ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ Η χούντα των Ελλήνων Συνταγματαρχών και η αποβολή της από το Συμβούλιο της Ευρώπης (ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ) *** Η αντιμετώπιση των χουντικών στη Μεταπολίτευση ***
ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ
Η χούντα των Ελλήνων Συνταγματαρχών και η αποβολή της από το Συμβούλιο της Ευρώπης
(ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ)
Η αντιμετώπιση των χουντικών στη Μεταπολίτευση
Μελέτη – Έρευνα – Επεξεργασία
Κωνσταντίνος Γρηγορίου Κυριακόπουλος
Υποστράτηγος Ιατρός ε. α. Νευροχειρουργός
Η αντιμετώπιση των χουντικών, από τις κυβερνήσεις, που ανέλαβαν κατά τη «μεταπολίτευση» ήλθε σε αντίθεση με τις προσδοκίες της μεγάλης πλειοψηφίας του Λαού και το «περί Δικαίου» αίσθημα των δημοκρατικών πολιτών. Λίγες μέρες μετά την ορκωμοσία της Κυβέρνησης ´Εθνικής Ενότητας, με πρωθυπουργό τον Κων. Καραμανλή, δόθηκε μια «ασαφής» αμνηστεία, με προφανή σκοπό να αποφυλακισθούν και απολυθούν από τους τόπους εξορίας οι κρατούμενοι-αντίπαλοι του δικτατορικού καθεστώτος. Δεν γινόταν όμως στο διάταγμα ρητή εξαίρεση για τα εγκλήματα των πραξικοπηματιών και τις παρανομίες των σφετεριστών της εξουσίας.
Όλοι όμως, πλήν των φασιστών υπερασπιστών της χούντας, ήθελαν να δουν τον Παπαδόπουλο, τον Παττακό, τον Ιωαννίδη και την παρέα τους να καταδικάζονται με τη μεγαλύτερη δυνατή ποινή. Ο Άρειος Πάγος δέχθηκε ως στιγμιαίο το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας των πραξικοπηματιών, προσδιορίζοντάς το για τη στιγμή της κατάλυσης της δημοκρατίας. Όλα όσα ακολούθησαν ήταν συνέπεια του αδικήματος και άρα προστατεύονταν από την πιθανότητα δίωξης μια σειρά στελεχών (υπουργών κ.ά.), που είχαν υπηρετήσει το δικτατορικό καθεστώς από κυβερνητικές θέσεις· παρέμενε έτσι στο απυρόβλητο ένας σημαντικός αριθμός προσώπων. Με βάση αυτή την απόφαση οι πρωταίτιοι του πραξικοπήματος καταδικάστηκαν σε θάνατο, ποινή την οποία ο Καραμανλής μετέτρεψε σε ισόβια κάθειρξη.
Αποδόθηκε δικαιοσύνη; Η απάντηση είναι όχι και αυτό προκύπτει από το γεγονός πως από ένα ολόκληρο στρατιωτικό καθεστώς, που διατήρησε με τα όπλα την εξουσία για επτά χρόνια καταδικάστηκαν μόλις 18 άνθρωποι.
«Επανάστασις εκικρατήσασα δημιουργεί δίκαιον» ένας κοινός τόπος των εγχειριδίων δημοσίου δικαίου, που ελαμβάνετο υπό την έννοια: «Μόνη η επανάστασις, εφ’ όσον επικρατήσει, όχι όμως και το πραξικόπημα ακόμη και αν επικρατήση, δημιουργεί δίκαιον»! Συνεπώς μόνο εν η «επανάστασις», εν αντιθέσει προς το πραξικόπημα, δημουργεί μετά την επικράτησή της δίκαιον εν τη εννοία της ικανότητας εισαγωγής κανόνων, οίτινες ισχύουν μόνο ως κανόνες δικαίου και όχι ως βίαιαι διευθετήσεις ανάλογοι προς τας εισαγωγείς υπό της ληστρικής συμμόρφωσης». (Ανδρουλάκης Νικ.)
