Μια ωραία και συγκινητική περιγραφή για το τρένο της παλιάς εποχής από τον Κώστα Ι. Περδίκη
ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ
Λόγου και Τέχνης
Γράφει ο λογοτέχνης συγγραφέας Κώστας Ι. Περδίκης
Στο τραίνο
Το τραίνο με τα πολλά βαγόνια έτρεχε καταμεσίς στον κάμπο. Αγκομαχούσε και από το χοντρό φουγάρο του ο μαύρος καπνός έβγαινε ντουμάνι. Κάπου, κάπου το δυνατό του σφύριγμα έσπαγε τη σιγαλιά.
Εκείνος, συνήθως, ανέβαινε στον σταθμό της Αμαλιάδας. Γύρω στα εξήντα, καλοβαλμένος, με ένα ξεχαρβαλωμένο βιολί, παρουσιαζόταν από το βάθος του βαγονιού.
Περπατώντας στον διάδρομο, ανάμεσα στα ξύλινα καθίσματα, σταμάταγε για λίγο και έπαιζε μερικές δοξαριές, κουτσά στραβά, όπως είχε μάθει. Με λίγη καλή θέληση καταλάβαινες ότι επρόκειτο για το «σαν πας στην Καλαμάτα και ρθεις με το καλό». Ύστερα, με τη θήκη του βιολιού του ανοιχτή, τον ακούγαμε να επαναλαμβάνει την ίδια φράση:
«Αχ ρε παιδιά, βοηθάτε κι εμένα τον βασάνη».
Από το όλο σκηνικό εκείνο το «βασάνης» ήταν που έκανε τη διαφορά. Μερικά φραγκοδίφραγκα πέφτανε στη θήκη του και περνώντας απ’ όλα τα βαγόνια έφτανε και στο τελευταίο.
Την ίδια στιγμή το τραίνο έμπαινε στον σταθμό του Πύργου. Εκεί, ο βιολιστής μας, ο «βασάνης», κατέβαινε και τον χάναμε.
Την άλλη στιγμή ο ελεγκτής των εισιτηρίων εμφανιζόταν στον διάδρομο. Φόραγε σκούρο μπλε κουστούμι και στο κεφάλι του πηλίκιο με χρυσό σιρίτι και το μεταλλικό σηματάκι των «ΣΠΑΠ». Μας πλησίαζε με ύφος σοβαρό, ανάλογο της θέσης του και άπλωνε το χέρι του, ζητώντας να ελέγξει το εισιτήριό μας.
Του το δίναμε, ένα καρτάκι τόσο δα μικρό κι εκείνος με το εργαλείο του, κάτι σαν μικρή τανάλια, το τρύπαγε και μας το επέστρεφε. Όλα καλά λοιπόν, το ταξίδι μας ύστερα από τον έλεγχο, θα συνεχιζόταν κανονικά. Μια μικρή τρυπούλα, σε σχήμα τριγώνου, πάνω στο εισιτήριό μας, το πιστοποιούσε τώρα πια περίτρανα…