Το κείμενο της Κυριακής *** Με τον Ανδρέα Μήτσου *** Γράφει η Καλλιόπη Ι. Δημητροπούλου Φιλόλογος, συγγραφέας
Το κερίμενο της Κυριακής
με τον Ανδρέα Μήτσου
Γράφει η Καλλιόπη Ι. Δημητροπούλου
Φιλόλογος, συγγραφέας
Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ
Ο Ανδρέας Μήτσου έχει στο ενεργητικό του πλούσια και πολυδιάστατη λογοτεχνική παραγωγή.
Κατάγεται από την Αμφιλοχία. Έχει σπουδάσει αγγλική λογοτεχνία, ελληνική φιλολογία και είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας.
“Η συγγραφική του πορεία περιλαμβάνει μυθιστορήματα, διηγήματα και δοκίμια, στα οποία καταπιάνεται με τις υπαρξιακές ανησυχίες, την ανθρώπινη μοναξιά και τη σχέση με την κοινωνία. Τα έργα του διακρίνονται για το λεπτό ύφος, τη βαθιά ψυχολογική ανάλυση των χαρακτήρων και τη φιλοσοφική διάθεση. Έχει τιμηθεί με αρκετά λογοτεχνικά βραβεία, συμπεριλαμβανομένου του Κρατικού Βραβείου Μυθιστορήματος.
Το ιδιαίτερο ύφος του και η ικανότητά του να σκιαγραφεί περίπλοκους χαρακτήρες έχουν κερδίσει την εκτίμηση των κριτικών και των αναγνωστών. Με αφορμή την πλούσια λογοτεχνική του διαδρομή και το διαχρονικό ενδιαφέρον που προκαλούν τα έργα του, συζητάμε μαζί του για τις πηγές της έμπνευσής του, τις λογοτεχνικές του ανησυχίες και τη ματιά του στη σύγχρονη κοινωνία.”
(Πληροφορίες από cnn.gr)
Το 2016 απονεμήθηκε στον Ανδρέα Μήτσου το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για τη συλλογή του “Η εξαίσια γυναίκα και τα ψάρια”. Ας διαβάσουμε το ακόλουθο διήγημα από τη συλλογή.
ΑΝΤΡΕΣ ΕΥΑΛΩΤΟΙ ΤΟ ΠΑΣΧΑ
Κάποτε ερχόταν μόνος. Μισή ή και μία ώρα νωρίτερα. Μου χαμογελούσε και με κοίταζε όπως κάθε φορά στα μάτια και πάνω στο στόμα. Χωρίς να το κρύβει. Του ’δινα ταραγμένη το κλειδί του 228. Ήταν το δωμάτιο που είχαν διαλέξει όταν πρωτοήρθαν στο ξενοδοχείο. Από τότε ζητούσε επίμονα το ίδιο νούμερο. Δεν δεχόταν κανένα άλλο δωμάτιο.
Φρόντιζα κι εγώ να το κρατάω διαθέσιμο. Η κοπέλα έμπαινε βιαστική αργότερα, κρατώντας μια μεγάλη δερμάτινη τσάντα. Έφτανε μάλλον κατευθείαν από τη δουλειά της. Δεν μου ’ριχνε ούτε ματιά. Έτρεχε στο ασανσέρ πίσω από τη ρεσεψιόν. Το ’βλεπα να ανεβαίνει αργά στον δεύτερο όροφο.
Θα ’τανε είκοσι χρόνια μικρότερή του. Μπορεί και παραπάνω. Συνομήλικη σχεδόν μ’ εμένα. Πολύ όμορφη. Με αρχαία θεά έμοιαζε.
Συνήθως όμως το ζευγάρι ερχόταν μαζί. Καταχαρούμενοι κι οι δύο. Κι ήταν ακόμα πιο χαρούμενοι όταν έφευγαν.
Μια μέρα την είδα στο ξενοδοχείο πρωί με κάποιον άντρα, έναν υπάλληλο, συνάδελφό της, της Επιθεώρησης Εργασίας. Είχαν έρθει για έλεγχο. Κοίταζαν, αυστηροί κι οι δύο, χαρτιά, ασφαλιστικά βιβλιάρια, τους χώρους. Έλεγχαν τα πάντα.
Άλλος άνθρωπος ήταν. Σαν να μην είχε μπει ποτέ σ’ αυτό το μέρος. Για μια στιγμή πίστεψα πως δεν το θυμόταν. Αφού αμφέβαλα αν επρόκειτο για το ίδιο άτομο. Δεν έχουμε όμως πολλούς πελάτες, ένα μικρό ξενοδοχείο στην Ανάβυσσο. Έτσι τους γνωρίζω όλους, αυτή δεν θα γνώριζα, που έβλεπα τρεις φορές κάθε εβδομάδα, χωρίς καμιά εξαίρεση, δύο χρόνια τώρα; Και τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές ακόμα.
Έκαναν ένα μήνα να φανούν. Απόρησα και ανησύχησα. Στον ένα μήνα αυτός ήρθε. Του ’δωσα αμέσως το κλειδί του 228. Πρώτη φορά δεν με κοίταξε και δεν κάρφωσε τα μάτια του πάνω μου. Έδειχνε πολύ λυπημένος. Ήταν αγνώριστος. Στις τρεις ώρες έφυγε. Η γυναίκα δεν φάνηκε.
Από τότε έρχεται ανελλιπώς, αφήνει τα τριάντα ευρώ στον πάγκο χωρίς να με κοιτάξει καθόλου –σαν να με ντρέπεται– και ανεβαίνει στον δεύτερο όροφο. Μένει τις τρεις ώρες μέσα στο δωμάτιο μόνος και φεύγει, πάλι μόνος. Όπως ήρθε. Η γυναίκα δεν έρχεται.