Το θέμα του στιγμιαίου, ή διαρκούς εγκλήματος είχε τεθεί στη Βουλή στη συζήτηση της 13ης και 14ης Ιανουαρίου 1975, κατά την ψήφιση του άρθ. 2 του Δ΄ Ψηφίσματος. Με δεδομένο ότι κατά το ομόφωνα ψηφισθέν άρθρ. 1 του ψηφίσματος, το στασιαστικό κίνημα της 21ης Απριλίου, αλλά «η εκ τούτου προελθούσα κατάστασις μέχρι της 23ης Ιουλίου 1974», αποτέλεσαν πραξικόπημα, ετέθη από την αντιπολίτευση το ζήτημα του χαρακτηρισμού της αναλήψεως υπουργικών καθηκόντων ως αξιόποινης πράξης. Στη συζήτηση αυτή ο βουλευτής Αθανάσιος Κανελλόπουλος έθεσε πρώτος το θέμα αν η εσχάτη προδοσία είναι διαρκές αδίκημα. Επειδή, κατά την άποψή του, επρόκειτο περί διαρκούς αδικήματος, δεν ετίθετο θέμα να αναφερθεί ρητά στο ψήφισμα, ότι η ανάληψη υπουργικού αξιώματος ήταν αξιόποινη πράξη. Το ζήτημα στη συνέχεια έθεσε μετ’ επιτάσεως ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος εδήλωσε ότι δεν επιθυμούσε να κριθούν οι σφετεριστές με καινούργιο νόμο, αλλά με βάση τη νομοθεσία η οποία ίσχυε όταν καταλύθηκε η έννομη τάξη. Πρόσθεσε όμως: «Δεν νομίζω ότι είναι δυσχερές το Σώμα να διευκρινίση, ότι εδώ υπάρχει συνεχιζόμενον πραξικόπημα. Τουλάχιστον η εσχάτη προδοσία η οποία αφορά την ανατροπήν της εννόμου τάξεως του πολιτεύματος της χώρας, αυτό το αδίκημα, αλλά και η στάσις, είναι τα δύο αδικήματα, επισημαίνω όμως την εσχάτην προδοσίαν η οποία αφορά κατ’ εξοχήν τον πολίτην Πρωθυπουργόν, Υπουργόν, Γενικόν Γραμματέα, θα πρέπει να θεωρηθή από το σώμα ότι εστρέφετο εναντίον του νομίμου πολιτεύματος και ότι απετέλεσε διαρκές αδίκημα μέχρι την 23η Ιουλίου 1974… το να μη θεωρούμε ενόχους επι ίση μοίρα με εκείνους, οι οποίοι το προπαρεσεύασαν, τους πρωταιτίους δηλαδή του πραξικοπήματος. Υπάρχει τέτοια αντίφασις…Η διώξις των Υπουργών, Υφυπουργών και Γενικών Γραμματέων αποτελεί, ναι ή όχι αδίκημα κ, Υπουργέ με την έννοια του άρθρου 1 ως συμμετόχων εις το συνεχιζόμενο πραξικόπημα;»
Ο τότε Υπουργός Δικαιοσύνης, Κωνσταντίνος Στεφανάκης, αρνήθηκε επίμονα να λάβει θέση ως προς την εσχάτη προδοσία ως διαρκούς εγκλήματος ή όχι. Η γνώμη του ήταν ότι αυτό αποτελούσε νομικό ζήτημα το οποίο θα το έκρινε η δικαιοσύνη. Αν το έκρινε διαρκές, θα προέβαινε στην απαγγελία κατηγορίας. Επέμενε να μη χαρακτηρισθεί ρητά στο ψήφισμα η εσχάτη προδοσία ως διαρκές έγκλημα (όπως ζητούσε η αντιπολίτευση), προκειμένου να μην θεσπισθεί κανόνας ουσιαστικού ποινικού δικαίου με αναδρομική ισχύ. Για τον λόγο αυτό, ο Στεφανάκης αντιμετώπισε το ζήτημα ως αμιγώς δικονομική διάταξη. Τι ανάγκαζε τον Στεφανάκη και την Κυβέρνση να δεχθούν την πρόταση του Ανδρέα Παπανδρέου; Όμως η Κυβέρνση είχε αποφασίσει ουσιαστικά την αμνήστευση των παραξικοπηματιών, πλήν των πρωταιτίων του. Και εδώ φάνηκε ότι η συντηρητική Κυβέρνηση έτεινε στο να «αμνηστεύσει» τους πραξικοπηματίες. Και δημιούργησε ζήντημα εκ των ων ουκ άνευ.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου δήλωνε ότι πρέπει να είναι σαφής ο προσδιορισμός του χρόνου διάρκειας της καταστάσεως η οποία χαρακτηρίζεται πραξικόπημα, ζητούσε δε να διευκρινισθεί ότι το αδίκημα είναι διαρκές και πρότεινε «τη θέσπιση ουσιαστικού κανόνος». Ο Στεφανάκης να απαντά ότι «δεν πρέπει να ανατρέψωμεν αυτήν την θεμελιώδη αρχήν του Δημοκρατικού μας Πολιτεύματος, εκ των υστέρων να θεσπίζωμεν κανόνας δικαίου, οι οποίοι δεν ίσχυον κατά τον χρόνον της τελέσεως της πράξεως». Το άρθρο 2 του ψηφίσματος ψηφίσθηκε κατά πλειοψηφία από μόνη τη Νέα Δημοκρατία, να επιμένει χωρίς την προσθήκη την οποία ζητούσε η αντιπολίτευση.
