ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ Η χούντα των Ελλήνων Συνταγματαρχών και η αποβολή της από το Συμβούλιο της Ευρώπης *** (ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ) *** Έργα και ημέρες της Ελληνικής χούντας **** Μελέτη – Έρευνα – Επεξεργασία Κωνσταντίνος Γρηγορίου Κυριακόπουλος Υποστράτηγος Ιατρός ε. α. Νευροχειρουργός
ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ
Η χούντα των Ελλήνων Συνταγματαρχών και η αποβολή της από το Συμβούλιο της Ευρώπης
(ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ)
Έργα και ημέρες της Ελληνικής χούντας
Μελέτη – Έρευνα – Επεξεργασία
Κωνσταντίνος Γρηγορίου Κυριακόπουλος
Υποστράτηγος Ιατρός ε. α. Νευροχειρουργός
Το πραξικόπημα των χουντικών πέτυχε, γιατί ο τότε βασιλιάς Κωνσταντίνος σχεδίαζε την λεγομένη «βασιλική εκτροπή» και χάρη σε αυτή πέτυχε το πραξικόπημα. Τα μηνύματα βοούσαν για την επερχόμενη δικτατορία. Αλλά τόσο ο Κωνσταντίνος και ο Αρναούτης, όσο και οι χουντικοί, καλοβλέπανε τη δικτατορία κάθε μερίδα για δικούς τους σκοπούς.
Ο Παπαχελᾶς γράφει: «Η δική του εκτροπή
Καθώς πλησιάζαμε στις εκλογές του Μαΐου του 1967 ήταν πλέον καθαρό, ότι ο Κωνσταντίνος ετοίμαζε, υπό την άμεση επίβλεψη και τον συντονισμό του Αρναούτη, μια δική του στρατιωτική επέμβαση-τό λεγόμενο κίνημα των στρατηγών…. Ο Κωνσταντίνος δίσταζε συνεχώς να πατήσει το κουμπί γιά τη δική του εκτροπή. Οι συνταγματάρχες αποφάσισαν να πάρουν τον κατάσταση στά χέρια τους. Ο Αρναούτης υποτίθεται, ότι ήλεγχε το στράτευμα «μέχρι Μονάδος», όπως του έλεγε. Όμως, παρότι σε μια σειρά από περιστάσεις κατάλαβε, ότι ετοιμαζόταν και άλλο κίνημα από μεσαίους αξιωματικούς, ο Αρναούτης, είτε δεν το πήρε στα σοβαρά, είτε δεν ενημέρωσε τον βασιλιά».
Αντί άλλης περιγραφής των γεγονότων της επαίσχυντης νύχτας, που οδήγησε την Ελλάδα στον Μεσαίωνα ο αναγνώστης μπορεί να διαβάσει αμέσως το μέρος εκείνο της επιστολής του Παναγιώτη Κανελλόπουλου πρός τον Κ. Καραμανλή και που ρίχνουν φώς στις έκνομες ενέργειες των φασιστικών στοιχείων πριν από τη νύχτα του πραξικοπήματος. Και δεν μπορεί παρά να προβληματιστεί.
«16 ΙΟΥΝΙΟΥ 1969. «Αγαπητέ μου Πρόεδρε… Σε παρακαλώ να ξαναδιαβάσης την μακράν -ύπό τύπον εκθέσεως επιστολήν μου της Ι7ης Μαρτίου 1967. Σου έγραφα μεταξύ άλλων: «Είμαι βέβαιος, υπερβέβαιος, ότι αι βόμβαι των τελευταίων δέκα ημερών είναι έργον ηλιθίων εγκεφάλων της ιδικής μας παρατάξεως …Υπεύθυνοι ήσαν και άλλοι, π.χ. το μεγαλύτερον τμήμα του τύπου της ΕΡΕ, οι υπερβαλόντες την σημασίαν της υποθέσεως ΑΣΠΙΔΑ, οι ακραίοι της ιδικής μας παρατάξεως, οι οποίοι υπερηφάνως ωνόμαζαν τους εαυτούς των φασίστες και κυρίως οι υπό την ασφαλή αιγίδα του Σπαντιδάκη δρώντες Παπαδόπουλοι, οι οποίοι εσκηνοθετούσαν ψεύτικα σαμποτάζ … Όταν, μετά την ληστρικήν διάρρηξιν της θύρας του διαμερίσματός μου υπό Ελλήνων, δυστυχώς, λοχαγών… ήλπιζα, ότι ο βασιλεύς θα κατόρθωνε ν’ αντιδράση, ή ότι εν συνεννοήσει μετ’ αυτού, ή άνευ συνεννοήσεως, συνεργάται μου θα ανελάμβανον πρωτοβουλίαν αντιδράσεως… Και ο ναύαρχος Σπανίδης, … έσπευσεν εις τον Ναύσταθμον και ανέλαβεν γενναίαν και τολμηράν πρωτοβουλίαν, την οποίαν ανέκοψεν ο βασιλεύς διά τηλεφωνήματος ενός υπασπιστού του. Όταν, περί την μεσημβρίαν της 21ης Απριλίου, ήλθε ο βασιλεύς εις