Διαβάστε το εξαιρετικό άρθρο του κ. Τσούλια για τη βία, το ρατσισμό και τον εθνικισμό
Είμαστε μια σκληρή κοινωνία;
Του συνεργάτη της εφημερίδας μας εκπαιδευτικού κ. Νίκου Τσούλια
Πολλά τα περιστατικά βίας στη χώρα μας. Οι δολοφονίες γυναικών αλληλοδιαδέχονται η μία την άλλη. Η βίαιη περιθωριοποίηση συνανθρώπων μας λόγω οικονομικών δυσκολιών απλώνεται σαν μεταστατικός καρκίνος. Στο σχολείο τα φαινόμενα ρατσισμού και οι αποκλεισμοί μαθητών από μαθητές δεν λένε να κοπάσουν. Στον αθλητισμό το ένα περιστατικό βίας διαδέχεται το άλλο. Αλλά και η απόλυτη φτώχεια – που έχει απλωθεί επικίνδυνα και στη χώρα μας – δεν αποτελεί την πιο (παγκόσμια) σκληρή μορφή βίας, αφού πλήττεται η ίδια η δυνατότητα της ύπαρξης του ανθρώπου;
Θυμόμαστε τον Μανώλη Καραλή, ο οποίος αγωνίστηκε στον τελικό του άλματος επί κοντώ στους Ολυμπιακούς του Τόκιο κατακτώντας την τέταρτη θέση. Τότε καμαρώναμε. Αλλά τι είχε προηγηθεί. Να τι εξομολογήθηκε ο ίδιος. «Όταν ήμουν στο δημοτικό με την αδελφή μου, μια ομάδα παιδιών ερχόντουσαν και μας έλεγαν “πηγαίνετε στη χώρα σας”, μας έσπρωχναν. Πηγαίναμε εγώ και η αδελφή μου σε ένα παγκάκι, καθόμασταν, κλαίγαμε. Γινόταν για πάρα πολύ καιρό. Στην ηλικία των 15 ξεκίνησαν οι πιο σοβαρές λέξεις και τα πιο κακά βλέμματα. Από τα 14 μου μέχρι τους Ολυμπιακούς πήγαινα σε ψυχολόγο για να αντεπεξέλθω σε όλη αυτή την κατάσταση… Αλλά η οικογένειά μου με μεγάλωσε με τρόπο ώστε να λαμβάνω μόνο την αγάπη».
Αυτή είναι μια ατομική αλλά και γενική μορφή βίας και ρατσισμού. Υπάρχει και το εξίσου μαύρο ταίρι της, η συλλογική μορφή. Ίσως έχουμε ξεχάσει τα θλιβερά γεγονότα, που συνέβησαν παλιότερα μετά από έναν αγώνα των εθνικών ομάδων Ελλάδας και Αλβανίας. Οι επιθέσεις εναντίον των οπαδών της αντίπαλης ομάδας (αν θυμάμαι καλά, είχε κερδίσει η Αλβανία), δεν είναι απλά και μόνο δείγματα βαρβαρότητας, εθνικισμού και ρατσισμού αλλά και δείγματα απαξίωσης της δικής μας φιλοπατρίας, αμαύρωσης της ίδιας της πατρίδας μας.
Πόσο δίκιο είχε και πόσο εύστοχα έλεγε ο Αλμπέρ Καμύ στο βιβλίο του “Γράμμα σε έναν φίλο Γερμανό” ότι “αγαπώ πολύ την πατρίδα μου για να είμαι εθνικιστής”. Το κακό εδώ έχει δύο όψεις πιστών του εθνικισμού. Είναι οι επαγγελματίες του εθνικισμού, που χτίζουν τις φιλοδοξίες τους, πολιτικές και άλλες πάνω την αντίληψη αυτή και πουλάνε υπερπατριωτισμό. Η άλλη όψη είναι των αφελών ή και των αγνών πατριωτών, που δεν έχουν ορθολογική σκέψη και γίνονται χειραγωγήσιμοι και εργαλείο στις στοχεύσεις των πρώτων.
Στα φαινόμενα βαρβαρότητας της βίας και του ρατσισμού ξεχνάμε κάτι πολύ απλό. Θέλουμε να προσπερνάμε την απτή πραγματικότητα, ότι αυτά τα φαινόμενα μπορούν να περιλάβουν και εμάς. Πόσο δύσκολο είναι να σκεφτούμε το εξής… Αν κάποιοι από εμάς ασκούν βία και εκφράζουν ρατσισμό και εθνικισμό απέναντι σε έναν οικονομικό πρόσφυγα από την Αφρική ή από την Ασία και βρεθούν στη Γερμανία, για παράδειγμα, δεν μπορούν να έχουν την ίδια αντιμετώπιση από τους ομοϊδεάτες τους;
Μια σκληρή κοινωνία, της βίας και της ανισότητας, του ρατσισμού και του εθνικισμού δεν έχει καμιά προοπτική. Ο Τζον Ρωλς στο κλασικό έργο του “Πολιτικός Φιλελευθερισμός” αναρωτιέται στην ουσία του όλου προβλήματος. “Πώς είναι δυνατό να διατηρηθεί σε χρόνο μια δίκαιη και σταθερή κοινωνία ελεύθερων και ίσων πολιτών, αν αυτοί μόνιμα διαιρούνται ριζικά από τα θρησκευτικά, φιλοσοφικά και ηθικά τους δόγματα, τα οποία ωστόσο είναι εύλογα”;
Δεν μένει στις διαπιστώσεις, προτείνει τις βασικές αρχές της δικαιοσύνης. “Οι δύο αρχές της δικαιοσύνης είναι: α) Κάθε πρόσωπο έχει ίσες αξιώσεις σ’ ένα εντελώς επαρκές σχήμα ίσων βασικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, το οποίο θα πρέπει να διαμορφώνεται κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να επιτρέπει σε όλα τα πρόσωπα την αναγνώριση των ίδιων δικαιωμάτων και ελευθεριών. β) Οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, που τυχόν υπάρχουν, οφείλουν να ικανοποιούν δύο ορισμένες συνθήκες: πρώτον, πρέπει να παρακολουθούν θέσεις και λειτουργήματα που είναι ανοικτά σε όλα τα πρόσωπα σε συνθήκες ισότητας ευκαιριών, οι οποίες χαρακτηρίζονται από επιείκεια – και δεύτερον, πρέπει να ευνοούν όσο το δυνατόν τα λιγότερα ευνοημένα μέλη της κοινωνίας”.
Η Ιστορία του ανθρώπου διδάσκει – αρκεί να την ερμηνεύουμε. Οι κοινωνίες προοδεύουν όταν είναι “ανοιχτές”, όταν καλλιεργούν συστηματικά τις αξίες της δικαιοσύνης και της ισότητας, της ελευθερίας και του πλουραλισμού.