ΣΜΥΡΝΗ:Ένα ωραίο κείμενο της Αικ. Παρ. συνοπτικήςπεριγραφής μιας μεγάληςτραγωδίας
ΣΜΥΡΝΗ…
Τέτοιες μέρες, τέλη Αυγούστου, οι μνήμες γίνονται πιο έντονες και γεμίζουν τις καρδιές με έντονα συναισθήματα για τη συμπλήρωση των 100 χρόνων από την καταστροφή της Σμύρνης.
Η κοσμοπολίτισσα Σμύρνη, η «ερασμία», το «μαργαριτάρι του Λεβάντε», «το λουλούδι της Ιωνίας» που το έβλεπαν οι Ελληνες να ανθίζει και να ομορφαίνει τη ζωή με τα όμορφα σπίτια της, το λιμάνι της, την προκυμαία της, το θρυλικό ΚΑΙ – τους γλάρους να συμπληρώνουν το πολύχρωμο σκηνικό. Τα αμέτρητα καφενεία, τα πολυτελή ξενοδοχεία, τα κέντρα διασκέδασης, τα καφέ αμαν, τα θέατρα, οι κινηματογράφοι, τα χαμάμ, έδειχναν ότι στη Σμύρνη η ζωή έβρισκε άλλε διαστάσεις. Η κυρίαρχη τάξη των εμπόρων και των βιομηχάνων με το δυτικότροπο ντύσιμο αλλά και οι εργάτες του λιμανιού και οι μικρομαγαζάτορες, οι πωλητές του δρόμου με το χαλβά και τα παστέλια, οι ράφτρες, οι καπελούδες.
Μια πόλη ελληνική στο μεγαλύτερο μέρος της αλλά και γαλλική, τούρκικη, ιταλική, αρμένικη και εβραϊκή –πραγματικά πολυπολιτισμική. Και στο πολύβουο λιμάνι της ξεχύνονταν από ένα σωρό πλεούμενα ένα μεγάλο πλήθος ξένων εμπόρων, οι Λεβαντίνοι, που αποκλήθηκαν από τους ντόπιους Φράγκοι και δημιούργησαν τον Φραγκομαχαλά. Τα παραθαλάσσια θέρετρα του Μπουρνόβα, του Μπαϊρακλί, της Αγίας Τριάδας, του Κορδελιού με βίλες και αρχοντικά πνιγμένα στους κήπους, στα δέντρα, στα λουλούδια με μονοπάτια που κατηφόριζαν μέχρι τη θάλασσα και τις κατάξανθες αμμουδιές.
Για πολλά πράγματα ήταν ξακουστή και παινεμένη η Σμύρνη αλλά και για τους μουσικούς της. Βιολιά, ούτια, σαντούρια, ντέφια, τουμερλέκια, πιάνα, κιθάρες, τραγούδια ευρωπαϊκά αλλά κυρίως σμυρναίικα ξακουστά, χιλιοτραγουδισμένα, που ακόμη και σήμερα ανασταίνουν τη ψυχή, την ελαφρύνουν και γίνεται κάτι σαν πούπουλο και χάδι από μεταξωτό φτερό.
Όταν τον Αύγουστο του 1922 το μέτωπο έσπασε και όλα κατέρρεαν, καραβάνια προσφύγων αλλόφρονων από το εσωτερικό της Ανατολίας κατέφθαναν στη Σμύρνη και κατέκλυζαν την πόλη περιγράφοντας με τα πιο μελανά χρώματα την ελληνική υποχώρηση αλλά και την τουρκική προέλαση σε όλα τα μέτωπα. Η απόγνωση άγγιζε τα όρια της τρέλας. Αρχιζαν να συμβαίνουν σκηνές που μόνο η Αποκάλυψη μπορούσε να δημιουργήσει. Ανθρωποι να πέφτουν απελπισμένοι στη θάλασσα, να αυτοκτονούν, να εκλιπαρούν για σωτηρία με όποιο μέσο και όποιο τίμημα.