το λεγόμενον Πεντάγωνον…με προσήγαγαν, συνοδεία πανόπλων λοχαγών, ενώπιόν του… Είπα εις τον βασιλέα… ότι είμαι πρόθυμος να του συμπαρασταθώ ως πρωθυπουργός… Του επρότεινα συγκεκριμμένως να έξέλθωμε μαζί από το γραφείον, όπου ευρισκόμεθα και να ζητήση την συγκέντρωσιν όλων των ευρισκομένων εκεί αξιωματικών, στασιαστών και μή, εις μίαν μεγάλην αίθουσαν και δηλών, ότι απαλλάσσει όλους τους κάτω του βαθμού του συνταγματάρχου κινηθέντας πάσης ευθύνης… Εκ των υστέρων επληροφορήθην, ότι οι πρωταίτιοι τα είχαν ήδη λιγάκι χαμένα, όταν έβλεπαν να παρατείνεται η σύσκεψις του βασιλέως μαζί του… Αλλά ο βασιλεύς… απήντησεν εις την πρότασίν μου, ότι θα είχαμε, εάν την υιοθέτει, αιματοχυσίαν…»
Με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας οι Έλληνες παγώσανε. Πάνω τους έπεφταν τα συνεχή «αποφασίζομεν και διατάσσομεν». Ο φόβος επικρατούσε παντού. Οι τελετές-καραγκιοζιλίκια- δείχνανε την επιφανειακή διάσταση των χουντικών. Τα στημένα «ζήτω» και οι σχοινοτενείς ομιλίες του Παπαδόπουλου έδιναν την εντύπωση στους πραξικοπηματίες, ότι ήσαν οι σωτήρες της χώρας. Παντού επικρατούσε φόβος και καταχνιά. Μόνη αντίδραση, η απόπειρα δολοφονίας του Παπαδόπουλου από τον Παναγούλη. Όσο για το αντικίνημα του Κωνσταντίνου σωστά λέγεται «οπερεττικό» και δεν αντέχει σε καμμιά κριτική.
Όμως ο λαός δεν ησύχαζε. Έρχεται ένα θεόσταλτο γεγονός. Ο θάνατος του Γεωργίου Πανανδρέου, την 1η Νοεμβρίου 1968, λίγες μόνο βδομάδες μετά το πλαστό «δημοψήφισμα» για το Σύνταγμα. Οι χουντικοί ταράσσονται, αλλά πιστεύουν, ότι με τα κατασταλτικά μέτρα, που έχουν πάρει κανένας δεν θα τολμήσει να παραστεί στην νεκρώσιμη ακολουθία. Για να ενσπείρουν περισσότερο τον φόβο βγάζουν την προηγουμένη ανακοίνωση της Αστυνομίας, που δημοσιεύεται στις λογοκριμένες εφημερίδες ανήμερα της κηδείας την Κυριακή 3η Νοεμβρίου 1968, ότι σύμφωνα «με ασφαλείς πληροφορίας, στοιχεία της Άκρας Αριστεράς, εκμεταλλευόμενα την αυριανήν (σημερινήν) νεκρώσιμον ακολουθίαν και εκφοράν της σωρού του τέως πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου θα προσπαθήσουν να εκτελέσουν ασχημίας και έκτροπα και εν συνεχεία δυσφημιστικήν εις βάρος της χώρας εκμετάλλευσιν…» Όμως θα ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα. Και οι χουντικοί έχουν έτοιμο το σχέδιο. Η Αστυνομία θα επενέβαινε ούτως ή άλλως. Την 3η Νοεμβρίου έγινε η πρώτη εκδήλωση της αντιχουντικής διαμαρτυρίας του Ελληνικού λαού. Το πρωί εκείνης της Κυριακής ξεκίνησε ένα βουβό κίνημα διαμαρτυρίας κατά της χούντας. Από κάθε γωνιά της Αθήνας του Πειραιά και των Περιχώρων, ξεκίνησαν άνθρωποι κάθε τάξης και πολιτικής τοποθέτησης, οικογενειάρχες, φτωχοί και πλούσιοι, μορφωμένοι και αμόρφωτοι άνθρωποι των τεχνών και του θεάτρου, εργάτες και ναυτικοί, κάθε είδους και προέλευσης. Με πρόσωπα βουβά και λυπημένα, με ένα λυγμόςκαι μια κραυγή να βγαίνει από τα στόματα. «Σήκω Γέρο να μας δείς,» «Δημοκρατία». «Πού είναι το ΟΧΙ μας;», «Μπερδέψατε τα Νούμερα», «Θέλουμε Ελευθερία», «Κάτω η Τυραννία», «Είσαι ο Πρωθυπουργός». Μια διαμαρτυρία της ανθρώπινης λαοθάλασσας, που έπιανε όλη την πλατεία μπροστά στη Μητρόπολη, την οδό Μητροπόλεως και τους γύρω δρόμους μέχρι το Μοναστηράκι, την πλατεία Συντάγματος, την Φιλελλήνων και τους γύρω δρόμους.
