Το ποίημα της Κυριακής *** Με τον ποιητή Γιώργο Μολέσκη *** Γράφει η Καλλιόπη Ι. Δημητροπούλου Φιλόλογος, ποιήτρια, συγγραφέας
Το ποίημα της Κυριακής
Με τον ποιητή Γιώργο Μολέσκη
Γράφει η Καλλιόπη Ι. Δημητροπούλου
Φιλόλογος, ποιήτρια, συγγραφέας
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΛΕΣΚΗΣ
Ο Κύπριος ποιητής Γιώργος Μολέσκης είναι ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της λεγόμενης «Γενιάς του ’74».
Με έντονα αφηγηματικό λόγο, με απλό, λιτό, καυστικό και ανεπιτήδευτο ύφος, σκιαγραφεί τα κακώς κείμενα που τον “ταλαιπωρούν”. Σεμνός, χαμηλόφωνος, με στοιχεία λυρικά και υπερρεαλιστικά, αναλύει με εσωτερικότητα καταστάσεις και γεγονότα που βιώνει ή βίωσε στην καθημερινότητά του.
Γράφει ο Μάριος Μιχαηλίδης για τον ποιητή: “Διαθέτει γνήσιο ταλέντο, προσόν που το συνδυάζει με σπάνιο συγγραφικό ήθος, το οποίο, εκτός των άλλων, εκδηλώνεται με σεμνή γι’ αυτό και σιωπηλή αφοσίωση στο έργο του. Υπογραμμίζω αυτή την τελευταία ιδιότητα, γιατί στους καιρούς μας, όπου όλα, ή σχεδόν όλα ανατρέπονται, η σεμνότητα παραμερίζεται και προκλητικώς προβάλλεται η κραυγαλέα επίδειξη της απαιδευσίας, της αγλωσσίας και, τελικώς, του δήθεν ως επιστεγάσματος μιας εξαίσιας κατά τα άλλα κενότητας. Σ’ αυτό, φυσικά, συνεργεί και μία πλήθουσα αγορά «ειδημόνων» που επιβάλλει τις κάθε λογής μετριότητες με ή χωρίς τα στρας της νεάζουσας και κοάζουσας λογοτεχνικής «αυθεντίας». Και αν αυτοί οι τελευταίοι είναι προορισμένοι, αργά ή γρήγορα, να καταβυθιστούν στη λησμονιά, λογοτέχνες όπως ο Γιώργος Μολέσκης επιζούν, και αναδεικνύονται μόνο με το έργο τους.”
Ας αφουγκραστούμε την ευαίσθητη, ανήσυχη και γνήσια ψυχή του ποιητή μέσα από την πένα του:
Η ΘΛΙΨΗ ΣΤΙΣ ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΟΛΕΙΣ
Με πιάνει μια θλίψη στις μεγάλες πόλεις
που κολλά σαν κρύο ρούχο πάνω στην ψυχή μου.
Η θλίψη αυτή παραμονεύει στις πλατείες,
στους κεντρικούς δρόμους και στις αλέες,
εκεί όπου οι ζητιάνοι αγωνίζονται για μια δεκάρα,
δεξιοτέχνες πλανόδιοι μουσικοί δίνουνε συναυλίες
και στέκουνε πάνω στα βάθρα τους
άνθρωποι ντυμένοι και βαμμένοι αγάλματα
ακίνητοι στη ζέστη και στο κρύο.
– ένας μοναχικός μουσικός στη Βαρκελώνη
έπαιζε τόσο επιδέξια κι ωραία το παντόνιον,
που θα μπορούσε να παίξει και ως σολίστ
και με τη συμφωνική μας ορχήστρα –.
Η θλίψη μου γίνεται μεγαλύτερη το δείλι
όταν κοιτάζω νέους ανθρώπους
– λευκούς, κίτρινους, μαύρους –
να κάθονται ο ένας πλάι στον άλλο
πάνω στα μοναχικά παγκάκια,
να σιωπούν και να κοιτάζουν στο κενό,
είτε μέσα στην ίδια τους τη μοίρα.
Πού θα κουρνιάσουν όλοι αυτοί το βράδυ;
Να ‘ταν οι άνθρωποι πουλιά
θα γνώριζαν αποδημώντας
πού είναι ο καιρός ζεστός
και πού είναι τα λιβάδια ανθισμένα.
Όμως κανένας δε γνωρίζει.
Και η περιστροφή της γης επιταχύνθηκε τόσο πολύ
που θα μας αναμείξει όλους
και θα μας μάθει, όσο κι αν αντιστεκόμαστε,
πως τίποτε δεν είναι οριστικά δικό μας.
Μόνο η θλίψη αυτή, που την περιφέρω όλη μέρα
μέσα στις μεγάλες πόλεις είναι όλη δική μου.
Και καθώς γυρίζω στο ξενοδοχείο μου το βράδυ
κι η μελωδία μιας μπάντας πλανόδιων μουσικών
συνοδεύει τα μοναχικά μου βήματα,
τότε η πόλη γίνεται πιο ξένη
και νιώθω να κρυώνω!…