Η κατάσταση αυτή δημιουργήθηκε από την τάση των συντηρητικών στοιχείων της Νέας Δημοκρατίας να πέσουν οι χουντικοί στα χαμηλά. Εδώ σημαντικός υπήρξε ο ρόλος του «γεφυροποιού» Αβέρωφ. Αν το 1975 είχε ακολουθηθεί η διαδικασία του 1983, με τον Ν. 1366 δεν θα προέκυπτε θέμα στιγμιαίου. Με αυτόν τροποποιήθηκε το άρθ. 134 του προϊσχύσαντος ΠΚ περί εσχάτης προδοσίας και ορίσθηκε μεταξύ άλλων ρητά ότι εσχάτη προδοσία τελεί και όποιος «ασκεί ή άσκησε την εξουσία που ο ίδιος ή άλλος κατέλαβε με τους τρόπους και τα μέσα που προβλέπει το άρθρο αυτό». Έτσι η εσχάτη προδοσία κατέστη, με ρητή πλέον διάταξη νόμου, διαρκές έγκλημα. Ο νομοθέτης, του 1983 προέβη και σε μια άλλη παρέμβαση. Προσέθεσε στον Ποινικό Κώδικα μια νέα διάταξη, το άρθ. 134β, σύμφωνα με το οποίο: «Δεν τιμωρούνται ως συμμέτοχοι στις πράξεις του άρθρου 134 δημόσιοι υπάλληλοι, ή λειτουργοί που άσκησαν τα καθήκοντά τους όσο διήρκεσε ο σφετερισμός της λαϊκής κυριαρχίας, ή η παράνομη κατάλυση, η μεταβολή ή η αδράνεια του δημοκρατικού πολιτεύματος, αν η άσκηση των καθηκόντων τους ήταν αναγκαία αποκλειστικώς για τη συνέχιση της λειτουργίας του κράτους και δεν έγινε με σκοπό τη διατήρηση της εξουσίας από τους σφετεριστές της».
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας τα όργανα των χουντικών διαπράξανε πλαστογραφίες, υπεξαιρέσεις εγγράφων, πλαστοπροσωπείες, γιατί τι άλλο ήταν οι εισαγωγές στα Στρατιωτικά Νοσοκομεία των βασανισμένων με ψεύτικα ονόματα;
Και φαινότανε ότι οι πρωταγωνιστές της χούντας θα πέφτανε στα μαλακά. Το αίτημα της τιμωρίας των χουντικών και της τολμηρής – ή απλώς απαραίτητης- αποχουντοποίησης, σε όλα τα επίπεδα της δημόσιας ζωής, αναζωπυρώθηκε, όταν την 24η Φεβρουαρίου 1975 αποκαλύφθηκε ότι χουντικοί, προσκείμενοι στον Δ. Ιωαννίδη, ετοίμαζαν πραξικόπημα. (Λέγεται ότι κατ’ επανάληψη τα τσιράκις του Ιωαννίδη προσπάθησαν να ανατρέψουν τον Καραμανλή) Η συνωμοσία αυτή ονομάστηκε «πραξικόπημα της πιτζάμας», επειδή οι επίδοξοι «κινηματίες» συνελήφθησαν νύκτα. Σχεδίαζαν όχι ν’ ανατρέψουν την κυβέρνηση Καραμανλή, αλλά να καταλάβουν στρατιωτικές μονάδες σε μερικές πόλεις και κατόπιν, να διαπραγματευτούν «από θέση ισχύος». Το σφάλμα της Κυβέρνησης Καραμανλή, ἠταν ότι πήγαινε την αποχουντοποίηση βαθμιαία και δεν χτύπησε ευθύς εξ αρχής «το φείδι στο κεφάλι». Και άφησε τα «σταγονἰδια» κατά τον Αβέρωφ να απειλούν. Ενώ η κοινωνία έβραζε ο Καραμανλής κανάκευε τους χουντικούς.
Επρόκειτο για μια πολύ μεγάλη συνωμοσία. Ακολούθησαν ομαδικές αποστρατείες, έγιναν ανακρίσεις, δίκες, καταδικάστηκαν κάποιοι. Από την πλευρά τους, οι συλληφθέντες μίλησαν για «σκευωρία», που στόχο είχε, πολιτικά ωφελήματα της κυβέρνησης ενώ ενώθηκαν «τίμιοι Έλληνες αξιωματικοί». Από τα όσα συνέβησαν, βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα, ότι ένας αριθμός αξιωματικών, θαυμαστών-οπαδών του Ιωαννίδη είχαν επαφές, έκαναν σχέδια για ανατρεπτικές κινήσεις.
Υποβλήθηκαν πάνω από 100 μηνύσεις για βασανιστήρια και για άλλες παρανομίες χουντικών, από διαφόρους νομικούς κυρίως.
Την 1η Απριλίου 1975, υποβάλλει μήνυση κατά 91 δικαστών όλων των βαθμίδων της Δικαιοσύνης ο γιατρός Όθωνας Χρυσαφίδης και τους κατηγορεί για συνέργεια στο έγκλημα της εσχάτης προδοσίας και στάσης. Την προκάταρκτική εξέταση την έκανε ο Εισαγγελέας Εφετών Ιω. Ζεγκίνης και η δικογραφία μπήκε στο αρχείο, χωρίς να ανακοινωθεί τίποτα. Πάντως κανένας δικαστής δεν διώχθηκε ποινικά.