Στενοχωριέμαι πολύ και δυσφορώ. Δεν ξέρω τι να κάνω. Πάει καιρός που συνεχίζεται αυτή η κατάσταση. Πέντε μήνες τώρα. Φτάνει κάθε δεύτερη σχεδόν μέρα, ίδια όπως έκανε παλιά, κλείνεται στο δωμάτιο και στις τρεις ώρες φεύγει.
Έλεγα να το ’κλεινα το ξενοδοχείο τα μεσημέρια, να ξεκουραστώ, γιατί δουλεύω συνέχεια από το πρωί ως αργά το βράδυ, αλλά τριάντα ευρώ σήμερα δεν τ’ αφήνει κανείς.
Είχα μεγάλη αγωνία τον πρώτο καιρό να δω αν θα εμφανιζόταν κάποτε αυτή η γυναίκα. Τώρα το πήρα απόφαση. Δεν πρόκειται να έρθει. Ποτέ. Ο μόνος που δεν το ’χει καταλάβει είναι εκείνος. Πολύ αργότερα το σκέφτηκα, πως ο λόγος που πήγαινε στο δωμάτιο δεν ήταν ότι την περίμενε να έρθει.
Είναι ένας άντρας γύρω στα εξήντα. Όμορφος. Και παράξενος. Σαν καλλιτέχνης μοιάζει. Συγγραφέας. Μπορεί να είναι και μουσικός. Δεν αποκλείεται. Εάν είναι μουσικός, θα παίζει βιολί, αν και καλύτερα του πάει κάτι σε μεγαλύτερο μέγεθος. Η άρπα ή το κοντραμπάσο. Ένα βράδυ όμως τον ονειρεύτηκα να παίζει σαξόφωνο. Φουσκώναν και τα δυο του μάγουλα. Κόντευαν να σκάσουν. Μόνο τον ήχο δεν άκουγα.
Κλείδωσα την είσοδο του ξενοδοχείου και ανέβηκα στον δεύτερο όροφο. Χτύπησα στο 228, δύο φορές, όπως είχα δει να κάνει εκείνη. Μου άνοιξε. Μπήκα μέσα.
Ήταν γυμνός. Έτσι φαίνεται πως την περίμενε. Είπα «γεια», γδύθηκα και ξάπλωσα πλάι του. «Γεια» είπα κι όταν έφυγα.
Έρχεται στο ξενοδοχείο τρεις φορές την εβδομάδα. Εγώ, καθώς βγαίνω από το 228, πηγαίνω κατευθείαν κάτω κι ανοίγω την εξώπορτα. Στα πέντε λεπτά κατεβαίνει. Στέκομαι πίσω από τη σκάλα και τον παρακολουθώ. Είναι πολύ χαρούμενος. Χαίρομαι κι εγώ.
Δεν τον έχω ρωτήσει τίποτα. Ποιος είναι ή τι δουλειά κάνει. Τίποτα. Ούτε εκείνος ρωτάει. Λίγο πριν σηκωθώ να φύγω κι ενώ έχω αρχίσει να ντύνομαι, ανάβει ένα τσιγάρο και φυσάει τον καπνό στο ταβάνι. Κάνει πολλά δαχτυλίδια. Αμέτρητα. Μόλις αυτά αραιώσουν και χαθούν όλα, τότε εγώ αποφασίζω να γλιστρήσω έξω.
Τελευταία φορά ήταν την παραμονή του Πάσχα. Τον περίμενα στο δωμάτιό του. Το ’χα στολίσει. Είχα ανάψει κεράκια. Είχα και δύο ποτήρια κόκκινο κρασί. Καλά ήταν. Δένανε τα κορμιά μας. Κι η ψυχή μας, όσο δεν μιλούσαμε, πολύ καλά στεκόταν στον τόπο της.
Όμως ήρθε την επομένη. Ανήμερα του Πάσχα. Και μου ζήτησε να γιορτάσουμε οι δυο μας. Να ’μαστε μαζί.
Του είπα να μην ξανάρθει.
Ας μη γιόρταζε. Και πως εμένα δεν με ενδιαφέρει η μέρα της Ανάστασης.
Σαν τον κισσό είναι οι άντρες. Σε περιτυλίγουν, κολλούν επάνω σου, αναρριχώνται στο κορμί σου. Και σε πνίγουν.
Ούτε ν’ ανασάνεις δεν μπορείς.
Κι αν πεις να τους λυπηθείς, τότε είναι που πληρώνεις ακριβά.
Γι’ αυτό πρέπει να ’χεις το σθένος να το κόβεις με το τσεκούρι σου τούτο το αναρριχητικό φυτό. Το παράσιτο. Κι ας αποκόβεσαι έτσι κι εσύ η ίδια. Ας μένεις μόνη.
Το δωμάτιο, το 228, αυτό είναι που με στενοχωρεί. Να του αλλάξω κουρτίνες και έπιπλα, να το βάψω, να γκρεμίσω το μεσότοιχο, ώστε να το ενώσω με το διπλανό του, να μη θυμίζει εκείνο, το παλιό, να μην υπάρχει πια, ή να το κλείσω ολότελα, να το σφραγίσω, να το καταργήσω; Φοβάμαι να πάρω μιαν απόφαση.
Γιατί ξέρω τι σημαίνει ν’ αγαπάς ένα δωμάτιο.
(Μέρος της συλλογής διηγημάτων με τίτλο «Η εξαίσια γυναίκα και τα ψάρια» Εκδόσεις Καστανιώτη 2015. Παραχωρήθηκε ευγενικά από τον ίδιο τον συγγραφέα και τις εκδόσεις Καστανιώτη για να αναδημοσιευθεί στο Literature.)