Και οι χουντικοί μπροστά στον πανικό τους θέσανε σε ενέργεια το σχέδιό τους, αλλά κακοεφαρμόστηκε. Άρχισαν να χτυπάνε αλύπητα, αμέσως μετά την ταφή, όποιον βρίσκανε μπροστά τους χωρίς κανένα λόγο. Συνελήφθησαν 40 περίπου άτομα, που παραπέμφηκαν στο Έκτατο Στρατοδικείο. Πάντως, παρά την προσπάθεια της Χούντας για παραπληροφόρηση, η Ιστορία έγραψε ότι την ημέρα εκείνη, που κηδεύτηκε ο Γέρος της Δημοκρατίας, τη λέξη «ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ» και ας αποκαλεί η χούντα τους συλληφθέντες «κεκράκτες και ανεκδιηγήτους εις ανοησίαν νεαρούς».
Στις λογοκριμένες εφημερίδες της επόμενης και μεθεπομένης δεν υπάρχει εκτενής, ἀλλά μόνο λιτή, κοινή σε όλες περιγραφή της νεκρώσιμης ακολουθίας και γίνεται πανομοιότυπος αναφορά των «επεισοδίων».
Όταν λίγο αργότερα έγινε η κατά της Ελλάδας προσφυγή στο στην Επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης, που αποτελεί τη μελέτη μας, το αποτέλεσμα της έρευνας ήταν καταδικαστικό για την χούντα, με μεγάλη πλειοψηφία. Ανάμεσα στα μέλη της επιτροπής ορισμένοι διαφώνησαν.
Φαίνεται ότι αυτοί, αν δεν ήσαν πράκτορες των χουντικών-δεν εξηγείται η εύνοια σε ένα δικτατορικό καθεστώς-δεν θα ισχυρίζονταν ότι μια δικτατορική Κυβέρνηση μπορούσε να καταλαμβάνει την εξουσία επειδή υπάρχει κίνδυνος για μια ευνομούμενη πολιτεία. Κανένας όμως κίνδυνς δεν υπήρχε. Σε όλους αυτούς είναι αφιερωμένη η βουβή διαμαρτυρία των Ελλήνων της 3ης Νοεμβρίου 1968.
Στη διάρκεια της χούντας όλη η γειτονιά γύρω από το κτίριο της οδού Μπουμπουλίνας ανατρίχιαζε από τις φωνές των βασανισθέντων στην ταράτσα. Αναφέρουν μαρτυρίες, «η ταράτσα της Μπουμπουλίνας» έχει το πιο γνωστό πλυσταριό του κόσμου. Αντίθετα στο ελληνικό «Νταχάου», όπως με αυταρέσκεια σαδιστική οι ίδιοι οι βασανιστές αποκαλούσαν το «βασίλειό» τους επικρατούσε η κτηνωδία της οδού Μπουμπουλίνας. Αυτή αποτυπώθηκε στους τίτλους των εφημερίδων μετά την πτώση της δικτατορίας και κατά τη διάρκεια των δικών των βασανιστών: «Διεστραμμένοι βιαστές και σάτυροι στο άντρο της Ασφάλειας», «Αυτοί δεν ήταν ικανοί να φερθούν με ανθρωπιά», «Η Ασφάλεια ξεπέρασε την ΕΣΑ σε κτηνώδη φαντασία», «Ανασκολόπιζαν και έδερναν αλύπητα και με «επιστήμη», ήταν κάποιοι τίτλοι, που κοσμούσαν τα άρθρα των εφημερίδων, μετά από τις καταθέσεις των θυμάτων.