Στις 12 Απριλίου δίνεται στη δημοσιότητα η πρόταση του Εισαγγελέα Κων. Σταμάτη για την παραπομπή σε δίκη των πρωταιτίων του πραξικοπήματος. Προτείνεται να δικαστούν 22 μεταξύ των οποίων τελικά και οι Χρήστος Δαδιώτης και Ιωάννης Μανουσακάκης, που δεν θα παραπεμφθούν, ενώ παραπέμπονται οι Οδ. Αγγελής, Κων. Καρύδας, Μ. Χατζηπέτρου και Δ. Σταματελόπουλος.
Υποβλήθηκε μήνυση από τον δικηγόρο Αλέξανδρο Λυκουρέζο κατά 104 χουντικών, που κατέλαβαν σημαντικές θέσεις στις χουντικές κυβερνήσεις. Τα πράγματα, στην περίπτωση των 104 υπουργών και Γενικών Γραμματέων Υπουργείων, συνεργών της δικτατορίας είχαν ως εξής. Το δικαστικό συμβούλιο Εφετών άσκησε ποινική δίωξη μετά την μήνυση του Λυκουρέζου. Όμως ο ανακριτής εφέτης Ποταμιάνος αρνήθηκε να κάνει ανακρίσεις. Η διαφωνία του ανακριτή δημιούργησε μεγάλη αίσθηση την εποχή εκείνη και προκάλεσε πολλές αντιδράσεις.
Η διαφωνία του ανακριτή με την ασκηθείσα ποινική δίωξη ήχθη προς επίλυση ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών, όπως προβλέπει η Ποινική Δικονομία. Και εδώ άρχισαν τα «νομικά τερτίπια». Στην πρότασή του προς το Συμβούλιο ο εισαγγελέας εφετών Νικ. Γανώσης, τάχθηκε με την άποψη του ανακριτή. Κατά τη συζήτηση στην Ολομέλεια του Εφετείου είχε σημειωθεί διχοστασία ως προς το ζήτημα αυτό και τελικά υπέρ της διώξεως είχαν ταχθεί 46 εφέτες, θεωρώντας ότι η εσχάτη προδοσία είναι έγκλημα διαρκές, ενώ 37 εφέτες είχαν την άποψη ότι επρόκειτο για στιγμιαίο έγκλημα και επομένως δεν θα έπρεπε να ασκηθεί ποινική δίωξη. Υπέρ του στιγμιαίου εγκλήματος ήταν επίσης και η εισαγγελική πρόταση προς την Ολομέλεια του εισαγγελέως Κ. Γκουλούση.
Τελικά το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το υπ’ αρ. 355/1975 βούλευμά του142, αποφάσισε ότι η εσχάτη προδοσία είναι διαρκές έγκλημα, εφόσον οι δράστες, όταν καταλάβουν την εξουσία, παρεμποδίζουν με θετικές ενέργειες την επαναφορά στην προτέρα κατάσταση (π.χ. παρεμποδίζουν όσους στηρίζουν το προϋφιστάμενο πολίτευμα). Η συμπεριφορά αυτή ενέχει παράταση ισάξια της αρχικής προσβολής και καθιστά την εσχάτη προδοσία έγκλημα διαρκές. Επρόκειτο για ένα κριτήριο ειλημμένο από μια θεμελιώδη μελέτη του Νικολάου Ανδρουλάκη για το διαρκές έγκλημα, από το έτος 1965.
Κατά του βουλεύματος ασκήθηκε αναίρεση από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευστάθιο Μπλέτσα, ο οποίος υπεστήριξε την άποψη ότι η εσχάτη προδοσία είναι έγκλημα στιγμιαίο. Την ίδια θέση ακολούθησε και η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, με το υπ’ αρ. 684/1975 βούλευμά της, το οποίο εξεδόθη επί της αναιρέσεως. Όπως γράφτηκε την εποχή εκείνη, στην απόφαση αυτή της Ολομελείας υπήρξε μειοψηφία 9 Αρεοπαγιτών. Η κρίση πάντως αυτή του Αρείου Πάγου εσήμανε και το πέρας της διώξεως των 104 πρωθυπουργών και υπουργών της δικτατορίας. Ο Άρειος Πάγος με την απόφαση 684/1975 της Ολομέλειας του έκριναν: «Το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας είναι στιγμιαίον, αναλισκόμενον άμα τη τελέσει, ή τη αποπείρα τελέσεως μίας των πράξεων της αντικειμενικής υποστάσεως. Συνεπώς η μεταγενέστερη συνδρομή δεν συνιστά αξιόποινη συνέργεια». Απόφαση αντίθετη με την απόφαση της Βουλής των Ελλήνων και της πίστης των Ελλήνων, πλήν των χουντικών. Αμίμητη «σύλληψη». Είναι σαν να εξαρθρώνεται μια πολυπλόκαμη μαφιόζικη οργάνωση, όπως ήταν η χούντα των Παπαδοπουλαίων που εγκληματούσε επί χρόνια και τελικά λογοδότησε μόνον ο αρχικός «σκληρός πυρήνας», που την ίδρυσε. Δεκαετίες αργότερα, το Ιστορικό Λεύκωμα της εφημερίδας «Καθημερινή» χαρακτήρισε ειρωνικά, «παγκοσμίως πρωτότυπη» τη θεωρία του «στιγμιαίου».
