Μια εικόνα από παλιά στα χέρια ενός πλάστη γίνεται ένα θαυμάσιο λογοτεχνικό κείμενο
ΟΙ ΤΣΑΛΙΦΙΔΕΣ
Γράφει η φιλόλογος συγγραφέας και ποιήτρια Λίτσα Δημητροπούλου
Κι αν τολμήσω και ησυχάσω, κι αποτραβηχτώ στα πιο δικά μου, θα με μισήσει κι ο Θεός μου. Εκείνη η μέσα μου φωνή που μου έμαθε πώς τη μπουκιά μου να τρανεύω στου αλλουνού τον ουρανίσκο. Πώς, με το ζερβό μου χέρι να στηρίζω και το διπλανό του, το πιο χρειαζούμενο, το άσιτο απ΄ τον κάματο και καταπονημένο. Κι αν -λοιπόν- τολμήσω και ησυχάσω θα με λοξοκοιτάζει, από της Εδέμ τα στέκια, κι ο αείμνηστος πατέρας μου, που μου ‘λεγε τις τσαλιφίδες στο περιβόλι να ποτίζω, ‘κείνα τα ξερικά κοχύλια που ‘βρισκαν στη μύτη της αξίνας του και γίνονταν σφύριγμα συριστικό και θρύψαλα κομμάτια. Μου ‘λεγε λοιπόν, οι τσαλιφίδες πως θέλουν το νερό τους.
Και τα ‘παιρνα, θυμάμαι, τα κοχύλια, τα αλάφρωνα από τις πληγές τους, απ’ το βαρύ φορτίο στο κορμί τους, το χώμα και τη λάσπη δηλαδή που κουβαλούσαν στις ραβδώσεις τους, και τα βουτούσα στον κουβά να δροσιστεί η ψυχή τους.
Σαν τους ξωμάχους μου έλεγε, πως μοιάζουν, εκείνους τους ξεραγκανούς τους άρχοντες που κουβαλούν στο δέρμα τους δεμάτια ίδρωτα και μόχτου. Κι όλο τα θώπευα θυμάμαι τα κοχύλια, τα μούσκευα και τα αλάφρωνα από το βαρύ τους άλγος.
Κι όλο γελούσε και καμάρωνε, θυμάμαι, κι ο Θεός μου κι ο πατέρας μου από τις γειτονιές του άλλου κόσμου.
Γι’ αυτό σας λέω, μαζί με τα δικά μας και τα αλλοτινά, εκείνα τα βορινά μας σύθαμπα να τ’ απαγκιάζουμε, να τα κουρνιάζουμε στο ζέο, στ΄ απάνεμο το στέρνο μας.
Μια χλαίνη μοναχά για δυο αρκεί!