Το ποίημα της Κυριακής – Ο Νομπελίστας Σεφέρης *** Γράφει η Καλλιόπη Ι. Δημητροπούλου, Φιλόλογος – ποιήτρια – συγγραφέας
Το ποίημα της Κυριακής
Ο Νομπελίστας Σεφέρης
Γράφει η Καλλιόπη Ι. Δημητροπούλου
Φιλόλογος, ποιήτρια, συγγραφέας
Ο Νομπελίστας ποιητής Γ. Σεφέρης και το ποίημα «Πάνω σ’ έναν ξένο στίχο»
Στις 20 Σεπτεμβρίου 1971 η Ελλάδα βυθίστηκε στη θλίψη, καθώς έσβησε η φωνή του Γιώργου Σεφέρη, του ποιητή που με το έργο και τη στάση ζωής του σημάδεψε τον 20ό αιώνα. Ο χαμός του δεν ήταν απλώς μια λογοτεχνική απώλεια, αλλά μετατράπηκε σε ιστορική στιγμή αντίστασης απέναντι στη Δικτατορία. Ο Γιώργος Σεφέρης, υπήρξε μια τεράστια πνευματική προσωπικότητα, με έντονη λογοτεχνική παρουσία και ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές που υπήρξαν ποτέ στην Ελλάδα.
Ο ποιητής έγραψε το ποίημα το 1931 στο Λονδίνο, όπου υπηρετούσε ως διπλωμάτης στο ελληνικό προξενείο. Πρωτοδημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία την 1η Σεπτεμβρίου του 1932 και περιέχεται στη συλλογή Τετράδιο γυμνασμάτων (1940).
Ο πρώτος στίχος του ποιήματος είναι μια παραλλαγή του πρώτου στίχου του σονέτου «Το ωραίο ταξίδι» του Γάλλου ποιητή Ιωακείμ ντι Μπελαί «Heurex qui, comme Ulysse, a fait un beau voyage» (Ευτυχισμένος όποιος σαν τον Οδυσσέα έκανε ένα ωραίο ταξίδι)
Το ποίημα του Σεφέρη μας παρέχει ένα δείγμα της μυθικής μεθόδου που χρησιμοποιούσε στο έργο του ο ποιητής με σκοπό την πρόκληση της συγκίνησης του αναγνώστη μέσα από αναφορές σε ιστορικά ή μυθικά γεγονότα. Το προσωπικό βίωμα του ποιητικού υποκειμένου διευρύνεται μέσω των αναφορών στον Οδυσσέα και στο περίπλοκο ταξίδι επιστροφής του ομηρικού ήρωα.
Πάνω σ’ έναν ξένο στίχο
Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα.
Ευτυχισμένος αν στο ξεκίνημα, ένιωθε γερή την αρ-
ματωσιά μιας αγάπης, απλωμένη μέσα στο κορμί του, σαν
τις φλέβες όπου βουίζει το αίμα.
Μιας αγάπης με ακατέλυτο ρυθμό, ακατανίκητης σαν
τη μουσική και παντοτινής
γιατί γεννήθηκε όταν γεννηθήκαμε και σαν πεθαίνουμε,
αν πεθαίνει, δεν το ξέρουμε ούτε εμείς ούτε άλλος κανείς.
Παρακαλώ το θεό να με συντρέξει να πω, σε μια στιγμή
μεγάλης ευδαιμονίας, ποια είναι αυτή η αγάπη·
κάθομαι κάποτε τριγυρισμένος από την ξενιτιά,
κι ακούω το μακρυνό βούισμά της, σαν τον αχό της θάλασσας
που έσμιξε με το ανεξήγητο δρολάπι.
Και παρουσιάζεται μπροστά μου, πάλι και πάλι, το
φάντασμα του Οδυσσέα, με μάτια κοκκινισμένα
από του κυμάτου την αρμύρα
κι από το μεστωμένο πόθο να ξαναδεί τον καπνό
που βγαίνει από τη ζεστασιά του σπιτιού του
και το σκυλί του που γέρασε προσμένοντας
στη θύρα.