Και ο Άρειος Πάγος, με τον χαρακτηρισμό του «στιγμιαίου» έβαλε «τελεία και παύλα» στο θέμα. Έτσι η 2α Ιουλίου του 1975, είναι ημέρα ανακούφισης για 104 στελέχη του χουντικού καθεστώτος (1967 – 1974). Η ποινική δίωξη για την «πρωτοφανή στρατιωτική επιχείρηση» της σφαγής του Πολυτεχνείου και του αιματοκυλίσματος των φοιτητών τον Νοέμβρη του 1973, την ατελείωτη υπόθεση των βασανιστηρίων αντιπάλων της δικτατορίας, στις φυλακές και τα ποικιλώνυμα «κολαστήρια» από τα απάνθρωπα τέρατα, όργανα των δικτατόρων λιμνάζουν. Σε αναβολή βρισκεται η υπόθεση της ποινικής δίωξης των υπευθύνων για το πραξικόπημα και την τραγωδία, της Κύπρου. Υπάρχουν οι δολοφονίες των πρώτων ημερών της δίκτατορίας για τις οποίες γίνονται ανακρίσεις. Είναι ανεξακρίβωτο δικαστικά πόσες από τις «αυτοκτονίες», που εμφάνιζε κατά καιρούς η δικτατορία και ο «φιμωμένος» από τη λογοκρισία Τύπος δεν ήταν δολοφονίες. Αποτελεί όμως ημέρα οργής για την πλειονότητα της κοινωνίας, που πληροφορείται το τελεσίδικο του πράγματος: δεν θα καθίσουν στο εδώλιο, δεν θα δικαστούν, 104 «εθνοσωτήρες». Σε αυτήν τη δοκιμασία θα υποβληθούν μόνον 24 «αρχιπραξικοπηματίες».
Υπήρξαν σοβαρές αντιδράσεις. Καταθέτοντας σαν μάρτυρας, στη δίκη του Ν. Ψαρουδάκη, που είχε κατηγορηθεί για την περιύβριση της αρχής, για άρθρο της εφημερίδας «Χριστιανική» με τίτλο «διαρκές το δικό σας έγκλημα κύριοι αρειοπαγίτες», ο καθηγητής του Ποινικού Δικαίου, Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης, αργότερα Υπουργός της Δικαιοσύνης, χαρακτήρισε τους αρειοπαγίτες, που πήραν την απόφαση αυτή «ανθρωπάκια». Και ο μηνυτής των 104 Αλ. Λυκουρέζος αναρωτιέται τί συμβαίνει στην Ελληνική Δικαιοσύνη;
Ο Άρειος Πάγος, στη δάρκεια της δικτατορίας ικανοποιούσε πρόθυμα κάθε παραλογισμό των δικτατόρων αδιαφορώντας για τις ελευθερίες και τα δικαιώματα του Ελληνικού λαού. Απέρριψε το 1968 την αίτηση αναστολής της θανατικής ποινής του Αλέκου Παναγούλη. Ποιο ήταν το δικαστήριο που χαρακτήριζε το πραξικόπημα του 1967 επανάσταση. Ποιο έλεγε ναι στις διώξεις και απολύσεις των δημοκρατικών δικαστών από τη χούντα, όπως Στασινόπουλου, Σαρτζετάκη, Τούση, Αναγνωστόπουλου, Μαργέλλου, Φλώρου, Κ. Παπαϊωάννου, Δελλαπόρτα, Γεωργίλη, Μιχαλακέα, Ξενάκη; Τότε ήταν που ο Παττακός είπε το αμίμητο: «Το ΣτΕ οφείλει να εφαρμόζει τις αποφάσεις της διοίκησης». Όμως επιβάλλεται ο δικαστής να θυσιάζεται χάριν της απονομής του δικαίου. Το έκαναν οι Έλληνες αρειοπαγίτες; Περίμενε άραγε κάποιος το 1975 να μη δείξουν οι αξιότιμοι αρειοπαγίτες τις φιλοχουντικές διαθέσεις τους; Ένας μη νομικός διερωτάται. Είναι δυνατόν η κορυφή της Δικαιοσύνης να θεωρεί επανάσταση ένα πραξικόπημα, που έγινε από ανάξιους αξιωματικούς, με το αιτιολογικό, ότι διήρκεσε επἰ μακρόν; Δεν ξέρανε ότι το πραξικόπημα δεν έγινε αποδεκτό από τον Ελλήνικό λαό; Όταν και ο πλέον αδαής αναρωτιέται, πώς είναι δυνατόν ένας προβαλλόμενος σαν λαοπρόβλητος «πρωθυπουργός» να μεταβαίνει απὀ το σπίτι του στο Λαγονήσι στο γραφείο του και να τον προστατεύουν σε όλη τη διαδρομή θωρακισμένα