Το ποίημα της Κυριακής – Τάκης Σινόπουλος: ένοικος τώρα του παντοτεινού, κεκυρωμένος *** Γράφει η Καλλιόπη Ι. Δημητροπούλου, Φιλόλογος – ποιήτρια – συγγραφέας

Το ποίημα της Κυριακής
Τάκης Σινόπουλος:
ένοικος τώρα του παντοτεινού, κεκυρωμένος

Γράφει η Καλλιόπη Ι. Δημητροπούλου
Φιλόλογος, ποιήτρια, συγγραφέας
Δύο ποιήματα του Τάκη Σινόπουλου
“ένοικος τώρα του παντοτεινού,
κεκυρωμένος.”
Στο εργοβιογραφικό σημείωμα του Ηλείου ποιητή Τάκη Σινόπουλου έχουμε αναφερθεί σε προγενέστερο αφιέρωμα. Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος 1940-41 και οι εμπειρίες του εμφυλίου 1946-49 επηρέασαν τη ζωή και τη γραφή του.
Τα ποιήματα του Τάκη Σινόπουλου “Περίπου Bιογραφία” και “Πιθανές προσθήκες στο ποίημα Περίπου Βιογραφία” δείχνουν τρόπους με τους οποίους ο πόλεμος αφυδατώνει, αποξηραίνει και εκμηδενίζει τη ζωή του ανθρώπου. Ο ήρωας καταφέρνει να επιστρέψει από τον πόλεμο ζωντανός. Είναι όμως; Ποτέ όπως ήταν πριν. Τα βιώματα των μαχών τον έχουν γονατίσει. Μάλιστα η εμπειρία του πολέμου αποδεικνύεται τόσο εφιαλτική ώστε σημαδεύει την ύπαρξή του, αλλοιώνει τον χαρακτήρα του και μεταστρέφει ακόμα και τις σχέσεις του με το περιβάλλον του.
Ας δούμε τις δύο ποιητικές πολεμικές “ιαχές” του ποιητή.
ΠΕΡΙΠΟΥ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Έτσι κατέβηκε απ’ τον πόλεμο, με φαγωμένα
τ’ άρβυλα και το χακί του αμπέχωνο.
Μονάχα εκείνη η σκοτεινή κατηφοριά, πιο χαμηλά τα
δέντρα ανοίγοντας, ένα κομμάτι ποταμιού –
ποτάμι
παγωμένο φως.
Βρήκε το σκύλο του – δε γαύγισε.
Και κάτι σκοτωμένοι δίχως όνομα το πρώτο
απόγευμα.
Ύστερα πολλά μπερδεμένα απογεύματα,
στο κάτω της γραφής όλα χωνεύονται στα χαρτιά,
συλλογίστηκε.
Μέρες ξερές σα ντουφεκιές, ένα φεγγάρι ακίνητο πάνω
σε σπίτια και συρματοπλέγματα.
Αμίλητοι άνθρωποι του γύρεψαν ταυτότητα,
ξανά ταυτότητα.
Τον πήρε η κόρη του κακού και πάλεψε.
Κι όπως κοιμότανε τη νύχτα, ματωμένα βουνά και
πέτρες που πέφτανε απάνω του, γύρω γύρω μισοί,
μισοφώτιστοι οι φίλοι του
και οι άλλοι με φάτσες που μόλις θυμόταν, με περίεργα
μάτια συναγμένοι τον κοίταζαν
Που πάγαινε καμιά φορά στον έρωτα,
βρισκόταν αντιμέτωπος με κείνες τις μαινάδες,
ανεβαίνανε κοπάδι απ’ το γιαλό,
τον κυνήγαγαν ως πάνω στο λόφο.
Δρασκέλιζε ξέρες και αμμότοπους,
σακατεμένος δίψαγε, έπινε από σκοτεινές πηγές.
Συνέχεια βούλιαζε κι ανέβαινε
στον ίδιο λάκκο.
Δεν κάτεχε άλλη δύναμη,
μονάχα τα χαρτιά του βασανίζοντας,
ένα σωρό σβησίματα, το βράδυ ανάστατος,
όταν ο κόσμος παρασταίνεται με πρόσωπα νεκρών.
Μια μέρα είδε ένα χέρι με σπασμένα δάχτυλα, μια
μέρα ο φοβερός αέρας.
Τα χρόνια με τα χρόνια αβάσταχτα.
Κι οι αιώνες παντού το ίδιο σκοτάδι.
Μετρώντας πόσος θάνατος του περίσσευε και πριν και
μετά από κάθε ποίημα.
Έφραζε με παλιές εφημερίδες το κορμί,
να μην περνάνε απ’ τις χαραματιές τα νερά και το κρύο.
Ύστερα εκείνη η θάλασσα, στον Αγιαντρέα χαράματα,
κι ό, τι στον ίσκιο της καραδοκώντας,
ένα άγριο φως στην όψη του, καθώς ανέβαινε το δρόμο
στον αιθέρα,
ένοικος τώρα του παντοτεινού,
κεκυρωμένος.
ΠΙΘΑΝΕΣ ΠΡΟΣΘΗΚΕΣ ΣΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΠΕΡΙΠΟΥ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Στις όχτες του ποταμού που εφύσαγε κι οι πέτρες
ήτανε δίχως χαρά, μ’ ένα κρύο, αδέκαστο φως.
Κυρίες φιλοθεάμονες τον τριγύριζαν,
στρογγυλές, αβυσσόκολπες, με μυζητήρες και άλλα σύνεργα,
προσφέροντάς του υγρασίες, δήθεν μυστήρια,
άλλες ερημώσεις,
εξαιτίας το καλοφτιαγμένο κορμί,
το απερίγραπτο πρόσωπο με τα πολλά καρφιά.
Στο βάθος στα μάτια του είχε ακόμα ένα μάτι, που κοίταγε προς τα μέσα,
εκεί καρφωμένο, ποτέ νυσταγμένο.
Ακούγοντας ένα απομεσήμερο κάτι φωνές απόξω,
Του ήρθανε μια σειρά φρικιαστικές αναμνήσεις,
περίπατοι
από τα παγερά παιδικά του χρόνια, θερισμένα,
φαρμάκι όπως ήταν.
Μια μέρα είδε το μούτρο του εντοιχισμένο ανάμεσα
στις πέτρες του σπιτιού. Έχω πεθάνει, θα πεθάνω,
συλλογίστηκε.
Μα τι θα πει κεκυρωμένος;
(Περίπου Βιογραφία”, “Πιθανές προσθήκες στο ποίημα Περίπου Βιογραφία”, Συλλογή ΙΙ, 1965-1980, Αθήνα, εκδ. Ερμής, [2]1987)