Το ποίημα της Κυριακής *** Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ *** Γράφει η Καλλιόπη Ι. Δημητροπούλου – Φιλόλογος, συγγραφέας

Το ποίημα της Κυριακής
Τάκης Σινόπουλος

***************************
***************************
Γράφει η Καλλιόπη Ι. Δημητροπούλου
Φιλόλογος, συγγραφέας
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Τάκης Σινόπουλος γεννήθηκε στην Αγουλινίτσα (σημερινό Επιτάλιο Ηλείας) και ήταν πρωτότοκος γιος του φιλολόγου Γιώργου Σινόπουλου από τον Γρύλλο Ηλείας. Γραμματολογικά ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά. Τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου σημάδεψαν καθοριστικά το πνευματικό του έργο.
Ας γνωρίσουμε το ποίημα με τον τίτλο “Ελπήνωρ”
ΕΛΠΗΝΩΡ
Ήταν κάποιος από τη συνοδεία που τον αντίκρισε
όχι ο πιο γέροντας: Κοιτάχτε ο Ελπήνωρ πρέπει να ʽναι εκείνος.
Εστρίψαμε τα μάτια γρήγορα. Παράξενο πως θυμηθήκαμε
αφού είχε η μνήμη ξεραθεί σαν ποτάμι το καλοκαίρι.
Ήταν αυτός ο Ελπήνωρ πράγματι στα μαύρα κυπαρίσσια
τυφλός από τον ήλιο και τους στοχασμούς
σκαλίζοντας την άμμο μ΄ ακρωτηριασμένα δάχτυλα.
Και τότε τον εφώναξα με μια χαρούμενη φωνή: Ελπήνορα
Ελπήνορα πώς βρέθηκες ξάφνου σ΄ αυτή τη χώρα;
Είχες τελειώσει με το μαύρο σίδερο μπηγμένο στα πλευρά
τον περσινό χειμώνα κι είδαμε στα χείλη σου το αίμα πηχτό
καθώς εστέγνωνε η καρδιά σου δίπλα στου σκαρμού το ξύλο.
Μ΄ ένα κουπί σπασμένο σε φυτέψανε στην άκρη του γιαλού
ν΄ ακούς τ΄ ανέμου το μουρμούρισμα το ρόχθο της θαλάσσης.
Τώρα πώς είσαι τόσο ζωντανός; Πώς βρέθηκες σ΄ αυτή τη χώρα
τυφλός από την πίκρα και τους στοχασμούς;
Δε γύρισε να δει. Δεν άκουσε. Ξανάδεσε η σιωπή τριγύρω.
Το φως σκάβοντας ακατάπαυστα βαθούλωνε τη γη.
Η θάλασσα τα κυπαρίσσια τ΄ ακρογιάλι πετρωμένα σ΄ ακινησία θανατερή. Και μόνο αυτός ο Ελπήνωρ
που τον γυρεύαμε με τόση επιμονή μές στα παλιά χειρόγραφα
τυραννισμένος απ’ την πίκρα της παντοτινής του μοναξιάς
με τον ήλιο να πέφτει στα κενά των στοχασμών του
σκαλίζοντας τυφλός την άμμο μ’ ακρωτηριασμένα δάχτυλα
σαν όραμα έφευγε και χάνονταν αργά
στον αδειανό χωρίς φτερά χωρίς ηχώ γαλάζιο αιθέρα.
Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Τ. ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ
Ο ποιητής είναι λυρικός, επιγραμματικός και το έργο του χαρακτηρίζεται από τραγική αυτογνωσία και απαισιοδοξία. Άλλωστε τα βιώματα από την Κατοχή και τον εμφύλιο ήταν καθοριστικά για την ποιητική του ταυτότητα. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του διακρίνουμε μια μεταστροφή στο γλωσσικό του ύφος προς έναν αντιποιητικό, επιθετικό και συχνά ειρωνικό λόγο.
Αν και χαρακτηρίζεται ως ποιητής της απογοήτευσης, της απαισιοδοξίας και της μοναξιάς, πίστευε ακράδαντα στη λυτρωτική επίδραση της ποίησης. Την θεωρούσε ως όχημα για διέξοδο από τον λαβύρινθο του σύγχρονου αυτοματοποιημένου κόσμου.
Γράφει η φιλόλογος Μαρία Σπυροπούλου Θεοδωρίδου:
Η ποιητική ενσάρκωση του μυθικού ήρωα Ελπήνορα αποτελεί το σημείο εκκίνησης της λογοτεχνικής διαδρομής του Τάκη Σινόπουλου. Το ποίημα ‘‘Ελπήνωρ’’, πρωτοδημοσιευμένο το 1944, είναι το πρώτο της Συλλογής του ‘‘Μεταίχμιο’’ . Το ‘‘Μεταίχμιο’’ είναι η πρώτη Συλλογή του ποιητή την οποία εκδίδει ιδιωτικά, σε λίγα αντίτυπα, το 1951. Η Συλλογή αυτή περιλαμβάνει 13 ποιήματά του δημοσιευμένα σε λογοτεχνικά περιοδικά την περίοδο 1944-1949 τα οποία προκαλούν αίσθηση και έχουν μεγάλη απήχηση στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής.
Στο ‘‘Μεταίχμιο’’ αποτυπώνονται οδυνηρά γεγονότα και εφιαλτικές εμπειρίες της Κατοχής και του Εμφυλίου πολέμου, εμπειρίες που ο ίδιος ο ποιητής βίωσε με συγκλονιστικό τρόπο, όντας στρατιωτικός γιατρός και ακολουθώντας τον Εθνικό Στρατό σ’ όλη τη διάρκεια του Εμφυλίου.
Το αμοιβαίο αβυσσαλέο μίσος και οι φρικαλεότητες που πήγασαν απ’ αυτό σημάδεψαν καθοριστικά την ψυχοσύνθεσή του και αποτέλεσαν τον θεματικό πυρήνα της ποιητικής του. Επί μέρους ζητήματα αυτής της θεματικής είναι ο πόλεμος, ο θάνατος, ο όλεθρος, η φτώχεια, η θλίψη, η επώδυνη μνήμη, η μοναξιά, ο φόβος.