αυτοκίνητα, μοτοσυκλέττες και απὀ 100 η 200 ή και μέχρι 1.000 αστυνομικοί; Τούτο γινότανε γιατί ξέρανε ότι ο Ελληνικός λαός δεν τους ήθελε. Και πώς είναι δυνατόν μερικοί «άσχετοι» αξιωματικοί να κρίνουν ότι υπάρχει δημόσια έκτακτη ανάγκη, που απειλεί τη ζωή του έθνους και να καταλύουν τις ελευθερίες του Ελληνικού λαού; Και ο Άρειος Πάγος να κρίνει το πραξικόπημα επανάσταση; Και έχουν την απαίτηση να θεωρούν ότι κάθε έλεγχός τους είναι βολή κατά της ανεξέρτητης δικαιοσνης;
Ο κρατικός μηχανισμός, για άλλη μια φορά αυτοπροστατεύτηκε, όπως είχε επιτύχει και μετά την Κατοχή με τη μαζική δια βουλευμάτων απαλλαγή των πάσης φύσεως συνεργαζόμενων με τους κατακτητές, δοσιλόγων της Κατοχής. Τότε εκείνοι είχαν χαρτιά των Άγγλων, ότι ήσαν συνεργάτες τους και όχι δοσίλογοι!!! Ουσιαστικά επειδή θεωρεί ότι το κράτος συνέχισε να λειτουργεί και με αυτήν την έννοια, το αδίκημα είναι «στιγμιαίο».
Τι ακριβώς συνέβαινε; Για λόγους που δεν έχουν διευκρινιστεί η δικαστική και πολιτική εξουσία της πρώιμης μεταπολίτευσης συνέκλιναν στη «γραμμή», ο καταλογισμός ευθυνών στους χουντικούς να είναι ο ελάχιστος δυνατός. Περιοριζόταν στα εντελώς απαραίτητα, των ανώτατων κλιμακίων. Έτσι για τα μάτια του κόσμου.
Η κυβέρνηση αφ’ ενός δικάζει τους πρωταίτιους και από την άλλη, αθωώνοντας τους συνεργάτες τους αποσκοπεί στο να διατηρηθούν συγκεκριμένες ισορροπίες.
Στη δίκη των πρωταιτίων, ο πρόεδρος του δικαστηρίου Γιάννης Ντεγιάννης, με όλη τη μαεστρία του προσπάθησε να δει πόσο πίσω πάει η συνωμοσία. Ο ίδιος ο δικαστής, δικάζει τους συνωμότες, τους πρωταίτιους, δικάζει μερικές δεκάδες ανθρώπων και εκεί, θα λέγαμε, εξαντλεί την αυστηρότητά του. Αυτή η απόφαση δίνει τον τόνο επιφανειακής «αποχουντοποίησης», του στρατού, των σωμάτων ασφαλείας,των δημοσίων υπηρεσιών και γενικότερα του κρατικού μηχανισμού από όσους υπηρέτησαν τη στυγνή επταετή δικτατορία και επωφελήθηκαν από αυτήν όχι όμως του δικαστικού σώματος. Όλα είναι επιφανειακά.
Οι αντιδράσεις για την κρίση αυτή της Ολομελείας υπήρξαν σφοδρές, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το λαϊκό αίσθημα και την πάνδημη επιθυμία για την τιμωρία των υπευθύνων. Οι πολιτικές αντιδράσεις εστρέφοντο κατά του Αρείου Πάγου, αλλά και κατά της Κυβερνήσεως η οποία, κατά την αντιπολίτευση, δεν είχε προχωρήσει την κάθαρση στη Δικαιοσύνη.
Ισχυρή ήταν όμως και η αντίδραση της ελληνικής νομικής επιστήμης. Ο Νικόλαος Ανδρουλάκης, ο Φαίδων Βεγλερής και ο Γεώργιος Κασιμάτης έλαβαν θέση κατά της κρίσεως του Αρείου Πάγου και επεσήμαναν ιδίως την άσκηση βίας καθ’ όλη τη διάρκεια της επταετίας για τη διατήρηση του καθεστώτος. Η διαμάχη διήρκεσε επί πολλά έτη. Και σήμερα ακόμη δεν λείπουν εκείνοι οι οποίοι θεωρούν την επιχειρηματολογία του Αρείου Πάγου «νομικίστικη». Οι υποστηρικτές της απόφασης προβάλλουν το ότι η απόδοση ποινικής ευθύνης δεν είναι ζήτημα του λαϊκού «περί δικαίου αισθήματος», αλλά αποκλειστικά ζήτημα ορθής ερμηνείας του νόμου. Πάνω απὀ όλα όμως υπάρχει αντίθεση μεταξύ της απόφασης της Βουλής και του Αρείου Πάγου.