Το πρωϊ της Κυριακής 28 Αυγούστου 1922 θα μπει στη Σμύρνη ο τουρκικός στρατός καίγοντας ό,τι έβρισκε μπροστά του. Σκότωναν, βίαζαν, έκλεβαν, αιχμαλώτιζαν την πυρπόλησαν μπροστά στα απαθή βλέμματα των ξένων στρατιωτών, Γάλλων- Αγγλων- Αμερικανών και Ιταλών, βασάνισαν και σκότωσαν το μητροπολίτη Χρυσόστομο που αρνήθηκε να την εγκαταλείψει. Μαζί με τους στρατιώτες του Κεμάλ στη Σμύρνη μπήκαν οι τσέτες και κάθε καρυδιάς καρύδι, πλιατσικολόγοι, φονιάδες, εκδικητές με δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω σε ένα ανήμπορο κοπάδι ανθρώπων. Ολόκληρη η Σμύρνη είχε μεταβληθεί σε ένα απέραντο πεδίο μιας άνισης μάχης. Ίδιες εικόνες φρίκης μ΄εκείνες όταν έπεφτε η Πόλη στα χέρια τους. Ίδιες ορδές είχαν ξεχυθεί πάλι στους δρόμους, σέρνοντας μαζί τους, ποδοπατώντας και ακρωτηριάζοντας το σεπτό κορμί του Γρηγορίου του Ε΄.
« Η Σμύρνη καίγεται ! … από τη Σμύρνη έφτανε στο Κορδελιό η ανταύγεια της φωτιάς που αντανακλούσε στις προσόψεις των κτιρίων και κοκκίνιζαν σαν το αίμα που χυνόταν στη Σμύρνη. Μέχρι μέσα στο μεγάλο σαλόνι έφτανε η κόκκινη ανταύγεια και όλα κοκκίνιζαν μέσα στο σπίτι. Ο καιρός ήταν συννεφιά και η ανταύγεια αυτή έφτασε στα σύννεφα, κοκκίνισε ο ουρανός, νόμιζες ότι έφτασε η Δευτέρα παρουσία και ότι θα πάρουν φωτιά οι ουρανοί. Το θέαμα ήταν τρομακτικό, ακούγαμε το μουγκρητό της φωτιάς, τις φωνές εκατοντάδων χιλιάδων γυναικόπαιδων που ζητούσαν βοήθεια..» –Κων. Πολίτη – Μικρά Ασία
Η Διδώ Σωτηρίου, γεννημένη στο Αϊδίνι το 1909, περιγράφει τη σφαγή του 1922 «Εμεινε μόνο ο τρόμος να σουλατσάρει στα σκοτεινά σοκάκια, σαν παζβάντης, που προμηνούσε το πιο άγριο ξημέρωμα που γνώρισε ποτέ η ρωμιοσύνη…» – Ματωμένα Χώματα.
Ο πρόξενος των ΗΠΑ στη Σμύρνη Τζωρτζ Χόρτον τονίζει πως μονάχα η καταστροφή της Καρχηδόνας από τους Ρωμαίους μπορεί να συγκριθεί με τη συμφορά της Σμύρνης. Ωστόσο στην Καρχηδόνα δεν υπήρχε κανένας χριστιανικός στόλος ν΄ ατενίζει αδιάφορα τη συμφορά. Μια οβίδα να ριχνόταν θα συγκρατούσε τη θηριωδία των Τούρκων. Μα η οβίδα αυτή δεν ρίχτηκε. Τα συμφέροντα είχαν στομώσει τις μπούκες των κανονιών του πανίσχυρου συμμαχικού στόλου.
Τα κοπάδια των προσφύγων κατέφθαναν στα ελληνικά νησιά, στα λιμάνια κυρίως στον Πειραιά και σε κάθε ελληνική πόλη και τα δράμα της Σμύρνης και της Μ Ασίας μεταφερόταν τώρα στην Ελλάδα.
<<Δεν ήμασταν εμείς που φεύγαμε, μα η ακτογραμμή απέναντί μας: το πλοίον ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ έμενε σταθερό ενώ όλοι ατενίζαμε ανεβασμένοι στο άλμπουρο της πλώρης, πώς μια πατρίδα χάνεται, πώς κρύβεται μες στους καπνούς και ξεθωριάζει η Αγια-Φωτεινή, πώς τα τραγούδια γίνονται βουβές κραυγές κι οι γλάροι της Σμύρνης περιστρέφονται ακολουθώντας τους αφρούς της έλικας για λίγο κι ύστερα επιστρέφουνε στο Quais τους, πώς σβήνουνε στις στάχτες τα αρώματα από τις τριανταφυλλιές, πώς οι αυλές κι οι ταράτσες όπου γλεντήσαμε ανέμελα μια κούφια προσωρινή ελευθερία, γίνονται ίσκιοι, στίγματα και ίχνη, φανταστικά οράματα στην καταχνιά…>> – Γιάννης Καρατζόγλου, «Οι γλάροι της Σμύρνης»
Αικ. Παρασκευοπούλου
Φιλόλογος, Πρόεδρος Λυκείου Ελληνίδων Πύργου