Τα βασανιστήρια επί επταετίας δεν αποτελούσαν μεμονωμένα περιστατικά και παρεκτροπές των Σωμάτων Ασφαλείας, και της ΕΣΑ. Αποτέλεσαν το βασικό μέσο της δικτατορίας (μαζί με τις εξορίες και τα στρατοδικεία) για τη σωματική, ηθική και πολιτική εξόντωση των αντιπάλων της. Ήταν μέσο «διαπαιδαγωγήσεως των Ελλήνων, ώστε να εξυγιάνουν τους εαυτούς τους και να συγκροτήσουν τον περιούσιον λαόν του Κυρίου» σύμφωνα με τα ασυνάρτητα λόγια του δικτάτορα Παπαδόπουλου. Ο θεωρητικός της χούντας Γεωργαλάς πρότεινε αργότερα την εφαρμογή «εκτεταμένων ψυχοθεραπευτικών προγραμμάτων». Πιο κυνικός ο βασανιστής του ΕΑΤ-ΕΣΑ Θεοφιλογιαννάκος καμάρωνε λέγοντας: «Θέλομεν να ακούει ο κόσμος, ότι βασανίζομεν και να τρέμει». Ο Θεοφυλογιαννάκος ο «αντικομμουνιστής», που και τις φυσικές καταστροφές στην Ελλάδα θα τις απέδιδε στους κομμουνιστές, ήταν την εποχή εκείνη ο σημαιοφόρος των βασανιστών του ΕΑΤ/ΕΣΑ.
Κατά τους πρώτους οκτώ μήνες μετά το πραξικόπημα, το επαναστατικό συμβούλιο των συνταγματαρχών «μοιράστηκε» την εξουσία με τον βασιλιά Κωνσταντίνο. Ο Παττακός, που δεν μπορούσε να ξεχωρίσει απλά πράγματα, όπως π. χ. το Ιράν με το Ιράκ, ή το ΑΣΔΥ με την ΑΔΕΔΥ και έγινε η καρικατρούρα με το «μυστρί» πίστευε, ότι προκαλούσε τον θαυμασμό των Ελλήνων, για τις διοικητικές του ικανότητες. Στις συζητήσεις μεταξύ φίλων επικρατούν τα ανέκδοτα, σημείο αντιδράσεως. Και ο πνευματώδης Γεώργιος Παπανδρέου είπε για τους για τους λόγους που εκφωνούσε ο Παττακός και για τις Παπαδοπούλειες ασυναρτησίες: «Toυ Παττακού τού τα γράφουν και τα λέει. Τα καταλαβαίνουμε εμείς αλλά δεν τα καταλαβαίνει ο ίδιος. Ο Παπαδόπουλος τα λέει μόνος του, τα καταλαβαίνει ο ίδιος, αλλά δεν τα καταλαβαίνουμε εμείς».
Τά έξι χρόνια από το 1967 έως το 1973 δημιουργήθηκαν καταστάσεις μιάς ενίσχυσης της θέσης και εξουσίας του Παπαδόπουλου, που στην αρχή ήταν Υπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ στη συνέχεια, την 2α Νοεμβρίου 1967, ανέλαβε επικεφαλής ειδικού οργάνου «συντονισμού» της Κυβερνητικής πολιτικής σε θέματα, Άμυνας, Ασφάλειας, Οικονομικών, Εκπαίδευσης και Κοινωνική Πρόνοια. Μετά το αποτυχημένο αντικίνημα του βασιλιά της 13ης Δεκεμβρίου 1967 και την αυτοεξορία του στη Ρώμη, ο Παπαδόπολος έγινε Πρωθυπουργός και Υπουργός Εθνικής Άμυνας και ο Ζωιτάκης χρίστηκε αντιβασιλιάς.
Η δικτατορία προκάλεσε την αντίδραση σε διεθνές επίπεδο των δημοκρατικών πολιτικών και πνευματικών κυρίως ατόμων και Κυβερνήσεων.