Προκλήθηκαν επίσης σφοδρές αντιδράσεις της αντιπολίτευσης και έντονη δυσαρέσκεια εκ μέρους του μεγαλύτερου τμήματος της κοινωνίας με την απόφαση του Καραμανλή να μην εκτελεστούν οι «τρεις». Βάσει των σημερινών δεδομένων, η αντιδράσεις αυτές μπορεί να θεωρηθούν υπερβολικές, αν όχι απάνθρωπες. Αλλά το τι σήμαινε και πώς εκλαμβανόταν η μετατροπή της ποινής, τότε, θα πρέπει να εξεταστεί με τα κριτήρια της εποχής εκείνης.
Μετατρέποντας την θανατική ποινή σε ισόβια, το υπουργικό συμβούλιο κατέστησε ουσιαστικά σαφές, προϊδεάζοντας τους χουντικούς, ότι και η κατοπινή δίκη, για το Πολυτεχνείο (16 Οκτωβρίου – 30 Δεκεμβρίου), δεν εγκυμονούσε κίνδυνο για τη ζωή κανενός.
Οι πρωταίτιοι του πραξικοπήματος τιμωρήθηκαν. Την ίδια στιγμή, όμως, οι περισσότεροι από τους βασανιστές της χούντας δεν βρέθηκαν ποτέ αντιμέτωποι με τη δικαιοσύνη, ενώ, ακόμα και κάποιοι από αυτούς που κλήθηκαν να λογοδοτήσουν για τις πράξεις τους, είχαν σαφώς ευμενή μεταχείριση. Τελικά, η περίφημη αποχουντοποίηση δεν έγινε.
Οι κυβερνήσεις Καραμανλή προχώρησαν κατ’ αρχάς στην εκκαθάριση του δημόσιου τομέα και των σωμάτων ασφαλείας. Έτσι θα μπορούσε κανείς να διαπιστώσει μια πιο εκτεταμένη εκκαθάριση στις τάξεις του Στρατού, ώστε να αποφευχθεί η πιθανότητα εκτροπής και ενός νέου πραξικοπήματος. Από την άλλη πλευρά η δικαιοσύνη και τα σώματα ασφαλείας παρέμειναν σχεδόν ανέγγιχτα, πολύτιμοι σύμμαχοι του νέου καθεστώτος στην εδραίωσή του.
Κάπως έτσι «εφευρέθηκε» το νομικό τέχνασμα του «στιγμιαίου». Με βάση αυτό, λοιπόν, και προκειμένου να μη φτάσουν στο δικαστήριο όλοι όσοι έπρεπε, το αδίκημα των χουντικών διαχωρίστηκε σε «στιγμιαίο» και «διαρκές».
Υπήρξαν και τρεις δίκες, η έκβαση των οποίων δεν προκάλεσε απλώς προβληματισμό, δυσφορία ή θυμό. Προκάλεσε φρίκη! Το σύστημα απονομής δικαιοσύνης «θώπευσε» τους βασανιστές των χουντικών κατά τρόπο εξοργιστικό. Μόνη εξαίρεση οι ποινές φυλάκισης 20 έως 23 ετών που επιβλήθηκαν σε τρεις διοικητές του ΕΑΤ- ΕΣΑ Θεοφιλογιαννάκο, Χατζηζήση, Σπανό, στην πρώτη από τις τρεις δίκες του ’75. Παρά τις ανατριχιαστικές μαρτυρίες για την θηριωδία τους, οι αθωώσεις και οι ελαφρότατες ποινές «πήγαν σύννεφο». Η επιείκεια καταντούσε τρομακτική, διότι επιδείχθηκε και σε βασανιστές διαβόητους για τον σαδισμό τους.
30ή Νοεμβρίου 1975. Το κακουργιοδικείο Χαλκίδας ανακοίνωσε την απόφαση του για τους δικαζόμενους βασανιστές, Μάλλιο, Λουκόπουλο, Παύλου και Γώγου, 4 έως 10 μήνες φυλάκιση. Ποινές εξαγοράσιμες ή με αναστολή. Θα έμεναν ελεύθεροι. Μαζί τους δικάστηκαν άλλοι έντεκα κι αθωώθηκαν. Ανάμεσα σε αυτούς που «την έβγαλαν καθαρή» στη συγκεκριμένη δίκη ήταν και οι, επίσης «διάσημοι», Μπάμπαλης, Καραπαναγιώτης, Κραβαρίτης.
