί από τα βαγόνια και άρχιζαν να τρέχουν δαιμονιωδώς προς τη θάλασσα. Είχαν να διανύσουν περίπου δύο χιλιόμετρα, ώσπου να φθάσουν στην αμμουδιά με τις μπανιέρες*. Πολλοί προτιμούσαν να κατέβουν στην επόμενη στάση, μπροστά στα θερμά λουτρά, από όπου η απόσταση, ως τις μπανιέρες, ήταν πολύ μικρότερη, σχεδόν μηδαμινή. Τις έβρισκαν, όμως, κατειλημμένες από τους πρώτους, που είχαν σαλτάρει από το τραίνο και διατρέξει τη διαδρομή με τα πόδια.
Το κτίριο των θερμών λουτρών, βαμμένο κίτρινο, περιβαλλόταν από ένα άλσος με ευκάλυπτους. Η θεια μου δεν με άφηνε να μπω μέσα στους λουτήρες. Άνοιγε το καλαθάκι, μου έδινε ψωμί, τυρί, ένα αυγό βραστό και σταφύλια, και με παρότρυνε να περπατήσω στην αμμουδιά, αφού φορούσα προηγουμένως μια κατάλληλη κάσκα για τον ήλιο.
Πήγαινα στην αμμουδιά και χάζευα. Μάζευα κοχύλια, αστερίες, ζωντανές άσπρες αχιβάδες. Ανέβαινα ύστερα στις μπανιέρες. Ήταν ξύλινες, κατασκευασμένες από χοντρούς σιδερένιους πασσάλους, που τους είχαν μπήξει μέσα στη θάλασσα, χωριστά μια σειρά μπανιέρες για τους άντρες, χωριστά για τις γυναίκες. Μια γέφυρα, επίσης ξύλινη, ένωνε το κάθε συγκρότημα με την ξηρά.
Οι καμπίνες ήταν στενές, υγρές και μύριζαν μούχλα και κάτουρο. Η εταιρία του τραίνου τις είχε χτίσει πριν χρόνια, αλλά σιγά σιγά τις εγκατέλειψε και ρήμαζαν. Έλειπαν αρκετά σανίδια και έτσι φαινόταν ο αμμουδερός πυθμένας της θάλασσας, καθώς και οι σπασμένοι πάσσαλοι, γεμάτοι φύκια και όστρακα. Μια σκαλίτσα από το άλλο μέρος της κάθε καμπίνας κατέβαζε στα βαθιά, όπου το βάθος του νερού ξεπερνούσε το μέτρο. Παιδιά δεν άφηναν να κολυμπήσουν εκεί. Οι άντρες φορούσαν μακριά μπανιερά, αν και μερικοί νοικοκυραίοι κατέβαιναν τη σκαλίτσα τελείως γυμνοί. Με πολλή σοβαρότητα τοποθετούσαν το αριστερό τους χέρι ανοιχτό, μπροστά από τα απόκρυφα μέλη τους, ενώ με το δεξί, μόλις το πόδι τους άγγιζε το νερό, έκαναν αργά αργά το σταυρό τους. Κατόπιν βουτούσαν.
Λίγο πριν από τον πόλεμο, οι μπανιέρες είχαν αρχίσει να ξεχαρβαλώνονται τελείως. Τότε ήταν που έφθασαν στον τόπο μας μερικοί πρόσφυγες από τη Ρωσία, δικοί μας, ή και λευκορώσοι. Θυμάμαι ένα ξανθό παλληκαράκι ψηλό, με γαλανά μάτια. Κολυμπούσε περίφημα. Έφερνε γύρα όλη την ακτή. Με ωραίες απλωτές πήγαινε στα βαθιά, παρέκαμπτε το ειδικό σύρμα που χώριζε τα χωρικά ύδατα των γυναικών, και κολυμπούσε στα νερά τους. Τσιρίδες και φωνές, εκείνες. Οι δικοί μας τον κύτταζαν ζηλόφθονα, διαμαρτύρονταν, αλλά πού να τολμήσουν να τον ακολουθήσουν, σε κείνες τις ακτές με τα ρηχά νερά, κανείς δεν κατάφερνε να μάθει κολύμπι της προκοπής.
Μια Κυριακή ο νεαρός Ρώσος, αφού έκανε κάμποσους γύρους, επέστρεψε κολυμπώντας προς τις ανδρικές μπανιέρες. Ανέβηκε τη σκαλίτσα και σκαρφάλωσε επάνω στη στέγη, από όπου μπορούσε να γίνει ορατός από την πλευρά των γυναικών. Ο καιρός είχε λίγο ψυχράνει, η θάλασσα ήταν αρκετά φουρτουνιασμένη και είχε αρχίσει να ερημώνει κάπως. Πάνω στη στέγη ο Ρώσος έμεινε αρκετή ώρα, κυττάζοντας πότε δεξιά και πότε αριστερά του. Ύστερα ζυγίστηκε αργά, άνοιξε τα χέρια και, πηδώντας με φόρα στη θάλασσα, έκανε μια θεαματική βουτιά. Έμεινε εκεί, καρφωμένος σε κάποιον σπασμένο πάσσαλο. Έτρεξε κόσμος και κοσμάκης, αλαλάζοντας. Τελικά ήρθαν δυο ψαράδες και τον τράβηξαν.
Πέθανε μόλις τον ακούμπησαν στην αμμουδιά. Θυμάμαι ακόμη το πρόσωπό του, καθώς και τα γαλανά του μάτια, που μας κύτταζαν ορθάνοιχτα. Έμοιαζε να μην καταλαβαίνει τίποτα απολύτως.
(*«Το τραίνο αναχωρούσε…»: Περιγράφεται η διαδρομή Πύργου – Κατακόλου.
*Θύμιος: Ο σιδηροδρομικός αυτός υπάλληλος ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Τον αναφέρει και ο ποιητής Τάκης Σινόπουλος: «Όταν οι μπανιέρες στο Κατάκωλο μέσα στην ήσυχη θάλασσα.
Όταν το τρένο Πύργου – Κατακώλου, ο Θύμιος, η σφυρίχτρα του».
(Τάκης Σινόπουλος, Συλλογή II, 1965-1980, Ερμής, Αθήνα 1997, σ. 297).
*Μπανιέρες: Χώροι διαφορετικοί για κάθε φύλο με καμπίνες – αποδυτήρια και σκάλες που κατέβαιναν στη θάλασσα.)