Ενώ οι Σκανδιναυικές χώρες αντιδράσανε σκληρά, η Μεγάλη Βρετανία έλαβε επαμφοτερίζουσα θέση. Όπως αναφέρει ο Άγγλλος ιστορικός Richard Clogg «το δικτατορικό καθεστώς υπήρξε κτηνώδες, βίαιο και συγχρόνως αναχρονιστικό», Σε διάλεξή του μετά την μεταπολίτευση: «Η βρετανική αντίδραση στη δικτατορία δεν ήταν κάτι ιδιαίτερα ξεχωριστό. Όμως το αντιδικτατορικό κίνημα έμελλε να αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματικό. Σ’ αυτό συνέβαλε και η παρουσία στο Λονδίνο σημαντικών Ελλήνων, πολέμιων του καθεστώτος, όπως λ.χ. η εκδότρια Ελένη Βλάχου και ο δημοσιογράφος Τάκης Λαμπρίας… Οι αρχικές απόπειρες της χούντας να προβληθεί μια πιο θετική εικόνα της ήταν γελοιώδεις και ανεπαρκείς, αλλά η κατάσταση άλλαξε έναν χρόνο μετά το πραξικόπημα, όταν οι συνταγματάρχες προσέλαβαν, έναντι αδρής αμοιβής, την εταιρεία δημοσίων σχέσεων Maurice Fraser and Associates. Ο Fraser το πήρε ζεστά και στρώθηκε στη δουλειά. Μία από τις πρώτες επιτυχίες του ήταν όταν, τον Απρίλιο του 1968, οργάνωσε μια διερευνητική αποστολή μελών του Βρετανικού Κοινοβουλίου στην Αθήνα. Η ομάδα απαρτιζόταν από δύο συντηρητικούς, δύο εργατικούς και έναν φιλελεύθερο βουλευτή. Όλα τα έξοδα, μετά συζύγων, του ταξιδιού ήταν πληρωμένα… Είναι κάπως παράδοξο, ότι ένας από τους αποτελεσματικότερους και πλέον ενημερωμένους κοινοβουλευτικούς επικριτές της δικτατορίας υπήρξε συντηρητικός βουλευτής, ενώ ανάμεσα στους πιο κραυγαλέους υποστηρικτές της ήταν ένας εργατικός βουλευτής. Ο συντηρητικός βουλευτής ήταν ο Chris M. Woodhouse… Στον αντίποδα βρισκόταν ο εργατικός βουλευτής Francis Noel-Baker, που συνδεόταν και αυτός με τα Ελληνικά πράγματα από την εποχή του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου…Η επίδραση όλης αυτής της κινητοποίησης στη διαμόρφωση της βρετανικής πολιτικής έναντι του καθεστώτος δεν μπορεί εύκολα να αποτιμηθεί…»
Μετά το Ελληνικό πραξικόπημα, η Ιταλία ήτανε στη Νότια Ευρώπη η μόνη χώρα με δημοκρατικό καθεστώς. Τα Ελληνικά γεγονότα προκάλεσαν αμέσως την αντίδραση της Ιταλικής κοινής γνώμης και διάφορες κοινωνικές και πολιτικές ομάδες πήραν ενεργό θέση, καταδικάζοντας το φασιστικό Ελληνικό καθεστώς και στηρίζοντας την αντίσταση με διαφορετικούς τρόπους. Η ανάδειξη των βασανιστηρίων, ως μέσων δίωξης κατά της εσωτερικής αντιπολίτευσης, ήταν ένα ισχυρό στοιχείο, που επηρέασε την κινητοποίηση στην Ιταλία, όπου επιπλέον, οι φοιτητές των πανεπιστημίων της χώρας μιάς μεγάλης Ελληνικής φοιτητικής κοινότητας ήταν παρόντες στη συντριπτική τους πλειοψηφία και συνέβαλαν στην ενημέρωση των Ιταλών συναδέλφων τους. Η αλληλεγγύη προς τους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες και φοιτητές, που δραστηριοποιούνταν ενάντια στο καθεστώς πυροδότησε μια αντίδραση σε πολιτικό επίπεδο και επηρέασε την κεντροαριστερή Κυβέρνηση στην οποία το Σοσιαλιστικό Κόμμα έπαιξε βασικό ρόλο με τον Υπουργό Εξωτερικών Πιέτρο Νένι.
Ιδιαιτερότητες της «Ελληνικής Υπόθεσης»
Οι προσπάθειες των Κυβερνήσεων των Σκανδιναυικών Κρατών κατά της χούντας, οι προσπάθειες του Συμβουλίου της Ευρώπης για επιστροφή της δημοκρατίας ατην Ελλάδα και την απομάκρυνση των συνταγματαρχών παρέμειναν χωρίς αποτέλεσμα. Σε αυτό το πλαίσιο, για την επέμβαση του Συμβουλίου χρησιμοποιήθηκε μια διακρατική καταγγελία από τις παραπάνω αναφερόμενες Κυβερνήσεις.