Οι δίκες συνεχίστηκαν. Διαβόητοι «γενναίοι» κάθισαν στο εδώλιο. Τα «ανδραγαθήματά» τους ήταν πολλά και τα θύματά τους αξίωναν δικαίωση. Η δικαστική αντιμετώπιση, όμως, παρέμεινε στην ίδια τροχιά. Η γραμμή είχε δοθεί.
Ο Μπάμπαλης το 1976 κατηγορήθηκε για πλημμελήματα, η ποινή του, έπειτα και από εκδίκαση στο Εφετείο, φυλάκιση 18 μηνών, τον Φεβρουάριο του 1977. Ο Καραπαναγιώτης «ξελάσπωσε» με 12 μήνες και εξαγοράσιμη ποινή.
Παρόμοια ποινή για τον Κραβαρίτη. Οι Παύλου, Λουκόπουλος και δώδεκα ακόμη κατηγορηθέντες για βασανιστήρια απαλλάχθηκαν με το υπ. αριθμό 358 βούλευμα του συμβουλίου Εφετών, σε σημαδιακή ημερομηνία: την 21η Απριλίου του ’76. Έτσι «τιμωρήθηκαν» οι πλέον εμβληματικές, κτηνώδεις μορφές των βασανιστών.
Αλλά κι οι συνθέσεις των στρατοδικείων παρουσίαζαν ενδιαφέρον. Στην πρώτη δίκη των βασανιστών, στο Ρουφ, ανάμεσα στους στρατοδίκες βρισκόταν και ο συνταγματάρχης Καπελούζος, πρόεδρος του στρατοδικείου Χανίων, επί χούντας. Πρόεδρος του Μικτού Κακουργιοδικείου Χαλκίδας, στην τρίτη δίκη των βασανιστών του ’75, ήταν ο εφέτης Αθ. Παύλος, αδελφός δυο δεσποτάδων που ανήκαν στο «στενό κύκλο» του δικτάτορα Παπαδόπουλου. Στις 16 Οκτώβρη το Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, εξέδωσε αθωωτική απόφαση για βασανιστές, Καραμήτσο και άλλους, σε μια σειρά δίκες από τις πολλές για βασανιστήρια πολιτικών κρατούμενων στη συμπρωτεύουσα.
Ήταν λοιπόν φανερή η επιλογή της κυβέρνησης Καραμανλή; επιθυμούσε να τελειώσει με την αποχουντοποίηση, με το μότο «μήτε γάτα, μήτε ζημιά».
Σε αυτή τη γραμμή συνέκλιναν τα ερείσματα του χουντικού καθεστώτος στη δικαστική εξουσία, που ήσαν τεράστια, διότι γνώριζαν ότι δεν μπορούσαν να πετύχουν τίποτα καλύτερο για τους «εθνοσωτήρες» και θάθελαν αν ήταν δυνατόν, να απαλλάξουν τους «αρχιπραξικοπηματίες» από τη δίκη, όπως το πέτυχαν για τους «104».
Η πλήρης «αποχουντοποίηση» θα ήταν επικίνδυνη για τον Κ. Καραμανλή. Διότι δεν θα του επέτρεπε να καθησυχάσει τα συντηρητικότερα κοινωνικά στρώματα, γιατί ελλόχευε ο «κίνδυνος» να προσλάβει η Ελληνική μεταπολίτευση αριστερόστροφο προσανατολισμό, ένας «κίνδυνος», που στην κρίση του «εθνικόφρονος κορμού» φάνταζε κάθε άλλο παρά μακρινός.
Για τους φασίστες «εθνικόφορνες» ο Κ. Καραμανλής δεν έπρεπε να φανεί ότι «υπερέβαινε τα εσκαμμένα». Από την μία πλευρά, η προσπάθειά του να αναχαιτίσει το μεταπολιτευτικό ριζοσπαστισμό και να εμπλουτίσει το αυταρχικό κρατικό «οπλοστάσιο», από την άλλη, από το 1975 βρισκόταν σε τροχιά σύγκρουσης και με έναν απύθμενα άπληστο, ληστρικό πυρήνα της επιχειρηματικής ελίτ. Κι αυτή η σύγκρουση θα κορυφωνόταν το 1976, όταν εφοπλιστές και βιομήχανοι κατηγόρησανν για «σοσιαλμανία». Όφειλε ο «εθνάρχης» να καθησυχάσει και τον επιχειρηματικό κόσμο, για όλα όσα διαφαίνονταν από το 1975.
Διαφάνηκαν λοιπόν τα όρια της κάθαρσης με το «στιγμιαίο» και με τις δίκες του 1975. Τότε ξεθάρρεψαν οι πάσης φύσεως χουντικοί. Δεν είναι τυχαίο ότι αναθάρρησαν και εμφανίστηκαν στις εκλογές του 1977, συσπειρωμένοι γύρω από την «Εθνικήν Παράταξιν».
ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ :
Έργα και ημέρες της Ελληνικής χούντας