[Μνήμη εξέγερσης Πολυτεχνείου]: ΠΟΙΗΣΗ Βαρβάρα Χριστιά *** Το ΛΟΓΟτεχνείο με την Καλλιόπη Ι. Δημητροπούλου
Το ποίημα της Κυριακής
ΕΔΩ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ
Γράφει η Καλλιόπη Ι. Δημητροπούλου
Φιλόλογος, ποιήτρια, συγγραφέας
Σήμερα δεν μιλούν οι ποιητές. Μιλούν οι εξεγερμένοι. Οι ποιητές δονούνται μόνο και γράφουν. Η σύγχρονη ποιήτρια Βαρβάρα Χριστιά μάς συγκινεί, μας προτρέπει σε εγρήγορση, μας προσκαλεί να υψώσουμε τη γροθιά μας γιατί μυρίζουν οι καιροί αιθάλη. Μας αφυπνίζει με τρία ποιητικά κείμενα, με τρεις ποιητικές ριπές της στην κάθε μορφής ανελευθερία. Ας την ακολουθήσουμε:
[Μνήμη εξέγερσης Πολυτεχνείου]: Βαρβάρα Χριστιά
🌹 Πολυτεχνείο
Έφυγε απ’ το σπίτι αξύριστος.
Με μια πένα στο χέρι
και ένα βιβλίο υπό μάλης.
«Πού πας έτσι» τον μάλωσε
η μάνα του.
Της τον φέραν τ’ άλλο πρωί ξυρισμένο.
Με ένα χέρι.
Κι ένα γαρύφαλλο φυτρωμένο
στο στόμα του.
«Πώς θα του σταυρώσω τα χέρια»
ούρλιαξε.
Του δίπλωσε το ένα του χέρι
στην καρδιά.
Τον φίλησε στο ξυρισμένο μάγουλο.
«Των νεκρών τα γένια
κάποτε μεγαλώνουν»,
παρηγορήθηκε.
Κι έκλαψε το γιο της
με γαρύφαλλα δάκρυα.
🌹 Κάποιοι νεκροί
Κάποιοι νεκροί
δεν θέλουν ησυχία.
Δεν θέλουν καντηλέρια κι άσπρα μάρμαρα.
Θέλουν η τέφρα τους να ίπταται στον άνεμο
στων λεύτερων πνευμάτων την ανάσα
να τρυπώνει.
Κάποιοι νεκροί
δεν την αντέχουν την ανάπαυση.
Ζητούν γροθιές σφιγμένες να υψώνονται.
Ζητούν κραυγές
και ουρλιαχτά ψυχής ν’ ακούγονται
φρέσκο γαλβάνι στα ιδανικά που σκούριασαν.
Κάποιοι νεκροί
έχουν για σπίτι τους το στέρνο μας
καντήλι πρέπει τους, η φλόγα της ψυχής μας.
Αν ξεχαστούν, θυμώνουν και στοιχειώνονται
κι έρχονται νύχτα στη συνείδηση ερινύες.
Κάποιοι νεκροί,
– βαθιά σου κράτα το –
κάποιοι νεκροί, αν ξεχαστούν, πεθαίνουν»
🌹 Την έλεγαν Ελευθερία
Μα εκείνος έπρεπε να την προλάβει!
Πάσχιζε να γεμίσει μ’ οξυγόνο τα πνευμόνια του,
να της ουρλιάξει την αγάπη.
Μα μύριζε ο καιρός αιθάλη, αιθάλη και μπαρούτι,
και το φεγγάρι λαβωμένο πια ξεψύχαγε.
Τα κρίνα μάτωναν κι αυτά τραυματισμένα.
Τύμπανα έσκουζαν στις λεωφόρους
με τις μεμβράνες τους να πάλλονται αλλόκοτα.
Ένα ποτάμι άλικο τού μούσκευε τα πέλματα.
Χέρια μαντέμια τού έκλειναν το στόμα.
Κι οι αλυσίδες του κι αυτές,
πρώτη φορά, κλαίγαν σκουριά απαρηγόρητες.
Μα εκείνος έπρεπε να την προλάβει!
Εκείνη χάνονταν
σαν σε κινούμενη άμμο, μες στον όχλο.
Στο ένα της χέρι μια μεσίστια παντιέρα.
Στα χείλη ένα φιλί που έχασκε ανεπίδοτο.
Μέσα στο πλήθος με τα λαρύγγια τα ξεριζωμένα.
Τρόμος, ριπές, κόσμος που έτρεχε
κι οι συμπληγάδες των καιρών που τους συνέθλιβαν.
Μα εκείνος έπρεπε να την προλάβει!
Την ύστατη ώρα πριν να δύσει η εικόνα της,
«Ελευθερία, σ’ αγαπώ!» της φώναξε.
Μία ριπή
και ένα στερνό σπαρτάρισμα στο μάτι.
Κι ο ποιητής που έγραψε:
«Τούτο θαρρώ πως είν’ ελευθερία:
Να ’ν’ μπορετό κάθε στιγμή
τ’ όνομα της αγαπημένης σου παντού και δυνατά να το φωνάζεις»