Η προσφυγή στην υπόθεση συνεπήγετο επένδυση σημαντικού χρόνου και πόρων. Οι εγκαλούσες Κυβερνήσεις ενήργησαν παρακινούμενες από πολλούς παράγοντες, ήτοι αντιδράσεις των λαών τους και της Διεθνούς Αμνηστείας, που συνέταξε σχετική έκθεση και γιατί ένιωθαν το ηθικό καθήκον, που είχαν για να ενεργήσουν τοιουτοτρόπως. Η διαδικασία καθυστέρησε λόγω της τακτικής της Ελληνικής Κυβέρνησης. Ολοκληρώθηκαν όλα τα στάδια συνδιαπραγματεύσεων χωρίς να επιτευχθεί μια μια φιλική διευθέτηση.
Χρειαζόταν θάρρος για να σταθεί ενάντια στις αρνήσεις της Ελληνικής Κυβέρνησης, ιδίως για την ερμηνεία του άρθρου 15 της ΕΣΔΑ για την κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Τούτο δεν εμπόδισε την Επιτροπή να διερευνήσει παραβιάσεις πολλών άρθρων της Σύμβασης, όχι μόνο των χωρίς παρέκκλιση, όπως το άρθρο 3 ΕΣΔΑ, που έπαιξε σημαντικό ρόλο μετά την επέκταση της καταγγελίας τον Μάρτιο του 1968.
Στη Συμβουλευτική Συνέλευση έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση της πρόκλησης του Ελληνικού πραξικοπήματος ο Αυστριακός βουλευτής Karl Czernetz, και η Συνέλευση εξέφρασε την αλληλεγγύη της στον Ελληνικό λαό. Η συνέλευση διόρισε έναν ειδικό εισηγητή πρώτα τον Willem E. Siegmann και μετά τον Max van der Stoël και τους δύο από την Ολλανδία. Με βάση τις επισκέψεις στην Ελλάδα, παρουσίασαν σαφείς εκθέσεις για την κατάσταση επί τόπου. Τον Max van der Stoël συνόδευε ένας νεαρός διπλωμάτης ονόματι Peter Leuprecht και οι δυό τους κηρύχθηκαν από την Ελληνική χούντα persona non grata. Σε άρθρο του, που δημοσιεύτηκε με αφορμή την 70ή επέτειο από την ίδρυση του Συμβουλίου της Ευρώπης, ο Peter Leuprecht μοιράστηκε μερικές αναμνήσεις αυτής της εποχής:
«Πολλοί έχουν αποτίσει φόρο τιμής στην προσωπικότητα, τη ζωή και τα επιτεύγματα του Max van der Stoël και δικαίως. Μια πτυχή δεν αναφέρθηκε, ή δεν αναφέρθηκε επαρκώς στα πολυάριθμα μοιρολόγια: ο ηγετικός του ρόλος στον αγώνα της Ευρώπης ενάντια στη στρατιωτική δικτατορία στην Ελλάδα... Οι αναφορές του Max van der Stoël στη Συνέλευση ήταν τεκμηριωμένες. Πρώτος έφερε πίσω από την Ελλάδα σαφή και πειστικά στοιχεία για την πρακτική των βασανιστηρίων από το καθεστώς…»
Μαζί με τα πορίσματα της Συμβουλευτικής Συνέλευσης, η οποία είχε ήδη ζητήσει την απέλαση της Ελλάδας, η πίεση στην Επιτροπή Υπουργών αυξήθηκε. Στη συνεδρίασή της της 12ης Δεκεμβρίου 1969, αρκετοί Υπουργοί ετόνισαν, ότι διακυβεύεται η εμπιστοσύνη, η νομιμότητα και ο λόγος ύπαρξης του Συμβουλίου της Ευρώπης. Όταν φάνηκε βέβαιη η πλειοψηφία των δύο τρίτων για την αναστολή της Ελλάδας να είναι μέλος, η Ελληνική Κυβέρνηση αποχώρησε από το Συμβούλιο προτού διεξαχθεί ψηφοφορία με αποτέλεσμα τη λεγόμενη «de facto αναστολή».
ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ :
Πόρισμα της Επιτροπής