Το ποίημα της Κυριακής *** Με την μούσα “Καλλιόπη” του Στάθη Κουτσούνη *** Γράφει η Λίτσα Δημητροπούλου, φιλόλογος, ποιήτρια, συγγραφέας
Το ποίημα της Κυριακής
Με την μούσα “Καλλιόπη” του Στάθη Κουτσούνη
Η ΜΟΥΣΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
Γράφει η Λίτσα Δημητροπούλου,
φιλόλογος, ποιήτρια, συγγραφέας
“Τον άντρα τον πολυμήχανο τραγούδησε, Μούσα, / που πολύ περιπλανήθηκε, όταν πήρε την ιερή πόλη της Τροίας”
Ομήρου Ιλιάδα
Σύμφωνα με τον Ησίοδο, η Καλλιόπη ήταν η μεγαλύτερη και ευγενέστερη από τις εννέα Μούσες. Ήταν προστάτιδα της επικής ποίησης και της Ρητορικής τέχνης, αλλά και όλων των καλών τεχνών. Το όνομά της και Καλλιέπουσα και Καλλιέπεια. Την Μούσα Καλλιόπη την επικαλούνταν συχνά οι αοιδοί προκειμένου να τους βοηθήσει στην έμπνευση. Και οι ζωγράφοι ζωγράφιζαν την Καλλιόπη νέα, όμορφη, με μεγαλοπρέπεια και επιβλητικότητα. Συχνά, με άνθη στο κεφάλι ή κισσό, στο δεξί της χέρι να κρατά δάφνες και στο αριστερό δύο βιβλία, πολλές φορές την Ιλιάδα και την Οδύσσεια του επικού Ομήρου. Στο προοίμιο της Ιλιάδας ο επικός ποιητής επικαλείται τη συνδρομή της Μούσας για να μπορέσει να ανταποκριθεί στην ποιητική του αποστολή. Mε τον τρόπο αυτό η δυσεπισκόπητη αφήγησή του εξυψώνεται και χρεώνεται με το κύρος της Μούσας της Ποίησης.
Ας δούμε, όμως, και έναν σύγχρονο Ηλείο ποιητή πώς εμπνέεται και γράφει για την Μούσα της ποίησής του.
ΚΑΛΛΙΟΠΗ (Στάθης Κουτσούνης)
Για να γίνω ερωμένη σου
πρέπει μερόνυχτα σαράντα
δίχως ανασασμό
την πέτρα να οργώνεις
και να σπέρνεις λέξεις
κι ύστερα να περιμένεις άλλο τόσο
να δεις αν έδεσε καμιά
όποιες καρπίσουνε με φως
του φεγγαριού θα τις τρυγάς
χωρίς ανθρώπου μάτι να κοιτάζει
κι έπειτα θα τις πηγαίνεις
σε βάθη άδυτα υδάτων
ογδόντα μέρες για να μαλακώσουν
μετά θα τις μαζεύεις
όσες δεν έχαψαν τα ψάρια
και θα τις λιάζεις σε κορυφές
που ούτε πετούμενα άγρια
δεν δύνανται να φτάσουν
ώστε να στραγγίξουν
τα περιττά υγρά
κι αν στο τέλος δεν αρκούν
θα ξαναρχίζεις από την αρχή
πηδάει ένα βράδυ στο γραφείο μου
απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο
και με φαρμακερή ματιά
γιατί μου λέει
γυρνάς εδώ κι εκεί και κοκορεύεσαι
πως είμαι τάχα ερωμένη σου
για να γίνω εγώ ερωμένη σου
πρέπει σαν δούλος να με υπηρετείς
δίχως φαΐ δίχως νερό
να γδέρνεις όλη νύχτα το πετσί σου
και κάθε αυγή να το κρεμάς στον ήλιο
να σφυροκοπάς τα σπλάχνα σου
ξίδι κι αλάτι να τους βάζεις
κι ωστόσο αυτό δεν φτάνει
πρέπει να ’χεις και δύναμη
να με κομματιάζεις
όταν ασχημίζω
και να με καις
αδιάκοπα χωνεύοντας
τις στάχτες που απόμειναν
εγκυμονώντας με ξανά
χωρίς κανένα βογκητό
χωρίς καμιάν ελπίδα
και τότε πάλι βλέπουμε
(Η τρομοκρατία της ομορφιάς, 2004)