Στέκεται μεγάλος, ψιθυρίζοντας, ανάμεσα στ’
ασπρισμένα του γένια, λόγια της γλώσσας
μας, όπως τη μιλούσαν πριν τρεις χιλιάδες χρό-
νια.
Απλώνει μια παλάμη ροζιασμένη από τα σκοινιά
και το δοιάκι, με δέρμα δουλεμένο από το
ξεροβόρι, από την κάψα κι από τα χιόνια.
Θα ‘λεγες πως θέλει να διώξει τον υπεράνθρωπο
Κύκλωπα που βλέπει μ’ ένα μάτι, τις Σειρήνες
που σαν τις ακούσεις ξεχνάς, τη Σκύλλα
και τη Χάρυβδη απ’ ανάμεσό μας·
τόσα περίπλοκα τέρατα, που δεν μας αφήνουν να
στοχαστούμε, πως ήταν κι αυτός ένας άνθρωπος
που πάλεψε μέσα στον κόσμο, με την ψυχή
και με το σώμα.
Είναι ο μεγάλος Οδυσσέας· εκείνος που είπε να γί-
νει το ξύλινο άλογο και οι Αχαιοί κερδίσανε
την Τροία.
Φαντάζομαι πως έρχεται να μ’ αρμηνέψει πώς να
φτιάξω κι εγώ ένα ξύλινο άλογο για να κερδίσω
τη δική μου Τροία.
Γιατί μιλά ταπεινά και με γαλήνη, χωρίς προσπάθεια,
λες με γνωρίζει σαν πατέρας
είτε σαν κάτι γέρους θαλασσινούς, που ακουμπισμένοι
στα δίχτυα τους, την ώρα που χειμώνιαζε και θύ-
μωνε ο αγέρας,
μου λέγανε, στα παιδικά μου χρόνια, το τραγούδι του
Ερωτόκριτου με τα δάκρυα στα μάτια·
τότες που τρόμαζα μέσα στον ύπνο μου ακούγοντας
την αντίδικη μοίρα της Αρετής να κατεβαίνει τα
μαρμαρένια σκαλοπάτια.
Μου λέει το δύσκολο πόνο να νιώθεις τα πανιά του κα-
ραβιού σου φουσκωμένα από τη θύμηση και την ψυ-
χή σου να γίνεται τιμόνι.
Και να ‘σαι μόνος, σκοτεινός μέσα στη νύχτα και ακυ-
βέρνητος σαν τ’ άχερο στ’ αλώνι.
Την πίκρα να βλέπεις τους συντρόφους σου καταποντι-
σμένους μέσα στα στοιχεία, σκορπισμένους: έναν
έναν.
Και πόσο παράξενα αντρειεύεσαι μιλώντας με τους πε-
θαμένους, όταν δε φτάνουν πια οι ζωντανοί που σου
απομέναν.
Μιλά… βλέπω ακόμη τα χέρια του που ξέραν να
δοκιμάσουν αν ήταν καλά σκαλισμένη στην πλώρη
η γοργόνα
να μου χαρίζουν την ακύμαντη γαλάζια θάλασσα μέσα
στην καρδιά του χειμώνα.
Η ομιλία του Γιώργου Σεφέρη στη Στοκχόλμη
Ας διαβάσουμε την ομιλία που απηύθυνε στο κοινό ο Γιώργος Σεφέρης, κατά την τελετή απονομής του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας, στη Στοκχόλμη το 1963.
«Τούτη την ώρα αισθάνομαι πως είμαι ο ίδιος μια αντίφαση. Αλήθεια, η Σουηδική Ακαδημία έκρινε πως η προσπάθειά μου σε μια γλώσσα περιλάλητη επί αιώνες, αλλά στην παρούσα μορφή της περιορισμένη, άξιζε αυτή την υψηλή διάκριση. Θέλησε να τιμήσει τη γλώσσα μου, και να – εκφράζω τώρα τις ευχαριστίες μου σε ξένη γλώσσα. Σας παρακαλώ να μου δώσετε τη συγγνώμη που ζητώ πρώτα πρώτα από τον εαυτό μου.
Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα.
Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά κανόνας της είναι η δικαιοσύνη. Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες. O ίδιος νόμος ισχύει και όταν ακόμη πρόκειται για φυσικά φαινόμενα: «Ήλιος ουχ υπερβήσεται μέτρα» λέει ο Ηράκλειτος «ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν».
Συλλογίζομαι πως δεν αποκλείεται ολωσδιόλου να ωφεληθεί ένας σύγχρονος επιστήμων, αν στοχαστεί τούτο το απόφθεγμα του Ίωνα φιλοσόφου. Όσο για μένα συγκινούμαι παρατηρώντας πως η συνείδηση της δικαιοσύνης είχε τόσο πολύ διαποτίσει την ελληνική ψυχή, ώστε να γίνει κανόνας και του φυσικού κόσμου. Και ένας από τους διδασκάλους μου, των αρχών του περασμένου αιώνα, γράφει: «…θα χαθούμε, γιατί αδικήσαμε….
Αυτός ο άνθρωπος ήταν αγράμματος• είχε μάθει να γράφει στα τριάντα πέντε χρόνια της ηλικίας του. Αλλά στην Ελλάδα των ημερών μας, η προφορική παράδοση πηγαίνει μακριά στα περασμένα όσο και η γραπτή. Το ίδιο και η ποίηση. Είναι για μένα σημαντικό το γεγονός ότι η Σουηδία θέλησε να τιμήσει και τούτη την ποίηση και όλη την ποίηση γενικά, ακόμη και όταν αναβρύζει ανάμεσα σ’ ένα λαό περιορισμένο.
Γιατί πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα – και τι θα γινόμασταν, αν η πνοή μας λιγόστευε; Είναι μια πράξη εμπιστοσύνης – κι ένας Θεός το ξέρει αν τα δεινά μας δεν τα χρωστάμε στη στέρηση εμπιστοσύνης.
Παρατήρησαν, τον περασμένο χρόνο, γύρω από τούτο το τραπέζι, την πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις ανακαλύψεις της σύγχρονης επιστήμης και στη λογοτεχνία παρατήρησαν πως ανάμεσα σ’ ένα αρχαίο ελληνικό δράμα και ένα σημερινό η διαφορά είναι λίγη. Ναι, η συμπεριφορά του ανθρώπου δε μοιάζει να έχει αλλάξει βασικά. Και πρέπει να προσθέσω πως νιώθει πάντα την ανάγκη ν’ ακούει τούτη την ανθρώπινη φωνή που ονομάζουμε ποίηση. Αυτή τη φωνή που κινδυνεύει να σβήσει κάθε στιγμή από στέρηση αγάπης και ολοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει πού να ‘βρει καταφύγιο απαρνημένη, έχει το ένστικτο να πάει να ριζώσει στους πιο απροσδόκητους τόπους.
Γι’ αυτή δεν υπάρχουν μεγάλα και μικρά μέρη του κόσμου. Το βασίλειό της είναι στις καρδιές όλων των ανθρώπων της γης. Έχει τη χάρη ν’ αποφεύγει πάντα τη συνήθεια, αυτή τη βιομηχανία. Χρωστώ την ευγνωμοσύνη μου στη Σουηδική Ακαδημία, που ένιωσε αυτά τα πράγματα, που ένιωσε πως οι γλώσσες, οι λεγόμενες περιορισμένης χρήσης, δεν πρέπει να καταντούν φράχτες, όπου πνίγεται ο παλμός της ανθρώπινης καρδιάς που έγινε ένας Άρειος Πάγος ικανός: να κρίνει με αλήθεια επίσημη την άδικη μοίρα της ζωής, για να θυμηθώ το Σέλλεϋ, τον εμπνευστή, καθώς μας λένε, του Αλφρέδου Νομπέλ, αυτού του ανθρώπου που μπόρεσε να εξαγοράσει την αναπόφευκτη βία με τη μεγαλοσύνη της καρδιάς του.
Σ’ αυτό τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται.
Όταν, στο δρόμο της Θήβας, ο Oιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Oιδίποδα».